Συζητήθηκε στο ΣτΕ προσφυγή μεγάλης εισπρακτικής εταιρείας – Ζητεί ακύρωση ποινών για μη νόμιμες ενέργειες σε δανειολήπτες
Ενώπιον της επταμελούς σύνθεσης του Γ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) συζητήθηκε σήμερα η αίτηση που είχε καταθέσει μεγάλη εισπρακτική εταιρεία αλλά και η διευθύντρια των νομικών υπηρεσιών της συγκεκριμένης εταιρείας, ζητώντας να ακυρωθούν οι πειθαρχικές ποινές της αργίας που τους επιβλήθηκαν αλλά και να ακυρωθεί συνολικό πρόστιμο ύψους 15.000 ευρώ.
Η πειθαρχική ποινή και το πρόστιμο επιβλήθηκαν στην εν λόγω εταιρεία από το δευτεροβάθμιο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων (Άρειος Πάγος) για μη νόμιμες ενέργειες της προς δανειολήπτες.
Σύμφωνα με την πειθαρχική απόφαση που έχει εκδοθεί η εν λόγω εταιρεία που εκπροσωπείται από δικηγόρο, λειτουργεί με «εισπρακτική διαδικασία, που δεν υπάγεται στο έργο του δικηγόρου». Για το λόγο αυτό, με την ίδια απόφαση είχε επιβληθεί ποινή προσωρινής παύσης ενός έτους στον δικηγόρο διαχειριστή της εταιρείας και ποινή παύσης έξι μηνών στη διευθύντρια των νομικών υπηρεσιών.
Το δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων ασχολήθηκε με τη συγκεκριμένη υπόθεση έπειτα έγγραφη καταγγελία γυναίκας δανειολήπτριας στην Γενική Γραμματεία Καταναλωτή. Η καταγγέλλουσα ανέφερε πως δέχονταν συνεχώς τηλεφωνικές οχλήσεις από υπαλλήλους της επίμαχης εταιρείας ακόμη και στο χώρο εργασίας της. Επίσης ανέφερε ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας προσποιούνταν ότι είναι δικηγόροι και όταν εκείνη τους ζητούσε τα στοιχεία τους τότε της έλεγαν πως είναι υπάλληλοι και ότι η συνομιλία τους καταγράφεται.
Μάλιστα, η καταγγέλλουσα ζήτησε από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή επιβολή προστίμων στην Τράπεζα και την εταιρεία. Παράλληλα, αιτήθηκε να πληροφορηθεί εάν είναι υποχρεωμένη να απαντά στα τηλεφωνήματα της εταιρείας οι τηλεφωνικοί αριθμοί της οποίας, δεν είναι σε κανένα επίσημο τηλεφωνικό κατάλογο, ούτε στην ιστοσελίδα της τράπεζας.
Εξετάζοντας την καταγγελία η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή επικαλέστηκε γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία βάσει νόμου απαγορεύει ρητά στις τράπεζες να συνάπτουν συμβάσεις με εταιρείες, οι οποίες δεν είναι εγγεγραμμένες στο «Μητρώο Εταιρειών Ενημέρωσης Οφειλετών για Ληξιπρόθεσμες Απαιτήσεις».
Στη συνέχεια, η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή διαβίβασε τον φάκελο της υπόθεσης στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας και ξεκίνησε η έρευνα σε πειθαρχικό επίπεδο, κατά τη διάρκεια της οποίας διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι επανειλημμένες τηλεφωνικές κλήσεις υπαλλήλων της συγκεκριμένης εταιρείας, παραπέμπουν «περισσότερο με ενασχόληση με εισπρακτική διαδικασία που δεν υπάγεται στο έργο του δικηγόρου», λαμβάνοντας υπόψη ότι τα επίμαχα πρόσωπα διενεργούσαν «μόνο τηλεφωνικές οχλήσεις και δεν απέστειλαν έγγραφη όχληση, ούτε προέβησαν σε δικαστικές ενέργειες». Ακόμη, όπως αναφέρεται στη σχετική πειθαρχική απόφαση που εκδόθηκε, τόσο η επωνυμία της επίμαχης εταιρείας, όσο και το όνομα του νομίμου εκπροσώπου της, περιλαμβάνεται «στην κατάσταση διαμεσολαβητών για την ειδοποίηση οφειλετών προς εξόφληση υποχρεώσεων τους, που έχει αναρτηθεί στην επίσημη ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος».
Μετά τις διαπιστώσεις αυτές επιβλήθηκαν στους εκπροσώπους της εταιρείας οι πειθαρχικές ποινές και το πρόστιμο, την ακύρωση των οποίων ζήτησαν σήμερα από το ΣτΕ οι εκπρόσωποί της.
Κατά τη σημερινή συζήτηση της υπόθεσης στο ΣτΕ, ο νομικός παραστάτης των προσφευγόντων υποστήριξε, σύμφωνα με πληροφορίες πως οι πειθαρχικές αποφάσεις που επιβλήθηκαν στους εντολείς του είναι αναιτιολόγητες και αντισυνταγματικές, καθώς ότι η σχετική καταγγελία που υποβλήθηκε σε βάρος τους είναι «ψευδής, στα όρια της συκοφαντίας».
Στον αντίποδα, υπουργείο Δικαιοσύνης και ΔΣΑ αντέκρουσαν τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων και υποστήριξαν πως δεν υπάρχει θέμα παραγραφής των πειθαρχικών παραπτωμάτων και αποφάσεων, όπως υποστηρίζει η εταιρεία.
Το ΣτΕ επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή του το επόμενο διάστημα.