Την ακύρωση της υπ. αριθμόν 26390/2021 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) για την εφαρμογή του υποχρεωτικού διαγνωστικού ελέγχου για κορονοϊό στο στρατιωτικό εργοστάσιο όπου εργάζεται, ζητεί με σχετική αίτηση που κατάθεσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) εργαζόμενη στην γραμματεία του εν λόγω εργοστασίου.
Πρόκειται ουσιαστικά για την πρώτη αίτηση ακύρωσης που κατατίθεται στο ΣτΕ κατά του υποχρεωτικού διαγνωστικού ελέγχου για COVID-19 στις Ένοπλες Δυνάμεις. Την ίδια στιγμή, αιτήσεις ακύρωσης κατά του νόμου 4790/2021 που αφορά στις ρυθμίσεις για την προστασία της δημόσιας υγείας από την πανδημία της COVID-19 κατέθεσαν στο ΣτΕ και 49 γονείς τα παιδιά των οποίων είναι μαθητές της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Επίσης κατά το ίδιου νόμου στο ΣτΕ προσέφυγε με σχετική αίτηση που κατέθεσε και μια φοιτήτρια.
Η πρώτη προσφυγή
Ειδικότερα, η εργαζόμενη στο στρατιωτικό εργοστάσιο με την προσφυγή της στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας, ζητεί να ακυρωθεί ο υποχρεωτικός διαγνωστικός έλεγχος για κορονοϊό, κάνοντας λόγο μεταξύ άλλων για παραβίαση σειράς συνταγματικών διατάξεων όπως και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της συνθήκη λειτουργίας της ΕΕ.
Η προσφεύγουσα στην αίτησή της υποστηρίζει ότι της απαγορεύθηκε η είσοδος στη γραμματεία του εργοστασίου επειδή αρνήθηκε να υποβληθεί σε διαγνωστικό έλεγχο COVID-19. Όπως αναφέρει η ίδια, οι αρμόδιοι την ενημέρωσαν πως αν δεν υποβληθεί στον προβλεπόμενο υγειονομικό έλεγχο δεν θα επιτρέπεται η είσοδός της και θα καταγράφεται είτε ως αρνούμενη την παροχή εργασίας, είτε ως μη προσερχόμενη στην εργασία της.
Τώρα, στην προσφυγή της η εργαζόμενη στο στρατιωτικό εργοστάσιο αναφέρει ότι η επίμαχη ΚΥΑ προβλέπει την υποχρεωτική δοκιμασία αυτοδιαγνωστικού ελέγχου και την ηλεκτρονική καταγραφή του αποτελέσματος, χωρίς προηγουμένως να ερωτηθεί αν συναινεί σε αυτό. Η ίδια επισημαίνει ότι έχει γνωστοποιήσει με επιστολή της στην υπηρεσία της και στον υπουργό Εθνικής Άμυνας ότι η επίμαχη ΚΥΑ είναι αντισυνταγματική και παράνομη και παράλληλα γνωστοποίησε πως δεν προτίθεται να συμμορφωθεί με αυτή, όπως επίσης και ότι δεν συγκατατίθεται σε καμία επεξεργασία των προσωπικών της δεδομένων.
Μάλιστα, η προσφεύγουσα, σύμφωνα πάντα με τα όσα αναφέρει στην προσφυγή της πήγε στην εργασία της ακόμη και όταν ο συνταγματάρχης διοικητής του στρατιωτικού εργοστασίου διέταξε την αποχώρησή της και την ενημέρωσε, μέσω τρίτου, ότι εάν δεν αποχωρήσει θα καλέσει την Στρατονομία. Μάλιστα όπως λέει κλείδωσε το γραφείο και τα ερμάρια της και την οδήγησαν συνοδεία μέχρι την έξοδο του στρατοπέδου-εργοστασίου. Παρ’ όλα αυτά η προσφεύγουσα συνεχίζει, όπως αναφέρει στην αίτησή της, να πηγαίνει στην εργασία της ανελλιπώς αλλά «εκδιώκεται κακήν κακώς».