20.1 C
Athens
12.7 C
Thessaloniki
Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024
More

    «Έτσι τράβηξα την ιστορική φωτογραφία με το τανκ στο Πολυτεχνείο» (εικόνες & βίντεο)

    Σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, που ξεκινάει από τα παιδικά του χρόνια στον εμφύλιο, ο κορυφαίος και πολυβραβευμένος φωτορεπόρτερ Αριστοτέλης Σαρρηκώστας, διηγείται τα όσα δραματικά έζησε στην Εξέγερση στο Πολυτεχνείο.

    Έφτασα πρώτος εκείνο το βράδυ στο Πολυτεχνείο. Πάντα προσπαθώ να φτάνω πρώτος όταν πρόκειται για δουλειά. Να έχω λίγα λεπτά για να «ακούσω» τον χώρο. Οι χώροι «μιλάνε». Αν τους «ακούσεις» έχουν πολλές ιστορίες να σου πουν. Η πύλη του Πολυτεχνείου επί της Πατησίων έχει πολλές τέτοιες ιστορίες. Κοιτάω το ρολόι και είχα 20 λεπτά μπροστά μου μέχρι να έρθει. Ψιχάλιζε. Κοίταξα τον ουρανό και σκέφτηκα «ρε συ, μπας και;». Ευτυχώς τελικά… δεν! Έστριψα ένα τσιγάρο και κοίταξα μέσα από τη βαριά, σιδερένια πύλη του ΕΜΠ.

    «Εξαφανίστηκαν» όλοι οι θόρυβοι της πόλης. Ακούγονταν μόνο σειρήνες να χτυπούν δαιμονισμένα, κόρνες που έχουν κολλήσει, φωνές σπαρακτικές, βρισιές και κατάρες. Και οι ερπύστριες. Αυτό το κροτάλισμα που κάνουν όταν προχωρώντας «σπάνε» την άσφαλτο. Για κάποια στιγμή θα ορκιζόμουν πως μύρισα δακρυγόνο. Όλες οι εικόνες που έχουμε από μικρά παιδιά, από τις σχολικές γιορτές ή τα αφιερώματα στην τηλεόραση, πέρασαν από μπροστά μου εκείνη την ώρα. Σα να ζωντάνευε το ξημέρωμα της 17ης Νοέμβρη του 1973. «Εσύ πρέπει να είσαι ο Νίκος». Γύρισα στο πλάι και τον κοίταξα. Ο άνθρωπος που είναι υπεύθυνος για όλες αυτές τις εικόνες που εμείς έχουμε από εκείνη τη νύχτα στεκόταν δίπλα μου.


     


    Ο σπουδαίος και πολυβραβευμένος Έλληνας φωτορεπόρτερ Αριστοτέλης Σαρρηκώστας, δέχθηκε με χαρά γιατί παρά το γεγονός πως έχει βγει σε… άδεια διαρκείας (την άλλη λέξη δεν την γράφω, γιατί θυμώνει όπως μου είπε) περίπου 25 χρόνια τώρα, έχει το ίδιο πάθος με τότε.

    Το πάθος του ανθρώπου που είναι ο «μεσάζων» (και αυτόν τον ρόλο τον αντιλαμβάνεται ως κάτι Ιερό), ανάμεσα σε ένα ιστορικό γεγονός και τον αποδέκτη που είναι ο κόσμος.

    Τα δύσκολα παιδικά χρόνια στον εμφύλιο

    Η κουβέντα ξεκίνησε λίγο ανορθόδοξα. Ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν από εκείνη την ιστορική νύχτα στην Πατησίων. Ίσως, προσπαθούσαμε να συγχρονιστούμε. Να βρούμε κοινό βηματισμό για να φτάσουμε μαζί εκεί που θέλαμε.

    Έμαθα πως λίγες ημέρες πριν είχε γενέθλια. Γεννήθηκε στην Καισαριανή, στις 13 Νοεμβρίου 1937. Γεννημένος Νοέμβριο, λοιπόν. Παιδί Μικρασιατών προσφύγων. Ο βενιαμίν της οικογένειας, καθώς ήταν ο τελευταίος από τα έξι παιδιά της οικογένειας. «Δύσκολα τα παιδικά χρόνια. Μεγαλώσαμε σε μια σκληρή εποχή. Πρώτα κατοχή. Δύσκολα πολύ. Μετά εμφύλιος. Πηγαίναμε δίπλα στα πολυβόλα και παίρναμε τους καυτούς κάλυκες τους βάζαμε σε μια σειρά και όποιος έριχνε τους περισσότερους κέρδιζε. Τέτοια ήταν τα παιχνίδια μας τότε. Παιδική αθωότητα μέσα στη φρίκη του πολέμου» μου λέει ο Αριστοτέλης (ο Τέλης, για τους φίλους του) Σαρρηκώστας.

    Ξέφευγα από το θέμα, αλλά δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Τον ρώτησα αν έχει εικόνες που τον σημάδεψαν από εκείνη την περίοδο και μου διηγήθηκε δυο περιστατικά. Η γειτονιά του, άλλωστε, ήταν η «ανταρτομάνα» Καισαριανή. Το προπύργιο του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. «Το πρώτο έγινε εκεί που σήμερα είναι η περιοχή ανάμεσα στο Κάραβελ και το Χίλτον. Τότε ήταν ένα μέρος που είχε πυκνή βλάστηση.

    Είχε και ένα μεγάλο ρέμα. Μπαζωμένο σήμερα. Από εκεί, λοιπόν, προσπάθησε να βγει ένας μαυροσκούφης, ένας στρατιώτης των τεθωρακισμένων, και να πάει στη Ρηγίλλης που ήταν οι μονάδες του στρατού. Οι αντάρτες, όμως, τον είδαν και τον συνέλαβαν. Άρχισαν να τον ανακρίνουν. Εμείς, τα πιτσιρίκια, μαζευτήκαμε γύρω τους. Τους ακούγαμε, αλλά δεν καταλαβαίναμε τι έλεγαν. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε. Θυμάμαι, κάποια στιγμή ο στρατιώτης έβγαλε ένα πορτοφόλι και τους έδειχνε κάτι φωτογραφίες. ”Λυπηθείτε τα παιδιά μου, όχι εμένα”. Τους έλεγε.

    tank

    Όταν τελείωσε η ανάκριση, οι αντάρτες του έβγαλαν τα ρούχα και τον πυροβόλησαν στο κεφάλι. Μπροστά στα μάτια μας. Τον άφησαν νεκρό στην άκρη του ρέματος και έφυγαν. Το δεύτερο περιστατικό έγινε κοντά στο σκοπευτήριο, στην πλατεία της εκκλησίας, της Παναγίτσας. Εκεί μια μέρα, οι τσολιάδες είχαν συλλάβει έναν αντάρτη. Τον είχαν γδύσει. Του είχαν σκίσει τις σάρκες με μαχαίρι. Του έριχναν αλάτι στις πληγές. Εμείς είδαμε τον άνθρωπο σχεδόν σταυρωμένο, να αιμορραγεί. Κανείς δεν πλησίαζε να τον βοηθήσει. Φοβόντουσαν. Τον άφησαν εκεί. Την επόμενη μέρα το πρωί ο άνθρωπος ήταν νεκρός» μου εξιστορεί.

    Ρωτάω τον Αριστοτέλη Σαρρηκώστα αν αυτές είναι εικόνες που τον σημάδεψαν σαν παιδί και η απάντησή του, ομολογώ, πως με σοκάρει. «Ήταν άσχημες εποχές. Έγιναν αγριότητες και από τις δυο πλευρές. Σιχάθηκα τον πόλεμο. Εμένα, ναι, με σημάδεψαν αυτές οι εικόνες. Νομίζω, όμως, πως παράλληλα με βοήθησαν στη μετέπειτα καριέρα μου, όταν έπρεπε να φωτογραφίζω στα πολεμικά μέτωπα».

    Η «παρέμβαση» της μητέρας που τον έκανε φωτογράφο

    Οι εποχές ήταν δύσκολες. Οι Έλληνες κατά χιλιάδες έπαιρναν τον δρόμο της ξενιτιάς. Αυτό είχαν κάνει και δυο από τα αδέρφια του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα. Αυτό σκόπευε να κάνει και ο ίδιος. Η καρδιά της μάνας του, ωστόσο, σπάραζε. Ήταν το στερνοπούλι της. Πού θα πάει; Τον ήθελε δίπλα της. Ήξερε, όμως, πως δεν μπορούσε να του κλείσει τον δρόμο προς την αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.

    Του έδωσε την ευχή της και εκείνος σε ηλικία 15 ετών πήγε πρώτα στην αδερφή του στη Βραζιλία. Επιβιβάστηκε σε ένα γαλλικό υπερωκεάνιο και πήγε να βρει την τύχη του. Έκανε ένα πέρασμα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου όπως ο ίδιος μου είπε πήγε «λαθραία» και στη συνέχεια, το 1959, επέστρεψε στην Ελλάδα για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις.

    Ο στόχος του, όπως μου τόνισε, ήταν να τελειώσει με τον στρατό και να φύγει ξανά για τις ΗΠΑ. Όταν τελείωσε, άρχισε, στα κρυφά, να φτιάχνει τα χαρτιά του για να φύγει.

    Η μητέρα του, ωστόσο, το κατάλαβε. Αρνιόταν να δεχθεί πως θα έχανε ξανά τον μικρό της και έτσι ανέλαβε δράση. Μια ημέρα, πήγε σε ένα φωτογραφείο που υπήρχε στη γειτονιά. «Μπαίνει, λοιπόν, και βρίσκει τον Κλεισθένη Δασκαλάκο, του εξηγεί πως έχει η κατάσταση και τον παρακαλάει να με πάρει στη δουλειά. Σαν βοηθό. Ο άνθρωπος της είπε πως μπορώ να πάω και να πιάσω δουλειά όποτε θέλω. Η μάνα μου έρχεται και μου το λέει. Πήγα μόνο και μόνο για να μη της χαλάσω το χατήρι. Με βαριά καρδιά πήγα. Εγώ μηχανικός ήθελα να γίνω. Μου άρεσε η μουτζούρα. Την πρώτη μέρα, κιόλας, έπιασα τον Κλεισθένη και του είπα: ”κοίτα, εγώ μια εβδομάδα θα κάτσω και μετά θα φύγω. Θέλω να πάω στην Αμερική”. Ο άνθρωπος δε μου είπε τίποτα και εγώ ξεκίνησα να δουλεύω σαν βοηθός στην ”Ένωση”, ένα πρακτορείο φωτογραφικό που τότε στεγαζόταν στην οδό Ανθίμου Γαζή 9, στην πλατεία Καρύτση. Ήταν ο Δασκαλάκος μαζί με τέσσερις ακόμα συνεργάτες του. Και τότε άλλαξαν όλα. Όταν μπήκα στον σκοτεινό θάλαμο και άρχισα να εμφανίζω φωτογραφίες ερωτεύτηκα. Σε ένα άσπρο χαρτί, εμφανίζεται ξαφνικά ένα πρόσωπο, ένα τοπίο. Μαγεύτηκα» μου λέει, φανερά συγκινημένος και προσθέτει: «Κάποια στιγμή ρώτησα τον Δασκαλάκο αν μπορώ να μείνω λίγο καιρό ακόμα. Εκείνος μου απάντησε πως και βέβαια μπορώ και τελικά, μη σε κουράζω κιόλας, έμεινα στο επάγγελμα 40 χρόνια. Δούλεψα στην ”Ένωση” μέχρι το Αύγουστο του 1964 οπότε με προσέλαβαν στο Associated Press. Μου έδιναν τον διπλάσιο μισθό απ’ ότι έπαιρνα μέχρι τότε αλλά δεν έφευγα αν πρώτα δεν έπαιρνα το ”ΟΚ” από τα αφεντικά μου στην ”Ένωση”. Και οι πέντε μου είπαν να πάω. Και έτσι πήγα. Και έζησα πολλές ζωές, σε μία. Δεν έχω παράπονο».

    aristotelis sarrikwstas

    Η εξέγερση του Πολυτεχνείου

    Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας, ως φωτορεπόρτερ, πλέον, πήρε το βάπτισμα του πυρός σε εμπόλεμες περιοχές, στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, στη Μέση Ανατολή. Ακολούθησαν δεκάδες αποστολές που τον μετέτρεψαν σε έναν από τους πλέον έμπειρους φωτορεπόρτερ του AP. «Είναι άλλο, όμως, να καλύπτεις έναν πόλεμο στο εξωτερικό και άλλο να καλύπτεις μια αιματοχυσία στη χώρα σου. Στην πόλη σου. Εκεί μου μεγάλωσες. Το φορτίο είναι μεγαλύτερο» μου λέει.

    Και κάπως έτσι φτάσαμε στον ταραγμένο Νοέμβρη του 1973. Οι ψιχάλες είχαν σταματήσει. Ο ουρανός είχε ανοίξει. Δεν άκουγα τίποτε άλλο πέρα από αυτόν. Σα να έπαψε κάθε άλλος θόρυβος. Ούτε αυτοκίνητα υπήρχαν, ούτε άνθρωποι. «Εκείνες τις ημέρες αρκούσε μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας για να ”βγάλεις” ένα καλό θέμα. Η ένταση ήταν τεράστια» μου λέει και ξεκινάει την αφήγηση.

    «Στις 15 Νοέμβρη, το πρωί, μαθαίνουμε πως κάτι γίνεται στο Πολυτεχνείο. Παίρνω τις κάμερες μου, γεμίζω την τσάντα μου με τα φιλμ και φεύγω για κάτω. Τα γραφεία του AP ήταν τότε στην οδό Ακαδημίας 27, κοντά στη συμβολή με τη βασιλίσσης Σοφίας. Ήμουν δίπλα. Πήγα και είδα τους φοιτητές να είναι κρεμασμένοι στα κάγκελα. Να φωνάζουν συνθήματα. Όσο η ώρα περνούσε τόσο ο κόσμος γινόταν περισσότερος. Και δεν ήταν μόνο φοιτητές. Ήταν και οικοδόμοι, εργάτες, υπάλληλοι κλπ. Οι φοιτητές διαμαρτύρονταν αρχικά για τον Νόμο 1347 περί υποχρεωτικής επιστράτευσης. Ουσιαστικά η Χούντα προσπαθούσε να ”σπάσει” το φοιτητικό κίνημα. Στη συνέχεια προστέθηκε το αίτημα για ελεύθερες εκλογές στα Πανεπιστήμια. Μετά μπήκε και αυτό για την πτώση της Χούντας. Οι φοιτητές ήταν αποφασισμένοι. Το έβλεπες. Ήθελαν να το πάνε μέχρι τέλους» μου λέει και συνεχίζει με την ένταση στη φωνή του να ανεβαίνει διαρκώς.

    «Μπήκαμε μέσα στο Πολυτεχνείο. Μου έκανε τρομερή εντύπωση η οργάνωση που υπήρχε ήδη από τις πρώτες ώρες. Έφτιαξαν τον ραδιοφωνικό σταθμό, το φαρμακείο κ.α. Έξω η αστυνομία είχε αρχίσει να χτυπάει με πλαστικές σφαίρες. Είδα πολλά παιδιά τραυματισμένα, μπροστά στα μάτια μου».

    Όλη αυτή την ώρα, εκείνη την πρώτη ημέρα της ιστορικής κατάληψης, ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας δε σταματούσε να φωτογραφίζει τα όσα γίνονταν γύρω του. Στη συνέχεια επέστρεψε στα γραφεία του AP και άρχισε να εμφανίζει τις φωτογραφίες. Η επόμενη ημέρα, η 16η Νοέμβρη, τον βρήκε και πάλι εκεί. Αυτή τη φορά οι φοιτητές είχαν καλέσει δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ προκειμένου να τους δείξουν πως λειτουργεί η κατάληψη του ΕΜΠ. «Η Χούντα είχε βγάλει τον στρατό στο δρόμο. Πυροβολούσαν, πλέον, στο ψαχνό. Υπήρχαν ακροβολισμένοι στις ταράτσες γύρω από το Πολυτεχνείο αλλά και στην Ομόνοια, στο Σύνταγμα, στο Μοναστηράκι. Υπήρχαν επεισόδια σε διάφορα σημεία του κέντρου. Οι φοιτητές έξω από το Πολυτεχνείο έγραφαν συνθήματα πάνω σε λεωφορεία και αμάξια, μοίραζαν προκηρύξεις που τύπωναν μέσα στο ΕΜΠ. Εγώ, όμως, κάποια στιγμή έπρεπε να φύγω. Να επιστρέψω στο γραφείο μου για να τυπώσω τις φωτογραφίες της ημέρας» αναφέρει και αντιλαμβάνομαι πως αν του δινόταν η ευκαιρία να τυπώνει και ταυτόχρονα να μη σταματάει ούτε λεπτό να τραβάει νέες φωτογραφίες, θα το έκανε.

    Οι ώρες, όμως, κυλούν, η νύχτα, που πλέον έχει πέσει για τα καλά, επιτρέπει στις σκιές να κυκλοφορούν. Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας βρίσκεται στο γραφείο του, όταν ακούει έναν γνώριμο θόρυβο. Ακούει πιο προσεκτικά. Ναι. Ακούγονται οι ερπύστριες. Τα τανκς είναι στους δρόμους ξανά. «Ειδοποιώ τον διευθυντή μου, τον Phil Dopoulos, του λέω ”Άκου. Άκου προσεκτικά”. Εκείνος ακούει και τρομαγμένος μου λέει ”Shit man! Είναι τανκς. Πάρε τις μηχανές σου και πήγαινε”. Εγώ, όμως, φοβόμουν να πάω μόνος μου. Ήθελα να έχω παρέα. Του λέω ”εγώ θα τραβάω αλλά κάποιος πρέπει να είναι εκεί, μαζί μου, για να γράψει το στόρι”. Τον πείθω να πάμε μαζί και τελικά μπαίνουμε στο αυτοκίνητό του, μια λαδί Τζάγκουαρ και μαζί αρχίζουμε να κατεβαίνουμε την Πανεπιστημίου. Μπροστά μας υπήρχε μια φάλαγγα από άρματα μάχης. Καταφέρνουμε να μπούμε ανάμεσά τους. Δεν ήθελα να ξεχωρίζουμε. Ήθελα να είμαστε μέρος της φάλαγγας. Κάποια στιγμή, από την πλευρά του συνοδηγού ήρθε ένα αυτοκίνητο της Ασφάλειας. Με προτεταμένο το όπλο του και βρίζοντας ο οδηγός μας είπε να βγούμε από τη φάλαγγα. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου έπρεπε να κάνω κάτι. Έφερα το δείκτη του χεριού μου μπροστά στα χείλη μου και του έκανα ένα μακρόσυρτο ”σσσσσσσσ”. Πρέπει να τον ψάρωσα! Κάτι γύρισε και είπε στον συνοδηγό του και στη συνέχεια έστριψαν δεξιά και μας άφησαν να συνεχίσουμε την πορεία μας. Σίγουρα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο οι Αγγλικές πινακίδες που είχε στο αυτοκίνητό του ο Phil. Θα μας πέρασε για ξένους πράκτορες. Θα μας πέρασε για δικούς του».

    Σε όλη τη διάρκεια της συνέντευξης δεν τόλμησα να αποκαλέσω τον Αριστοτέλη Σαρρηκώστα «συνάδελφο». Θα ήταν καταχρηστικό εκ μέρους μου. Με την ίδια λογική δεν τόλμησα και να τον διακόψω όσο εξιστορούσε εκείνες τις Μεγάλες Ώρες. Του έδωσα όλο τον απαιτούμενο χώρο και χρόνο. Και εκείνος το εκμεταλλεύτηκε. Με ένα πρωτοφανές πάθος που σε έκανε να νομίζεις πως ζεις μέσα σε ένα ντοκιμαντέρ, όπως εύστοχα μου είπε αργότερα ο φωτογράφος μας, ο Χρήστος ο Λώλος, ξεδίπλωσε μπροστά μας ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της νεότερης ιστορίας της χώρας.

    «Όταν φτάσαμε στο Πολυτεχνείο πήγαμε και σταθήκαμε στην κάτω, δεξιά γωνία της Πατησίων με τη Στουρνάρη. Τα τανκς είχαν ήδη παραταχθεί μπροστά από την πύλη του Πολυτεχνείου. Γύρω μας ήταν αστυνομικοί αλλά και προβοκάτορες με ρόπαλα κρυμμένα κάτω από το σακάκι τους. Εγώ είχα κρεμάσει τις δυο μηχανές μου στους ώμους για να φαίνεται ότι είμαι φωτορεπόρτερ. Ακούγαμε τις συνεννοήσεις που έκαναν από τα άρματα μάχης με τους ασυρμάτους. Στα κάγκελα, οι φοιτητές να φωνάζουν διαρκώς συνθήματα.»

    Μετά από 10-15 λεπτά ήρθε μπροστά μου ένας αξιωματικός της αστυνομίας: ”Επ, τι κάνεις εσύ εδώ” μου λέει. ”Ήρθα να τραβήξω κάποιες φωτογραφίες για το πρακτορείο μου” του απαντώ. Και εκεί που σκεφτόμουν πως τώρα θα με διώξουν ή θα με πάνε στην Μπουμπουλίνας (σσ: τα γραφεία της Ασφάλειας με την περιβόητη ταράτσα όπου οι πολιτικοί κρατούμενοι υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια), ο αξιωματικός γυρνάει και μου λέει: ”Καλώς, μείνε εδώ. Να σε βλέπω. Να σε ελέγχω”! Άλλο που δεν ήθελα εγώ. Εκτός από εμένα τον άκουσαν και όλοι οι τριγύρω μας, που σίγουρα θα θεώρησαν ότι ήμουν δικός τους».

    Η κάθε φωτογραφία χρειαζόταν κάτι παραπάνω από 20 λεπτά για να «φύγει». Το γραφείο του AP στη Νέα Υόρκη του ζητάει διαρκώς περισσότερες. Και κάπως έτσι ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας έμεινε «βιδωμένος» στη θέση του για τις επόμενες πέντε ώρες τραβώντας φωτογραφίες. Μου είπε πως κάθε φιλμ είχε 35 πόζες. Εκείνος τραβούσε 7-8 καρέ και στη συνέχεια, τύλιγε το φιλμ και το έδινε κρυφά στον διευθυντή του. Κάποια στιγμή ο Phil έφυγε. Έτσι ήταν σίγουροι πως ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς θα σωθεί. Αλλά η κρίσιμη στιγμή δεν είχε φτάσει ακόμα.

    «Γκάζωσε και έπεσε με δύναμη πάνω στην πύλη του Πολυτεχνείου»

    «Στις 02:55 το τανκ γυρνάει τον πυργίσκο αντίθετα από το Πολυτεχνείο. Ένιωσα μια μικρή ανακούφιση γιατί σκέφτηκα πως θα φύγει. Γελάστηκα. Ο οδηγός μάρσαρε, δυνατά, το άρμα έβγαλε ένα μεγάλο σύννεφο καπνού και ετοιμάστηκε να πέσει πάνω στην πύλη του Πολυτεχνείου. Είχα διαβάσει κάποια στιγμή μια συνέντευξή του (σσ: εννοεί του στρατιώτη των τεθωρακισμένων  A. Σκευοφύλαξ, που ήταν ο οδηγός του τανκ) και είπε ότι πήγε σίγα – σιγά. Ψέματα. Πήγε με ταχύτητα. Και έπεσε στην πύλη δυο φορές. Όχι μία. Μετά την πρώτη φορά έκανε λίγο όπισθεν για να πάρει φόρα και ξαναέπεσε. Έλιωσε τα κάγκελα και ένα αυτοκίνητο, που αργότερα έμαθα ότι ήταν η μερσεντές του Πρύτανη, και μπήκε στον προαύλιο χώρο. Ήμουν σοκαρισμένος αλλά όταν κρατάς στα χέρια σου τη φωτογραφική μηχανή πρέπει να παραμερίζεις τα συναισθήματά σου. Οι φοιτητές που ήταν πάνω στα κάγκελα έπεφταν στο έδαφος όπως πέφτουν τα πορτοκάλια όταν τινάζεις μια πορτοκαλιά. Δεν ξέρω αν σκοτώθηκαν κάποιοι εκεί. Με ρωτάνε συνέχεια. Δε θέλω να λέω ψέματα. Εγώ νεκρό δεν είδα. Άκουγα όμως εκατοντάδες πυροβολισμούς και άκουγα και βογκητά».

    Μέσα στον χαμό ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας φεύγει από τη θέση του και φτάνει μέχρι τη μέση της Πατησίων. Εκεί τραβάει ίσως την πιο σημαντική φωτογραφία. Το άρμα μάχης είναι μέσα στο προαύλιο και εξέχει μόνο το κανόνι του. Είναι η απόδειξη πως το τανκ που είχε φωτογραφίσει πριν είχε ρίξει την πύλη.

    Τότε τον βλέπουν δυο αστυνομικοί οι οποίοι επιχειρούν με ξύλα να τον χτυπήσουν. Εκείνος τα αποφεύγει κάνοντας «εσκίβ» μια κίνηση αποφυγής που είχε μάθει σαν αθλητής του μποξ, κάνει μεταβολή και αρχίζει να τρέχει κάνοντας ζιγκ ζαγκ προκειμένου να αποφύγει τις σφαίρες. «Ήμουν σίγουρος πως θα με πυροβολούσαν. Αλλά μάλλον δεν το έκαναν γιατί τώρα δε θα ήμασταν εδώ να μιλάμε», μου λέει και ένα χαμόγελο εμφανίζεται στο πρόσωπό του μετά από αρκετή ώρα.

    Φτάνει στο γραφείο του και αρχίζει να εμφανίζει τις φωτογραφίες και να τις στέλνει στο εξωτερικό. Η κάθε φωτογραφία χρειαζόταν κάτι παραπάνω από 20 λεπτά για να «φύγει». Το γραφείο του AP στη Νέα Υόρκη του ζητάει διαρκώς περισσότερες.

    Την επόμενη ημέρα το πρωί οι μεγάλες εφημερίδες στο εξωτερικό κυκλοφορούν με τις φωτογραφίες του πρωτοσέλιδο. Ο εκ των αρχιπραξικοπιματιών Στυλιανός Παττακός φωνάζει τους δημοσιογράφους και τους λέει πως δεν έγινε τίποτα στο Πολυτεχνείο. Όταν φτάνουν στην Ελλάδα οι εφημερίδες, τους ξαναφωνάζει και τους λέει πως «έπρεπε να επέμβουμε για να τελειώνουμε με αυτά τα παλιόπαιδα».

    Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας επέστρεψε μετά από λίγη ώρα στο Πολυτεχνείο. «Το νέφος από τα δακρυγόνα ήταν ακόμα εκεί. Μέσα στους χώρους του Πολυτεχνείου έβλεπες παπούτσια, σκισμένα ρούχα, προσωπικά αντικείμενα των παιδιών. Και αίματα. Εκείνη την ώρα με μάνικες καθάριζαν τα αίματα από κάτω. Πρόλαβα και έβγαλα και εκεί φωτογραφίες. Δε με εμπόδισε κανείς».

    Το πρόσωπό του έχει ξανά εκείνη την ηρεμία που είχε όταν συναντηθήκαμε. Έχει ηρεμήσει. Έφυγε η ένταση. Μόνο τα μάτια του είναι βουρκωμένα. «Έχω πολύ τρέξιμο αυτές τις ημέρες. Αλλά δε θέλω να λέω όχι όταν με καλούν να μιλήσω. Πρέπει να το κάνω γιατί νομίζω πως κοιτάνε πως να πνίξουν αυτό το ιστορικό γεγονός. Δεν το διδάσκουν καν στα σχολεία όπως θα έπρεπε. Είναι λάθος. Μεγάλο λάθος. Ήταν νέοι άνθρωποι που θυσιάστηκαν για τη Δημοκρατία. Πρέπει να τους τιμούμε. Να μην τους ξεχνάμε», μου είπε και του υποσχέθηκα πως θα προσπαθήσω αυτό το κείμενο να είναι ένα μικρό «λιθαράκι» στη μάχη της μνήμης ενάντια στη λήθη.

    Πηγή: Reader



    ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΕΙΤΕ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΡΟΗ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

    ΑΠΟΨΕΙΣ