Τα βήματα που ακολουθούν η ΕΛ.ΑΣ, η εισαγγελία ανηλίκων και η ιατροδικαστική υπηρεσία κατά τη διάρκεια διερεύνησης περιστατικών κακοποίησης ανηλίκων ήταν τα θέματα που αναπτύχθηκαν μεταξύ άλλων στην Ημερίδα για την Παιδική Κακοποίηση, η οποία διοργανώθηκε από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας το μεσημέρι της Τετάρτης στο κτίριο της ΠΚΜ.
Οι ομιλητές της ημερίδας τόνισαν τη σπουδαιότητα της συνεργασίας μεταξύ των φορέων, αναλύοντας τα βήματα που ακολουθούνται από τη στιγμή που καταγγέλλεται ένα περιστατικό ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκου.
«Ο εισαγγελέας ανηλίκων έχει το κατασταλτικό κομμάτι και την πρόληψη. Σκοπός του είναι να εξασφαλίσει το βέλτιστο συμφέρον των ανηλίκων. Το τμήμα Ανηλίκων ασχολείται με την προστασία των ανηλίκων που είναι θύματα ή βρίσκονται σε κίνδυνο κακοποίησης, σε περιπτώσεις όπου ασκείται πλημμελώς η μέριμνα από τους γονείς. Ένα άλλο κομμάτι είναι οι παραβατικοί ανήλικοι και οι ασυνόδευτοι ανήλικοι.
Τα παιδιά πρέπει να μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον που τους παρέχει τα αναγκαία υλικά αγαθά και να τους διασφαλίζει βέβαια τη συναισθηματική και κοινωνική τους ανάπτυξη. Έχουν δικαίωμα προστασίας από κάθε μορφής κακομεταχείριση», ανέφερε κατά τη διάρκεια της ημερίδας η εισαγγελέας ανηλίκων Θεσσαλονίκης, Λευκοθέα Τερζιτάνου.
Η ίδια έδωσε το παράδειγμα όπου μπορεί η εισαγγελία ανηλίκων να ενημερωθεί από το σχολικό περιβάλλον για περιστατικό κακοποίησης ανηλίκου. Ανέφερε πως υπεύθυνοι να ενημερώσουν τον εισαγγελέα σε αυτή την περίπτωση είναι πέραν του διευθυντή και οι εκπαιδευτικοί. Εκτός αυτών την ευθύνη έχουν ο κοινωνικός λειτουργός, ο ψυχολόγος, ο προπονητής και ο γιατρός.
«Αν αυτά τα πρόσωπα πληροφορηθούν ή διαπιστώσουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος ανηλίκου έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, υποχρεούνται να το αναφέρουν στις αρμόδιες αρχές, στον εισαγγελέα και στην αστυνομία. Τα ανωτέρω πρόσωπα δεν εγκαλούνται, δεν ανάγονται, δεν απολύονται, ούτε υφίστανται άλλου είδους κυρώσεις ή δυσμενή μεταχείριση για το περιστατικό το οποίο ανέφεραν, με μια μόνο εξαίρεση, αν γνώριζαν όταν προέβαιναν στην καταγγελία, ότι αυτά τα γεγονότα ήταν αναληθή», σημείωσε.
Οι καταγγελίες στο τμήμα Ανηλίκων είναι έγγραφες επώνυμες και ανώνυμες και ελέγχονται όλες. Μπορεί να γίνει επίσης τηλεφωνική καταγγελία στα τηλέφωνα 1107 (ΕΚΚΑ), 1056 (Χαμόγελο του Παιδιού) και 11525 (Μαζί για το Παιδί). Μπορεί να γίνει αναφορά προϊσταμένου του ΚΕΔΔΥ και αναφορά από κοινωνικές υπηρεσίες, ιατρούς και δήμους.
Μετά από την καταγγελία ο εισαγγελέας ανηλίκων δίνει εντολή να μεταβεί κοινωνικός λειτουργός στο σχολείο. Ακολουθεί άμεση μεταφορά του ανήλικου στην παιδιατρική κλινική για εξέταση – παιδοψυχιατρική εκτίμηση – ιατροδικαστική εξέταση και ενημέρωση του ΑΤ, ώστε να ακολουθηθεί η διαδικασία του αυτοφώρου.
Ο υπαστυνόμος Β. της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, Λάζαρος Γρηγοριάδης μίλησε για τα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, δίνοντας συμβουλές για τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος αν ένα ανήλικο του εκμυστηρευτεί ότι έχει πέσει θύμα ανάλογης πράξης.
Ο ίδιος συνέστησε να μην προσπαθήσει κάποιος να ζητήσει λεπτομέρειες με κατευθυντικές ερωτήσεις σχετικά με τη σεξουαλική κακοποίηση, εάν δεν τις μοιραστεί το θύμα με τη δική του βούληση. Επίσης άν το παιδί προτιμήσει να μιλήσει με κάποιο άλλο άτομο με το οποίο νιώθει άνετα θα πρέπει να υπάρχει σεβασμός.
«Το προφίλ των δραστών δυστυχώς είναι δύσκολο να εντοπιστεί. Οι κακοποιητές παιδιών είναι άνθρωποι υπεράνω πάσης υποψίας και εννιά στις δέκα περιπτώσεις είναι δίπλα στο παιδί. Οι δράστες εντοπίζουν συνήθως ένα παιδί που το θεωρούν ευάλωτο, είτε από φτωχή οικογένεια, είτε από οικογένεια που δεν έχει πολύ χρόνο να συζητήσει μαζί του», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Και πρόσθεσε: «Αυτό που καλούμαστε να προασπίσουμε είναι η παιδική ηλικία. Πολλά παιδιά δυστυχώς δεν ξεκινούν καν από το μηδέν αλλά από το μείον τη ζωή τους, γιατί συνήθως δεν ζουν σε καλό περιβάλλον. Για αυτό λέμε ότι αν καθένας από μας συσσωρεύσει θετικές εμπειρίες στην παιδική του ηλικία, σίγουρα έχει περισσότερες δυνάμεις να αντιμετωπίσει αυτά που έρχονται στο μέλλον, ενώ κάποιος που δεν τις έχει, παλεύει με πολλά προβλήματα. Προσπαθεί πάντα να αναπληρώσει το κενό της αγάπης που δεν δέχτηκε ποτέ. Και αυτό το κενό δύσκολα αναπληρώνεται».
Η ιατροδικαστής Σαββίνα Τσουλτσίδου από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης μίλησε για τα σημάδια που προσέχουν οι ειδικοί σε μια ιατροδικαστική εξέταση.
«Είμαστε γιατροί που ασχολούμαστε με έναν συγκεκριμένο τομέα της υγείας, ο οποίος είναι υποβοηθητικός στην άσκηση της δικαιοσύνης. Συνεργαζόμαστε άμεσα με προανακριτικές αρχές, όπως είναι η ΕΛΑΣ, η Πυροσβεστική, το Λιμενικό και οι ανακριτικές αρχές, όπως είναι η εισαγγελία. Διερευνούμε περιστατικά που αφορούν είτε τον θάνατο και το τι τον προκάλεσε, είτε κλινικά περιστατικά, τα οποία έχουν να κάνουν με την άσκηση διαπροσωπικής βίας. Και με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης», είπε συγκεκριμένα.
«Όταν καλούμαστε να εξετάσουμε κλινικά κάποιον παθόντα πρέπει να συσχετίσουμε τις κακώσεις που βλέπουμε με το αναφερόμενο περιστατικό. Να συσχετίσουμε αν η μελανιά που μπορεί να υπάρχει σε κάποιο άκρο, ταιριάζει με το περιστατικό που μας αναφέρουν και με τον χρόνο που μας λένε ότι έγινε το συγκεκριμένο περιστατικό», συμπλήρωσε.
Πηγή: Karfitsa