Η Πέιτζ ήταν η πρώτη γυναίκα στην ιστορία της CIA που διορίστηκε σταθμάρχης σπάζοντας το μέχρι τότε ανδρικό κυριαρχισμό.
Όταν στο Λάνγκλεϊ της πρότειναν να διαλέξει ανάμεσα στην Καμπέρα της Αυστραλίας και την Αθήνα, επέλεξε να έρθει στον σταθμό της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ εκείνη την περίοδο.
Οι μνήμες από τη δολοφονία του σταθμάρχη Ρίτσαρντ Γουέλς την παραμονή των Χριστουγέννων του 1974 από τη 17Ν ήταν ακόμη νωπές και ο σταθμός της CIA στην Αθήνα είχε επωμιστεί το κύριο βάρος να ανακαλύψει τους εκτελεστές του.
Η Πέιτζ ήταν στη CIA από την πρώτη μέρα λειτουργίας της και η μετάθεσή της στη θέση του σταθμάρχη της πρεσβείας στην Αθήνα ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από τους άνδρες που τη θεωρούσαν ακατάλληλη για το συγκεκριμένο πόστο.
Μόνο που η ίδια δεν έδινε δεκάρα για τη γνώμη τους, ερχόμενη πολλές φορές σε ευθεία αντιπαράθεση μαζί τους, χωρίς να φοβάται τίποτε, αφού ήξερε πολύ καλά τις ισορροπίες, τα εσωτερικά μυστικά της Υπηρεσίας και λεπτομέρειες για την ιδιωτική ζωή συναδέλφων της, οι οποίες θα μπορούσαν να τελειώσουν την καριέρα τους.
O Ρίτσαρντ Γουέλς, σταθμάρχης της CIA στην Αθήνα, δολοφονήθηκε την παραμονή των Χριστουγέννων του 1974 από τη 17Ν
Κατάσκοπος από τα 22 της χρόνια
Η Ελοΐζ Πέιτζ βυθίστηκε στον κόσμο των πρακτόρων όταν ήταν μόλις 22 ετών και προσλήφθηκε για να δουλέψει με τον στρατηγό Γουίλιαμ Ντόνοβαν στο Office of Strategic Services (OSS) τον Μάιο του 1942.
Ο προϊστάμενός της, που θεωρείται ο ιδρυτής της CIA, διαπίστωσε γρήγορα ότι η μικροκαμωμένη βοηθός του ενδιαφερόταν πολύ για τη συλλογή πληροφοριών και την κατασκοπεία.
Έτσι, την πήρε μαζί του στη νεοσύστατη υπηρεσία το 1947 και η Ελοΐζ δεν τον διέψευσε, αφού πολύ γρήγορα ανέλαβε να τρέχει διάφορα προγράμματα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ήταν η επικεφαλής του Επιστημονικού και Τεχνικού Επιχειρησιακού Τμήματος της CIA και πολύ γρήγορα κατάφερε να αποδείξει την αξία της, παρότι οι από πάνω δεν έδωσαν σημασία στα όσα τους έλεγε.
Το τμήμα της είχε συγκεντρώσει πλειάδα στοιχείων και πληροφοριών μέσα από δεκάδες αναφορές που τόνιζαν ότι οι Σοβιετικοί σχεδίαζαν να στείλουν δορυφόρο στο Διάστημα.
Ηταν η εποχή όπου Αμερική και Σοβιετική Ενωση κοντράρονταν για το ποιος θα στείλει πρώτος δορυφόρο στο Διάστημα και η Πέιτζ την άνοιξη του 1957 ενημέρωσε λεπτομερώς τα ηγετικά στελέχη της Υπηρεσίας.
«Είχαμε», θα πει χρόνια μετά, «ό,τι χρειαζόμασταν γι’ αυτό, από τη γωνία εκτόξευσης μέχρι την ημερομηνία. Η εκτόξευση στο Διάστημα θα γινόταν από τις 20 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 4 Οκτωβρίου».
Ο Σπούτνικ τελικά εκτοξεύτηκε την τελευταία μέρα του διαστήματος που είχε προσδιορίσει η Πέιτζ, πιάνοντας τους Αμερικανούς στον ύπνο, αφού ο Τζακ Γουάιτ, επικεφαλής της επιτροπής στο Γραφείο Επιστημονικών Πληροφοριών, απέρριψε τις δεκάδες αναφορές του τμήματος της Πέιτζ.
Όταν μάλιστα πήγε η ίδια να του μιλήσει λέγοντας του ότι θα είναι αποτυχία της Υπηρεσίας η εκτόξευση, αυτός της είπε ότι τα στοιχεία της είναι απλή παραπληροφόρηση των Σοβιετικών.
Έβαλε μάλιστα στοίχημα ένα κιβώτιο σαμπάνιες με την Πέιτζ ότι δεν θα υπάρξει εκτόξευση και την επόμενη μέρα η νεαρή πράκτορας μπήκε στο γραφείο της και είδε ότι ήταν γεμάτο σαμπάνιες.
Η επιτυχία των Σοβιετικών χρεώθηκε από τα αμερικανικά ΜΜΕ ως αποτυχία της CIA, την οποία κατηγόρησαν ότι «κοιμόταν» πάνω από τον διακόπτη εκτόξευσης του Σπούτνικ.
Τότε ήταν που κάποιοι γνώστες της δουλειάς που είχε κάνει η Πέιτζ της χάρισαν το παρατσούκλι «σιδερένια πεταλούδα», κάτι που δεν άργησε να μάθει αυτή η πανέξυπνη γυναίκα.
Η πρόκληση της Αθήνας
Το ότι τα επόμενα χρόνια ανελίχθηκε σε επιτελικές θέσεις δεν οφείλεται μόνο στις ικανότητες και την επιμονή της, αλλά και στο ότι είχε περάσει πολύ χρόνο στο παρασκήνιο ώστε να γνωρίζει σκοτεινά και ανομολόγητα μυστικά από κάθε γωνιά και τμήμα του Λάνγκλεϊ.
Τα χρησιμοποίησε κατά το δοκούν, ενώ την ίδια στιγμή έφτασε να είναι επικεφαλής προγραμμάτων όπως το «Operation Lincoln», στο οποίο πολίτες που ταξίδευαν στη Σοβιετική Ενωση ενημερώνονταν από τη CIA προτού αναχωρήσουν ώστε να συλλέξουν χωρίς να ρισκάρουν όσο περισσότερες πληροφορίες μπορούσαν.
Οταν λοιπόν επέστρεφαν στις ΗΠΑ έδιναν αναφορά σε αναλυτές της Υπηρεσίας για το τι είχαν δει και παρατηρήσει στις πόλεις που είχαν επισκεφθεί κατά την παραμονή τους στη Σοβιετική Ενωση.
Μαζί με ελάχιστες ακόμα γυναίκες η Πέιτζ κυκλοφορούσε ως ανώτερο στέλεχος σε ένα κτίριο όπου κυριαρχούσαν οι άνδρες, αφού έφτασε στο σημείο να ελέγχει και να εγκρίνει τα ποσά για απόρρητες επιχειρήσεις στο εξωτερικό.
Οπως έλεγε χρόνια μετά στέλεχος της CIA, «φόβιζε κάποιους τόσο πολύ που έτρεμαν την ώρα που θα έπρεπε να τη δουν στο γραφείο της», ωστόσο παρέμενε ένα εσωτερικό ανώτερο στέλεχος χωρίς επιχειρησιακή εμπειρία.
Ο Ελληνοαμερικανός Μάικ Καλογερόπουλος, νεαρός πράκτορας τότε, έζησε από πρώτο χέρι τον σάλο που ξέσπασε όταν η Πέιτζ διορίστηκε σταθμάρχης στην πρεσβεία της Αθήνας.
Οι ψίθυροι έδιναν κι έπαιρναν, αφού ήταν η πρώτη γυναίκα που αναλάμβανε μια τέτοια θέση στην ιστορία της CIA, με τις αντιδράσεις να είναι αρνητικές.
Η Ελοΐζ, ως συνήθως, δεν ασχολήθηκε με το τι έλεγαν, αν και μάθαινε τα πάντα, αφού είχε άλλα πράγματα στο μυαλό της, με κυριότερο τη διαβόητη «Φάρμα», το μυστικό στρατόπεδο της CIA στο οποίο εκπαιδεύονταν όλοι οι επιχειρησιακοί πράκτορες προτού φύγουν για αποστολές στο εξωτερικό.
«Είχε ύψος 1.52 και ήταν κοκαλιάρα», είπε ο Καλογερόπουλος στη «Washington Post», αφού βρέθηκε να στέκεται στο πεδίο βολής πίσω από μια γυναίκα αρκετά μεγάλη που θα μπορούσε να είναι μητέρα του. «Πυροβόλησε και πέταξε το όπλο αμέσως από το χέρι της και έπεσε στη λάσπη».
Η Πέιτζ σηκώθηκε και προσπάθησε ξανά. Ο Καλογερόπουλος τη βοήθησε «κρατώντας τους ώμους της καθώς πυροβόλησε για να μην πέσει προς τα πίσω».
Μετατέθηκε και αυτός στην Αθήνα το 1978, σε έναν από τους πιο πολυπληθείς σταθμούς της CIA στον κόσμο τότε, ενώ η Πέιτζ αντικατέστησε τον Κλερ Τζορτζ, που τοποθετήθηκε στη θέση του δολοφονημένου Ρίτσαρντ Γουέλς.
Το κυνήγι των τρομοκρατών
Η Πέιτζ εγκαθίσταται στη νέα της θέση και έχει ως πρώτη προτεραιότητα την ανακάλυψη των δολοφόνων του Ρίτσαρντ Γουέλς, γι’ αυτό και λέει στους επιχειρησιακούς πράκτορες να βρουν νέες πηγές που θα τους οδηγήσουν κάπου.
Ζητάει σκληρή δουλειά απ’ όλους, αναφορές προόδου και αρχίζει να προκαλεί αντιπάθειες σε αρκετούς άνδρες που δεν ανέχονται με τίποτε να τους διατάζει μια γυναίκα. Αντιπαθεί το ούζο και την ελληνική κουζίνα, ως μια «αριστοκράτισσα» του Νότου που δεν παντρεύτηκε, ούτε ένιωσε ποτέ την ανάγκη να γίνει μητέρα.
Ενας από τους μύθους που ακολούθησαν την τοποθέτηση της ήταν ότι όταν ο μυθικός -για τους ομολόγους του- Γκαστ Αβράκωτος, που υπηρετούσε στην Αθήνα, έμαθε ότι ερχόταν η Πέιτζ ως σταθμάρχης, ζήτησε να φύγει αμέσως.
Κάποιοι παλιοί συνάδελφοί του εικάζουν ότι αν έμενε οι βρισιές που θα εκτόξευε κάθε λίγο και ο άξεστος χαρακτήρας του θα έκαναν την Πέιτζ να «κοκκινίσει», αφού ο συγκεκριμένος δεν καταλάβαινε τίποτε.
Αντίθετα, ο Καλογερόπουλος της ήταν συμπαθής και κάποια βράδια απολάμβαναν ένα τσέρι στην κατοικία του σταθμάρχη στο Ψυχικό, συζητώντας διάφορα θέματα.
Το βράδυ της 16ης Ιανουαρίου του 1980 πέφτει καταρρακτώδης βροχή στην Αθήνα την ώρα που ο υποδιοικητής των νεοσύστατων τότε ΜΑΤ Παντελής Πέτρου επιβιβάζεται στο υπηρεσιακό του αυτοκίνητο στην οδό Πειραιώς.
Ο οδηγός του, ο αστυφύλακας Σωτήρης Σταμούλης, κατευθύνεται προς την οδό Διαγόρα 18 στο Παγκράτι, όπου βρισκόταν η κατοικία του Πέτρου, όταν 100 μέτρα προτού φτάσουν δυο-τρία άτομα πετάγονται στον δρόμο.
Εντεκα σφαίρες φεύγουν από δύο 45άρια πιστόλια, τρυπάνε το παρμπρίζ και πετυχαίνουν τους δύο αστυνομικούς αφήνοντας νεκρό επιτόπου τον υποδιοικητή των ΜΑΤ, που δέχθηκε τις έξι εξ αυτών.
Οι υπόλοιπες πέντε τραυματίζουν πολύ σοβαρά τον Σταμούλη, ο οποίος καταφέρνει να βγει και να δώσει σε μια κοπέλα που βρέθηκε τυχαία εκείνη τη στιγμή μπροστά του τον υπηρεσιακό ασύρματο για να ειδοποιήσει για βοήθεια.
Η Πέιτζ ενημερώνεται μία ώρα μετά για το νέο χτύπημα της «17 Νοέμβρη», που την ίδια νύχτα ρίχνει την προκήρυξή της στο Πανεπιστήμιο και ξεσηκώνει το κλιμάκιο των πρακτόρων της CIA στην Αθήνα.
Συνεργάζεται στενά με τις ελληνικές αρχές, προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει την τρομοκρατική οργάνωση και τις μεθόδους της και δουλεύει ατέλειωτα.
Ξέρει ότι πολλοί πράκτορές της στην Αθήνα δεν τη συμπαθούν, αλλά όταν την καλούν στα κεντρικά της CIA δεν φαντάζεται ότι όλο αυτό είναι στημένο για να την ξεφορτωθούν.
O υποδιοικητής των ΜΑΤ Παντελής Πέτρου (αριστερά) και ο οδηγός του, Σωτήρης Σταμούλης. Το βράδυ της 16ης Ιανουαρίου του 1980 έντεκα σφαίρες φεύγουν από δύο 45άρια πιστόλια της 17Ν, τρυπάνε το παρμπρίζ του υπηρεσιακού αυτοκινήτου και πετυχαίνουν τους δύο αστυνομικούς.
Ο Πέτρου σκοτώθηκε ακαριαία. Ο Σταμούλης έχοντας δεχθεί πέντε σφαίρες εξέπνευσε λίγες ημέρες αργότερα.
Η προδοσία
Μια ομάδα πρακτόρων από την Αθήνα συνεννοούνται με κάποιους επιτελικούς στο Λάνγκλεϊ και όταν η Πέιτζ φτάνει στην Αμερική, ένας «συνάδελφος» της προσγειώνεται στην ελληνική πρωτεύουσα.
Πάει στην πρεσβεία και μιλώντας στους πράκτορες λέει ότι αν θέλουν να την ξεφορτωθούν αυτός θα είναι ο επόμενος σταθμάρχης τους, μόνο που το σχέδιο δεν πάει καλά.
Εχοντας για χρόνια παντού κεραίες, η «σιδερένια πεταλούδα» ενημερώνεται για την προδοσία και αφού τη διαβεβαιώνουν από την ηγεσία της CIA ότι δεν υπάρχει περίπτωση να φύγει, επιστρέφει στην Αθήνα.
Τότε ζητάει να συγκεντρωθούν όλοι οι πράκτορες και τους χωρίζει σε δύο ομάδες, αυτούς που τη στήριξαν και αυτούς που την πρόδωσαν, κυρίως για να δείξει ότι δεν μπορούσαν να την ξεγελάσουν.
Ηξερε ακριβώς τι έχει πει ο κάθε «προδότης» και μετά τη συνάντηση δύο υψηλόβαθμοι επιχειρησιακοί πράκτορες μετατέθηκαν άμεσα από την Αθήνα με εντολή της.
Βαθιά συντηρητική και αντικομμουνίστρια, έχει άριστες σχέσεις με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και σοκάρεται όταν τον Οκτώβριο του 1981 το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές και σχηματίζει κυβέρνηση.
Δεν αφήνει καν να μεταδώσουν την είδηση στα κεντρικά της CIA ή να συντάξουν αναφορές, κάτι που ήταν μέγα λάθος για τη θέση της.
Έπειτα από τρία χρόνια στην Αθήνα επέστρεψε στις ΗΠΑ, αλλά πλέον της έδωσαν αδιάφορες θέσεις γραφείου, θέτοντας την στο περιθώριο αφού συνέχισε στην Υπηρεσία Πληροφοριών Άμυνας.
Δεν γύρισε ποτέ στο Λάνγκλεϊ μέχρι τη συνταξιοδότηση της, η οποία την έστειλε στον αγαπημένο της Νότο, όπου και έζησε τα τελευταία χρόνια μιας μυθιστορηματικής πλην μοναχικής ζωής που τα είχε όλα.