Να ισχύσουν οι διατάξεις του νέου Ποινικού Κώδικα οι οποίες ρίχνουν… στα μαλακά καταδικασθέντα πανεπιστημιακό γιατρό παιδοχειρουργικής κλινικής, ο οποίος είχε συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να παίρνει «φακελάκι», ζητεί ο Άρειος Πάγος. Ο εν λόγω γιατρός με την ειδικότητα του παιδοχειρουργού έχει καταδικασθεί για την πράξη του αυτή σε φυλάκιση δύο ετών με τριετή αναστολή σε δεύτερο βαθμό.
Ειδικότερα, με απόφασή του το ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα του Ανωτάτου Ποινικού Δικαστηρίου έκανε, εν μέρει δεκτή, την αίτηση αναίρεσης που κατάθεσε ο παιδοχειρουργός κατά της απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων που τον καταδίκασε για παθητική δωροδοκία. Όπως προκύπτει από τη δικαστική απόφαση, η επ’ αυτοφώρω σύλληψη του γιατρού έγινε πριν από επτά έτη από αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων και μέσα στο γραφείο του στην κλινική. Ο γιατρός είχε ζητήσει από ασθενή του ο οποίος έπασχε από «βαλανικό υποσπαδία, το ποσό των 1.000 ευρώ, προκειμένου να προβεί σε διορθωτική χειρουργική (πλαστική) επέμβαση στην περιοχή των γεννητικών οργάνων του».
Να σημειωθεί πως ο καταδικασθείς παρακολουθούσε ιατρικά τον ασθενή πριν ακόμη εκείνος ενηλικιωθεί. Μάλιστα, όπως αναφέρεται στην απόφαση, ο κατηγορούμενος γιατρός εισήγαγε τον ασθενή στην Παιδοχειρουργική Κλινική του δημόσιου νοσοκομείου για να τον χειρουργήσει και ενώ εκείνος ήταν ήδη ενήλικος. Ωστόσο, όπως αναφέρει η απόφαση του Εφετείου έχει αποδειχθεί, πως αυτό είναι κάτι που συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, «λόγω ύπαρξης συνέχειας στη θεραπευτική αντιμετώπιση του ασθενούς, και μάλιστα από τον ίδιο θεράποντα ιατρό, όπως εν προκειμένω, με βάση τα στοιχεία του υπάρχοντος στο νοσοκομείο φακέλου του ασθενούς ήδη από την παιδική του ηλικία».
Η σύλληψη
Μετά τις παράνομες αξιώσεις που προέβαλλε ο γιατρός στον ασθενή του ώστε να τον χειρουργήσει, εκείνος ειδοποίησε τις αστυνομικές αρχές για την οικονομική απαίτηση του παιδοχειρουργού και κατόπιν συνεννόησης μαζί τους «παρέδωσε στον κατηγορούμενο (σ.σ. γιατρό) τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα των 1000 ευρώ και εξήλθε του γραφείου του τελευταίου, στο οποίο μετά εισήλθαν οι επιτηρούντες διακριτικά τον χώρο αστυνομικοί που βρίσκονταν έξω από το γραφείο, οι οποίοι συνέλαβαν τον κατηγορούμενο, κρατώντας στα χέρια του το επίμαχο χρηματικό ποσόν».
Από την πλευρά του ο γιατρός υποστήριξε πως δεν ζήτησε χρήματα από το ασθενή του «για να προβεί στην εγχείρηση στο Δημόσιο Νοσοκομείο, αλλά το ποσό των 1.000 ευρώ αφορούσε την αμοιβή του εάν η εν λόγω εγχείρηση γινόταν σε ιδιωτική κλινική».
Παρ’ όλα αυτά, για τις πράξεις του αυτές ο παιδοχειρουργός κρίθηκε ένοχος σε πρώτο βαθμό και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 4 ετών για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας. Η ποινή αυτή μειώθηκε στα 2 έτη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο είχε αναγνωρίσει στον καταδικασθέντα γιατρό ελαφρυντικά.
Στη συνέχεια, ο καταδικασθείς προσέφυγε στον Άρειο Πάγο και ζήτησε την αναίρεση της απόφασης που εξέδωσε το Εφετείο σε βάρος του. Οι αρεοπαγίτες έκαναν εν μέρει δεκτή την αίτηση αναίρεσης, καθώς απέρριψαν όλους τους υπολοίπους ισχυρισμός του παιδοχειρουργού και αναγκαστικά βάσει των διατάξεων του νέου Ποινικού Κώδικα ζήτησαν η υπόθεσή του να κριθεί εκ νέου από το Εφετείο μόνο κατά τη διάταξή στην ποινή που επιβλήθηκε στον καταδικασθέντα. Όπως αναφέρει ο Άρειος Πάγος, η Εφετειακή απόφαση θα πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει «ως προς την επιβολή ποινής και μόνον διάταξη, κατ’ αυτεπάγγελτη από τον Άρειο Πάγο εφαρμογή των νυν ισχυουσών διατάξεων των άρθρων 235 παρ.1 εδ. α’ και 85 νέου Ποινικού Κώδικα, οι οποίες οδηγούν σε επιεικέστερη ποινική μεταχείριση του καταδικασθέντος αναιρεσείοντα».
Να σημειωθεί τέλος πως η συγκεκριμένη υπόθεση είχε απασχολήσει και το Πειθαρχικό Συμβούλιο των μελών του ΔΕΠ των ΑΕΙ, το οποίο με απόφασή του είχε κρίνει πως ο παιδοχειρουργός παρά το γεγονός ότι καταδικάσθηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση θα πρέπει να τιμωρηθεί με προσωρινή παύση τριών μηνών». Έτσι μετά από μόλις τρεις μήνες ο εν λόγω γιατρός επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο!