«Το περιπολικό δεν είναι ταξί… θα στείλω άμα θέλετε στο σπίτι σας… δεν ξέρω σε πόση ώρα θα έρθει», είπε ο τηλεφωνητής του Κέντρου Άμεσης Δράσης στην Κυριακή Γρίβα δευτερόλεπτα προτού ο πρώην σύντροφός της τη μαχαιρώσει θανάσιμα έξω από το Α.Τ. Αγίων Αναργύρων όπου είχε καταφύγει.
Αυτή ήταν η απαράδεκτα περιπαικτική όσο και εγκληματική, όπως εξελίχθηκε, απάντηση του οργάνου στην άτυχη 28χρονη την οποία ξεστόμισε «εν τη ρύμη του λόγου», όπως δικαιολογήθηκε αργότερα, συμπληρώνοντας πως «δεν το θυμάται» (σοβαρά τώρα;) και πως η εικόνα που είχε είναι ότι ο κίνδυνος ήταν στο σπίτι του θύματος και όχι στο τμήμα.
Έλα, όμως, που ο φονιάς παραφύλαγε το θύμα του ακριβώς έξω από ένα από τα κατά τεκμήριο ασφαλέστερα σημεία για να καταφύγει κάποιος πολίτης σε κίνδυνο, έναν κίνδυνο που προφανώς δεν είχαν αντιληφθεί ή δεν θέλησαν να αντιληφθούν και οι ευρισκόμενοι εντός του τμήματος ένστολοι, η αξιωματικός υπηρεσίας, η επόπτρια –γυναίκες κιόλας– και τρεις ακόμα αστυνομικοί. Οι οποίοι, καθώς φαίνεται, δεν ήξεραν καν, όπως άλλωστε ούτε ο «εξυπνάκιας» τηλεφωνητής, ότι δεν χρειαζόταν να γίνει μήνυση από την άτυχη κοπέλα για να κινηθούν κατά του κακοποιητή πρώην συντρόφου της, καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις η μήνυση γίνεται πλέον αυτεπάγγελτα.
Ακόμα χειρότερα, την άφησαν να βγει από το κτίριο χωρίς αστυνομική συνοδεία, που ακόμα κι αν η ίδια δεν την είχε ζητήσει, θα έπρεπε να της είχε δοθεί άμεσα. Αυτές οι οδηγίες υπάρχουν νομίζω και στο σχετικό πρωτόκολλο που πλέον ακολουθείται σε τέτοια περιστατικά, αλλά κανείς υπεύθυνος δεν φαίνεται να έλαβε σοβαρά υπόψη.
Μια γυναίκα που κινδυνεύει είναι, καθώς φαίνεται, στις τελευταίες προτεραιότητες της αστυνομίας σε μια χώρα όπου ισχύει κατεξοχήν ότι τόσο η αστυνομία όσο και η Δικαιοσύνη της είναι φίδια που δαγκώνουν τους ξυπόλυτους.
Την τραγική συνέχεια την ξέρει πια όλη η Ελλάδα: ούτε ο φίλος-συνοδός της κοπέλας ούτε και ο οπλισμένος και υποτίθεται εκπαιδευμένος (πλην όμως στις… πλαστογραφίες, όπως αποκαλύφθηκε) φρουρός έξω από το τμήμα κατάφεραν να προλάβουν το κακό και το πρόβλημα της –επίσης γυναίκας– εκπροσώπου Τύπου της ΕΛ.ΑΣ. ήταν ότι δεν έπρεπε να ακουστούν στον αέρα οι κραυγές της κοπέλας, την οποία ο 38χρονος, που επικαλείται τώρα ψυχική ασθένεια, έσφαξε την ώρα ακριβώς που μιλούσε με το «100».
Τόσο το βίντεο όσο και το ηχητικό ντοκουμέντο ήταν παραπάνω από σοκαριστικά, είναι από τα σκηνικά εκείνα που δεν τα χωράει ο νους. Αυτή ήταν η πέμπτη γυναικοκτονία μέσα στο 2024 και μάλλον η πρώτη στα χρονικά που συμβαίνει κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια της αστυνομίας, δίνοντας για άλλη μια φορά το χειρότερο δυνατό μήνυμα στις γυναίκες που θα θελήσουν να καταγγείλουν κακοποιητές συντρόφους ή συζύγους.
Άλλη μία, γιατί είχαν προηγηθεί το 2018 η Ελένη Τοπαλούδη, η οποία προτού δολοφονηθεί από δύο άντρες είχε επίσης απευθυνθεί στην αστυνομία για να καταγγείλει βιασμό, με τους ένστολους να την αποτρέπουν, όπως είχε καταγγελθεί, μια 19χρονη στην Ηλιούπολη, θύμα βιασμού και trafficking από αστυνομικό, που όταν κατέφυγε στο τμήμα οι αστυνομικοί απέφυγαν να της πάρουν γραπτή κατάθεση (εν τέλει, βρέθηκε η ίδια κατηγορούμενη ότι εκδιδόταν με αμοιβή, χωρίς πιστοποιητικό άσκησης επαγγέλματος, αλλά ευτυχώς αθωώθηκε) – και αυτές δεν είναι οι μόνες ανάλογες περιπτώσεις.
Αντίστοιχες συμπεριφορές δύο μέτρων και δύο σταθμών έχουν, άλλωστε, επιδείξει αστυνομικά όργανα και σε άλλα περιστατικά, με πιο πρόσφατο το επαπειλούμενο λιντσάρισμα δύο ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στην πλατεία Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη από έναν όχλο αγριεμένων τσογλανιών, με τα δύο παραλίγο θύματα να καταγγέλλουν ότι παρευρισκόμενοι αστυνομικοί από τους οποίους ζήτησαν προστασία παρέμειναν εκνευριστικά άπραγοι – έγιναν μεν τελικά κάποιες συλλήψεις στον σωρό, αλλά από άλλους αστυνομικούς που κατέφθασαν αρκετά αργότερα και ενώ οι δύο νέοι «πολιορκούνταν» για αρκετή ώρα μέσα σε ένα κατάστημα που ευτυχώς τους προστάτευσε περισσότερο από εκείνους τους ένστολους.
Για να μην αναφερθούμε στις πολλές περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας όπου έχει καταγγελθεί ότι η αστυνομία είτε αδιαφόρησε, είτε ολιγώρησε, είτε προστάτευσε (από τις νομικές συνέπειες) μάλλον τον θύτη παρά το θύμα.
Η Κυριακή τα έκανε όλα «by the book», που λένε, ούτε αυτό όμως στάθηκε ικανό να τη γλιτώσει και υπάρχουν ακόμα αφελείς που αναρωτιούνται «γιατί δεν πήγε στο τμήμα, γιατί δεν τον κατήγγειλε». Διότι μπορεί να έχουμε τον δεύτερο μεγαλύτερο αριθμό αστυνομικών στην Ε.Ε. αναλογικά με τον πληθυσμό (508 ανά 100.000 κατοίκους), μπορεί μόλις τρία χρόνια πριν να ανανεώθηκε πλήρως ο «στόλος» της ΕΛ.ΑΣ. με 1.700 νέας τεχνολογίας οχήματα –λεφτά για κλούβες, περιπολικά και μισθούς ένστολων πάντα υπάρχουν–, γεγονός που διαφημίστηκε πανηγυρικά, όμως η παροχή προστασίας σε μια γυναίκα που κινδυνεύει είναι, καθώς φαίνεται, στις τελευταίες της προτεραιότητες σε μια χώρα όπου ισχύει κατεξοχήν ότι τόσο η αστυνομία όσο και η Δικαιοσύνη της είναι φίδια που δαγκώνουν τους ξυπόλυτους.
Είναι, άλλωστε, γενική η εντύπωση ότι αν επρόκειτο για κάποιο περιστατικό όπου εμπλέκονταν Ρομά ή αντιεξουσιαστές, για παράδειγμα, δεν θα προλαβαίναμε να μετράμε αστυνομικούς και περιπολικά που θα είχαν, εννοείται, σπεύσει σε dt.
Και έσπευσε το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (ονομασία που εξελίσσεται στο πιο σύντομο ανέκδοτο) μπροστά στη γενική κατακραυγή να «σχολάσει» πέντε εμπλεκόμενους αστυνομικούς, με την ΠΟΑΣΥ να καταγγέλλει ότι πάλι την πλήρωσαν τα «μικρά ψάρια» και να ζητά ξεκάθαρα ανάληψη ευθύνης και παραιτήσεις μεγαλόσχημων, αλλά σιγά μην ιδρώσει το αυτί του μακροβιότερου συνολικά υπουργού Π.Π. που είχαμε ποτέ.
Σε κάθε περίπτωση και ασχέτως του ότι κατά γενική παραδοχή το ψάρι ξεκινά να «βρομάει» από το κεφάλι, αυτό που γίνεται πια φανερό είναι ότι η αστυνομία, την οποία συντηρούμε όλοι εμείς από το υστέρημά μας, δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στο λειτούργημα για το οποίο υποτίθεται προορίζεται παρά μόνο όταν είναι να προστατεύσει ή να καλύψει τους ισχυρούς, τους έχοντες, τους προνομιούχους, τους αρσενικού γένους κακοποιητές επίσης, όπως επανειλημμένα έχει πράξει.
Και, ναι, ίσως τελικά είχε δίκιο ο τηλεφωνητής του «100» όταν είπε στην Κυριακή ότι το περιπολικό «δεν είναι ταξί» – ένας ταξιτζής θα είχε, πιθανότατα, επιδείξει περισσότερη συνείδηση, θα είχε ανταποκριθεί νωρίτερα στο κάλεσμά της, θα την είχε συνοδεύσει μέχρι το σπίτι, θα περίμενε και να μπει ώστε να βεβαιωθεί ότι θα ήταν ασφαλής.
Γράφει ο Θοδωρής Αντωνόπουλος στη Lifo