Σαν σήμερα: Ήταν 24 Φεβρουαρίου του 1975 όταν προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση το στράτευμα και ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας έδωσε την εντολή για να συλληφθούν αξιωματικοί, σταγονίδια της χούντας όπως τους θεωρούσαν, οι οποίοι ετοιμάζονταν να καταλάβουν και πάλι την εξουσία και να εκδιώξουν τους πολιτικούς.
«Πραξικόπημα της πιτζάμας» ονομάστηκε από τον ίδιο τον Ευάγγελο Αβέρωφ θέλοντας έτσι να υποδείξει ότι οι πιστές στο πολίτευμα αρχές και υπηρεσίες ασφαλείας τους έπιασαν στον ύπνο. Μάλιστα, σύμφωνα με τα όσα είχαν γίνει γνωστά τότε, η συνομωσία έγινε γνωστή από δίκτυο νομιμόφρονων αξιωματικών που έλεγχε αποκλειστικά ο τότε υπουργός Άμυνας.
Κάποιες δημοσιογραφικές πληροφορίες όμως ανέφεραν την εποχή εκείνη, μετά από έρευνα, μια άλλη εκδοχή. Συγκεκριμένα μία σύζυγος αξιωματικού τηλεφώνησε σε μια φίλη της το μεσημέρι της ημέρας εκείνης για να την καλέσει μαζί με τον αξιωματικό σύζυγό της σε «κρίσιμη» μονάδα, να μαζευτούν το βραδάκι να παίξουν χαρτιά. Η φίλη όμως αρνήθηκε γιατί ο άνδρας της είχε επιφυλακή εκείνο το βράδι στο στρατόπεδο.
Η ΚΥΠ όμως παρακολουθούσε τα τηλέφωνα, αμέσως εξέτασε αν ισχύει το θέμα της επιφυλακής από το Γενικό Επιτελείο Στρατού ή το ΓΕΕΘΑ και όταν διαπίστωσαν ότι δεν υπάρχει επιφυλακή κτύπησε κόκκινος συναγερμός.
Το «πραξικόπημα της πιτζάμας»: Τι στόχο είχε και οι συλλήψεις
Συνελήφθησαν αρχικά 37 αξιωματικοί, οι οποίοι τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, ενώ δεν άργησε τότε η κυβέρνηση να αποστρατεύσει άλλους 200 ανώτατους και ανώτερους αξιωματικούς.
Βεβαία κανένας δεν θα μάθει ποτέ όλοι αυτοί οι αξιωματικοί είχαν σχέση καθ’ οιονδήποτε τρόπο με το «πραξικόπημα της πιτζάμας» ή απλά ήταν η κάλυψη για εκτεταμένες εκκαθαρίσεις στο στράτευμα χωρίς να «ανοίξει μύτη».
Αρχηγός του «πραξικοπήματος της πιτζάμας» θεωρήθηκε ο Δημήτρης Ιωαννίδης.
Κατά την ανάκριση των συλληφθέντων αξιωματικών από την Στρατιωτική Δικαιοσύνη διαπιστώθηκε πως κύριος στόχος των πραξικοπηματιών δεν ήταν η κατάληψη της εξουσίας αλλά η άσκηση πίεσης στην κυβέρνησή του να παύσει τη δίωξη εθνικοφρόνων πολιτών, να μειώσει τη δραστηριότητα του ΚΚΕ, να επαναφέρει την Ελλάδα στο ΝΑΤΟ, κάτι εκ των υστέρων η χώρα μας πλήρωσε πολύ ακριβά, και να αποφυλακίσει τους προφυλακισθέντες πρωταιτίους του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου που θεωρούσαν ότι παρανόμως βρισκόντουσαν στην φυλακή.
Οι κύριοι στόχοι των αξιωματικών αυτών, ώστε να πιέσουν καταστάσεις, ήταν η κατάληψη του ΚΕΤ (Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων), η απομόνωση αεροπορικού στρατηγείου της Λάρισας (28 ΑΤΑΔ), η κατάληψη του στρατηγείου της Στρατιάς στη Λάρισα και ο παραμερισμός των διοικητών ορισμένων νευραλγικών στρατιωτικών μονάδων. Αυτό θα συνέβαινε στο διάστημα μεταξύ 23 Φεβρουαρίου και 8 Μαρτίου του 1975.
Στο Στρατοδικείο Αθηνών οδηγήθηκαν, οι 21 από τους 37 που συνελήφθησαν και τους ασκήθηκε ποινική δίωξη για ένωσης προς στάση. Η δίκη ξεκίνησε στις 21 Ιουλίου και ολοκληρώθηκε με την έκδοση της απόφασης στις 10 Αυγούστου του 1975. Από τους 21 αξιωματικούς, 14 καταδικάσθηκαν σε ποινές φυλάκισης από 4 έως 12 χρόνια, ενώ οι 7 αθωώθηκαν.
Το «πραξικόπημα της πιτζάμας»: Οι 37 συλληφθέντες αξιωματικοί και οι ποινές
- Υποστράτηγος Παύλος Παπαδάκης
- Ταξίαρχος Νικόλαος Ντερτιλής
- Ταξίαρχος Γεώργιος Λαμπούσης
- Ταξίαρχος Ιωάννης Μανιάτης
- Ταξίαρχος Σπυρίδων Ηλιόπουλος
- Συνταγματάρχης Ιωάννης Αντωνόπουλος
- Δημήτριος Παπαποστόλου (Συνταγματάρχης ε.α.)
- Αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Στειακάκης
- Αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Μανουσακάκης
- Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Τσουλιάς
- Αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Παπαγιάννης
- Αντισυνταγματάρχης Θεόκλητος Παπαγεωργίου
- Αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Σουλελές
- Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Στοφόρος
- Αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Πανταζόπουλος
- Αντισυνταγματάρχης Ηρακλής Θωμάς
- Αντισυνταγματάρχης Νικόλαος Ρετζέπης
- Ταγματάρχης Άγγελος Μπαλάρας
- Ταγματάρχης Νικόλαος Δαουλάκος
- Ταγματάρχης Αθανάσιος Περδίκης
- Ταγματάρχης Αριστείδης Παλαίνης
- Ταγματάρχης Παρασκευάς Μπόλαρης
- Ταγματάρχης Κυριάκος Γιαννακόπουλος
- Ταγματάρχης Δημήτριος Κρητικός
- Ταγματάρχης Σπυρίδων Σταθάκης
- Ταγματάρχης Αθανάσιος Γερακίνης
- Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Κοντώσης
- Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Παπανδρέου
- Ταγματάρχης Ιωάννης Τσαγκαράκης
- Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Ξανθάκος
- Ταγματάρχης Γεώργιος Σταύρου
- Ταγματάρχης Σπυρίδων Τριάντος
- Ίλαρχος Ιωάννης Αλμπάνης
- Ίλαρχος Κωνσταντίνος Κώτσαρης
- Ίλαρχος Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος
- Λοχαγός Ανδρέας Θανόπουλος
- Υπολοχαγός Ευάγγελος Παϊπάης
Όσον αφορά τις ποινές των 21 κατηγορούμενων αξιωματικών αυτοί καταδικάστηκαν ως εξής πρωτόδικα και στο εφετείο:
Ταξίαρχος Γεώργιος Λαμπούσης καταδικάστηκε πρωτόδικα σε 12 χρόνια κάθειρξη ενώ κατ’ έφεση η ποινή μειώθηκε στα 8.5 χρόνια,
Ταγματάρχης Παρασκευάς Μπόλαρης 11 χρόνια κάθειρξη πρωτόδικα και 8 χρόνια φυλάκιση κατ’ έφεση,
Συνταγματάρχης Ιωάννης Αντωνόπουλος από 10 χρόνια κάθειρξη σε 8,5 χρόνια,
Λοχαγός Ανδρέας Θανόπουλος από 10 χρόνια κάθειρξη σε 7 χρόνια φυλάκιση και,
Αντισυνταγματάρχης Νικόλαος Ρετζέπης 8 χρόνια κάθειρξη σε πρώτη φάση, ποινή που μειώθηκε σε 7 χρόνια κάθειρξη
Από τους υπόλοιπους, ο Αντισυνταγματάρχης Νικόλαος Ρετζέπης καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε 8 χρόνια κάθειρξη, που μειώθηκε κατ’ έφεση στα 7,
Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Παπανδρέου από 5 χρόνια φυλάκιση τελικά καταδικάστηκε σε 15 μήνες φυλάκιση,
Αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Σκόνδρας 18 μήνες φυλάκιση από τα 5 που είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως,
Ταξίαρχος Σπυρίδων Ηλιόπουλος από 5 χρόνια φυλάκιση σε 1 έτος,
Ταγματάρχης Αθανάσιος Γερακίνης από 5 χρόνια σε 3 χρόνια φυλάκιση,
Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Κοντώσης από 5 χρόνια φυλάκιση στα 3,
Ταγματάρχης Αθανάσιος Περδίκης από τα 4 χρόνια φυλάκιση σε 16 μήνες,
Αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Σουλελές από 4 σε 1 έτος φυλάκιση,
Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Στοφόρος από 4 σε 1 έτος φυλάκιση
Ίλαρχος Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος από 5 χρόνια πρωτοδίκως σε 3 χρόνια φυλάκιση κατ’ έφεση.
Αθώοι κρίθηκαν οι: Ίλαρχος Ιωάννης Αλμπάνης, Ίλαρχος Κωνσταντίνος Κώτσαρης, Ταγματάρχης Αριστείδης Παλαίνης, Ταγματάρχης Σπυρίδων Σταθάκης, Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Τσουλιάς, Αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Στειακάκης και Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Ξανθάκος.
Η δίκη για τους Δημήτρη Ιωαννίδη και Δημήτρη Παπαποστόλου είχε διαχωριστεί εξ αρχής, λόγω της αποστρατείας τους. Τιμωρήθηκαν με 14 και 10 χρόνια αντίστοιχα, ενώ ο Νικόλαος Ντερτιλής, καταδικάστηκε -στη Δίκη του Πολυτεχνείου- σε ισόβια για τη δολοφονία του 18χρονου, Μιχάλη Μυρογιάννη στις 18 Νοεμβρίου 1973.
Ο Ταγματάρχης Παρασκευάς Μπόλαρης απέδρασε την 1η Αυγούστου του 1977 από το Λαϊκό Νοσοκομείο της Αθήνας, όπου είχε μεταφερθεί για ιατρικούς λόγους με κινηματογραφικό τρόπο και εν συνεχεία διέφυγε στο εξωτερικό, όπου και παρέμεινε έως ότου τα αδικήματα, για τα οποία κατηγορούνταν, παραγράφηκαν, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα και εργάσθηκε ως μεταφραστής.
Το «Πραξικόπημα της πιτζάμας»: Η κινηματογραφική απόδραση του Μπόλαρη
Ο Ταγματάρχης Παρασκευάς Μπόλαρης ήταν ένας ικανότατος αξιωματικός, καταδρομέας, σκληρός, άσος στις μεταμφιέσεις και στην σκοποβολή, με μετεκπαίδευση στις ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ.
Μάλιστα αναφέρονται για αυτόν ιστορίες ότι στα στρατόπεδα που υπηρετούσε, όταν περπατούσε και έβλεπε κάτι στραβό «μοίραζε ποινές», απλά σηκώνοντας το χέρι του και δείχνοντας με τα δάκτυλα του πόσες ημέρες φυλακής θα πήγαινε κάποιος! Δεν μιλούσε δεν κοιτούσε καν και ο άλλος ήξερε τι είχε κάνει…
Κάποια στιγμή μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Γενικό Λαϊκό και είχε άριστη συνεργασία με τους αστυφύλακες που τον φύλαγαν. Τους έπεισε όμως πως δεν έχει σκοπό να αποδράσει. Αποτέλεσμα αυτού ήταν το να του επιτρέπουν να κινείται μόνος του. Ο Μπόλαρης ζητά κάποια στιγμή από τη γυναίκα του να του φέρει μια ποδιά γιατρού και μια περούκα. Κάτι που έγινε.
Μάλιστα σε μια συνέντευξη του ο ίδιος ο Μπόλαρης είχε περιγράψει επ’ ακριβώς το πως δραπέτευσε:
«Ακριβώς αυτό και αυτό εκμεταλλεύτηκα. Στην αρχή, με συνόδευαν, αντί για δύο ή τρεις, όπως έκαναν με τον Θεοφιλογιαννάκο, ερχόταν και ο επικεφαλής, γιατί φοβόντουσαν πάντοτε ότι εγώ δεν αποκλείεται να δραπετεύσω, αλλά τους καθησύχαζα και με την πάροδο των ημερών αλλοιώθηκε αυτό, σε σημείο που στο τέλος δεν με συνόδευε κανείς!
Υπόψη ότι η σύζυγός μου ερχόταν επισκεπτήριο και της ζήτησα να μου φέρει μια ποδιά ιατρού και μια περούκα. Αυτή κατάλαβε περί τίνος πρόκειται. Μου λέει «αυτό είναι επικίνδυνο», αλλά μου τα έφερε. Και τι έκανα λοιπόν; Αποφάσισα ένα βράδυ και τους λέω «εγώ πάω να κοιμηθώ, κουράστηκα», 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα τώρα.
Μπήκα μέσα στο δωματιάκι, έβγαλα από τον Θεοφιλογιαννάκο τα μαξιλάρια και τις κουβέρτες, τα έβαλα από κάτω από τη δική μου κουβέρτα, διότι οι αστυνομικοί, όταν κοιμόμασταν, άνοιγαν λίγο κουφωτά την πόρτα να δουν αν είμαστε μέσα.
Έτσι, βρήκα κάποια στιγμή, κοντά στο ξημέρωμα, για να μην βγω έξω και δεν υπάρχουν συγκοινωνίες, έβαλα την ποδιά, όπως το είχα σκηνοθετήσει, πήρα και ένα τσαντάκι που είχα τα ξυριστικά μου μέσα εκεί, έβαλα και την περούκα και την ώρα που άλλαζε και η βάρδια των γιατρών, βγήκα έξω από την είσοδο, αλλά δεν πήγα απευθείας από το φυλάκιο, εκεί που άνοιγε μία μπάρα, αλλά πήγα από την απέναντι μεριά, χαιρέτησα από μακριά το θυρωρό και έφυγα. Αυτό ήταν. Αρχές Αυγούστου του 1977».