Περίμενα λίγες ημέρες να «κάτσει η σκόνη» των πρώτων ημερών προκειμένου να τοποθετηθώ για το περιστατικό των Αγίων Αναργύρων. Ήθελα να έχω μία πιο ψύχραιμη προσέγγιση στο όλο θέμα, μακριά από συναισθηματισμούς και προσωπικές ιδεοληψίες. Κατέληξα στα παρακάτω συμπεράσματα που δεν γνωρίζω κατά πόσο ενδιαφέρουν τον αναγνώστη, αλλά κρίνοντας από εμένα πάντα εύχομαι να υπάρχουν άνθρωποι που αναζητούν τροφή για σκέψη. Ελπίζω το αυτό να ισχύσει και για τα παρακάτω.
Ξεκινάμε λοιπόν ότι έχουμε να κάνουμε με μία ανθρωποκτονία η οποία έλαβε χώρα στα σκαλιά του Αστυνομικού Τμήματος. Αυτό από μόνο σαν γεγονός φτάνει για να αμαυρώσει στην κοινή γνώμη την εικόνα του σώματος ακόμα κι αν όλες οι ενέργειες είχαν γίνει όπως έπρεπε, τηρούμενου του πρωτοκόλλου και των ενδεδειγμένων ενεργειών.
Έχουμε μια σοκαριστική εικόνα μιας γυναίκας να καταλήγει από μαχαιριές έξω από το Τμήμα, στον χώρο δηλαδή που αναζήτησε την προστασία της ζωής της. Η εικόνα είναι πολύ δυνατή και προκαλεί την οργή κάθε υγιώς σκεφτόμενου ατόμου, ενώ κάθε φωνή υποστήριξης της Αστυνομίας καταπνίγεται εν τη γενέσει της από το αποτρόπαιο αποτέλεσμα.
Με βάση τα δημοσιεύματα των «λαλίστατων» σε θέματα αστυνομικών αποτυχιών ΜΜΕ, φαίνεται ότι η αντιμετώπιση του όλου περιστατικού από τους εμπλεκόμενους Αστυνομικούς δεν έλαβε χώρα όπως θα έπρεπε, ενώ εκ του αποτελέσματος χαρακτηρίζεται ως παταγώδης αποτυχία. Το ως άνω έχει υιοθετηθεί και πολύ λογικά από την συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, η οποία αναζητά ευθύνες για παραλείψεις και αναλγησία. Στο πνεύμα της κοινής γνώμης μάλιστα, παρατηρώ πολλούς συναδέλφους μου ακόμα και συνδικαλιστές να δικάζουν Αξιωματικό Υπηρεσίας, Σκοπό και Τηλεφωνητή με αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα και σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις.
Υπηρετώ στο σώμα 25 χρόνια και θεωρώ ότι έχω επαρκή εικόνα της πραγματικότητας τόσο στην Αστυνομία όσο και στην κοινωνία. Δυστυχώς λοιπόν με βάση την εμπειρία μου, θεωρώ ότι ο θάνατος ενός ανθρώπου για τον οποίο έχει υπογραφεί ένα συμβόλαιο θανάτου είναι αναπόφευκτος. Και το συμβόλαιο θανάτου δεν αφορά μόνο τα πολυδιαφημισμένα μέλη της Greek Mafia, αλλά οποιονδήποτε έχει την ατυχία να αποτελέσει στόχο ενός εμμονικού ανθρώπου, που για την πραγμάτωση του νοσηρού σκοπού του δεν υπολογίζει τις συνέπειες των πράξεών του, ούτε καν προς το πρόσωπό του ήτοι: σύλληψη, φυλάκιση, ακόμα και θάνατος.
Ο γυναικοκτόνος λοιπόν κινούμενος συνήθως από το μότο «αν δεν είσαι δικιά μου δεν είσαι κανενός», θεωρεί σκοπό ζωής τον πλήρη έλεγχο της γυναίκας/κτήμα του, με εναλλακτική μόνο τον θάνατο. Έναν τέτοιον «άνθρωπο» λοιπόν δεν πρόκειται να τον σταματήσει κανένα πρωτόκολλο, καμία αστυνομία και καμία τιμωρία. Η απόδειξη; Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αυτουργών τέτοιων πράξεων είτε αυτοκτονούν, είτε παραδίδονται στις αρχές προκειμένου να εκτίσουν την ποινή τους, έχοντας περατώσει τον σκοπό τους, διαπράττοντας κατ’ αυτούς ένα έγκλημα «τιμής». Αυτή δυστυχώς είναι η αλήθεια όσο ωμή και δυσβάσταχτη ακούγεται.
Έχουμε παρατηρήσει ότι τα μέλη της Greek mafia που δολοφονούνται, τυγχάνουν πάντοτε οπλισμένα κατά τη στιγμή της δολοφονίας τους, μερικοί φορούν αλεξίσφαιρα γιλέκα, άλλοι χρησιμοποιούν οχήματα με θωράκιση, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που έχουν συνοδεία ασφαλείας. Εκ του αποτελέσματος τίποτα δεν τους βοηθάει να αποφύγουν το αναπόφευκτο. Βάλτε τώρα στη θέση αυτών των ανθρώπων μια ανυπεράσπιστη γυναίκα και βγάλτε τα συμπεράσματά σας.
Αυτό που δεν κατάλαβε κανείς για τον δράστη είναι ότι το Αστυνομικό Τμήμα των Αγίων Αναργύρων δεν λειτούργησε ως αποτρεπτικό φόβητρο, όπως θα λειτουργούσε για οποιονδήποτε μέσο άνθρωπο-κακοποιών συμπεριληφθέντων- αλλά ως το σημείο που θα εντόπιζε την Κυριακή, όπως θα λειτουργούσε το σπίτι της, η δουλειά της, το καφέ που θα διασκέδαζε. Η Αστυνομία σαν οργανισμός λειτουργεί αποτρεπτικά για τον δράστη, όταν αυτός διακατέχεται από το φόβο της σύλληψής του ή από τον φόβο της σωματικής του ακεραιότητας (αντίδραση αστυνομικών προς άμυνα τους ή προς άμυνα υπέρ τρίτων). Όταν το ως άνω δίπολο δεν βρίσκεται στην εξίσωση, παύει η Αστυνομία να λειτουργεί αποτρεπτικά και το Τμήμα απλά λειτουργεί ως χώρος, ενώ οι Αστυνομικοί ως απλά άτομα.
Αναφορικά με την κριτική σε βάρος των αντιδράσεων των Αστυνομικών θα ήθελα να θέσω κάποια δεδομένα προς αξιολόγηση. Όποιος λοιπόν έχει κάτσει στη διαβόητη καρέκλα του Αξιωματικού Υπηρεσίας ενός Αστυνομικού Τμήματος-και απ’ ότι φαίνεται δεν είναι πολλοί αυτοί-θα έχει διαπιστώσει ότι ο κύριος όγκος εργασίας του αφορά ενδοοικογενειακά θέματα (όχι μόνο βίας).
Ποιος δεν έχει συναντήσει μαινόμενους συντρόφους (σε διάσταση ή πρώην) να καταθέτουν μηνύσεις ο ένας στον άλλο για μη συμμόρφωση σε δικαστικές αποφάσεις που αφορούν διατροφές, επικοινωνίες με παιδιά, επιμέλειες, συνεπιμέλειες, οικονομικές διαφορές και πόσα άλλα. Ποιος δεν έχει δεχτεί ζευγάρια που μαλώνουν για το ποιος θα πάρει το ψυγείο και την τηλεόραση μετά τον χωρισμό, το αυτοκίνητο, τα ρούχα, τα κοσμήματα, τον σκύλο ή δεν ξέρω εγώ τι. Από τη στιγμή μάλιστα που το ποινικό παρελθόν προτάσσεται ως επιχείρημα σε αστικά δικαστήρια για το ποιόν του συντρόφου/γονέα, ποιος αστυνομικός δεν έχει δεχτεί σωρεία μηνύσεων/καταγγελιών για όλου του τύπου των αδικημάτων που αφορούν τον πρώην σύντροφο;
Λεκτική βία, σωματικές βλάβες, απειλές, εκβιάσεις, βιασμοί, υφαιρέσεις, ληστείες, παιδοβιασμοί, ασέλγειες. Καταγγελίες που άλλοτε ευσταθούν κι άλλοτε είναι παντελώς ψευδείς κι επί σκοπού, χιλιάδες καταγγελίες που άλλοτε αποδεικνύονται στο ακροατήριο κι άλλοτε καταρρέουν με επανασυνδεμένα ζευγάρια να τις δικαιολογούν ως «ερωτική υπερχείλιση». Κάπως έτσι γαλουχείται κι εκπαιδεύεται ο Αστυνομικός και κάπως έτσι δεν υιοθετεί αβίαστα και χωρίς έρευνα κάθε καταγγελία που φτάνει στα αυτιά του. Κάπως έτσι κάνει άβολες ερωτήσεις στο θύμα, κάπως έτσι επιδεικνύει κατά τα θύματα γραφειοκρατική συμπεριφορά (πρωτόκολλο), κάπως έτσι δημιουργείται η δήθεν εικόνα του αδιάφορου και ανάλγητου Αστυνομικού.
Όχι πως δεν υπάρχουν και τέτοιοι φυσικά. Το πραγματικό θύμα είναι αλήθεια ότι απαιτεί μια ζεστή στα όρια του φιλικού ή οικογενειακού ακόμα, αντιμετώπιση από τον Αστυνομικό, ώστε να νιώσει ότι κάποιος ασχολείται πραγματικά με το πρόβλημά του. Επειδή όμως πολλές φορές δεν είναι σε θέση να περιγράψει με ακρίβεια αυτό που του συμβαίνει ή υπαναχωρεί εμφανιζόμενο αβέβαιο και το ίδιο αν αυτό που δέχεται είναι κακοποιητική συμπεριφορά ή απλώς μια δυσάρεστη αντίδραση από τον σύντροφό του, εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι η αξιολόγηση τέτοιων περιστατικών από τον Αστυνομικό δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Κάπου διάβασα έναν τίτλο άρθρου, που κατέκρινε την Αστυνομία, «Επί 65 δευτερόλεπτα το θύμα προσπαθούσε να πείσει τον τηλεφωνητή ότι κινδύνευε». 65 δευτερόλεπτα. Ένα λεπτό της ώρας. Ένα τηλεφώνημα στο οποίο δεν ανέφερε άμεσο κίνδυνο παρά το ότι ο επικίνδυνος πρώην σύντροφος βρίσκεται πέριξ της οικίας της. Θα ήθελα να γνωρίσω τον άνθρωπο που σε 65 δευτερόλεπτα μπορεί να κάνει εκτίμηση κινδύνου. Όχι άμεσου επαναλαμβάνω.
Η επίθεση του δράστη αιφνιδίασε και την ίδια και τον συνοδό της και τους Αστυνομικούς. Ήταν ένα τραγικό γεγονός, που ενώ αναμφίβολα η καταγγελία θα μπορούσε να εκτιμηθεί σωστότερα και να αντιμετωπιστεί πολύ καλύτερα, σίγουρα όμως σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να προβλεφθεί το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, ήτοι επίθεση θανάτου έξω από το Αστυνομικό Τμήμα.
Η Αστυνομία έχει τις δικές της ευθύνες και θα αποδοθούν. Επειδή όμως όπως για τους γονείς της Κυριακής έτσι και για τους γονείς μελλοντικών θυμάτων λίγη σημασία έχει σε σχέση με την τραγικότητα της μετέπειτα ζωής τους, θα ήθελα να πω τη γνώμη μου ως προς την αντιμετώπιση του φαινομένου. Ενός φαινομένου που δεν είναι αστυνομικής φύσεως αλλά πρωτίστως κοινωνικής.
Οι περισσότεροι από εμάς, μην πω όλοι μας, σίγουρα κάποια στιγμή στη ζωή μας σχετιστήκαμε είτε ερωτικά είτε και φιλικά με χειριστικά άτομα. Άτομα που δυσκόλεψαν την ζωή μας είτε από ζηλότυπη συμπεριφορά, είτε από εγωπάθεια, είτε από ναρκισσισμό, είτε από παράλογες απαιτήσεις. Άτομα που μας εκβίαζαν συναισθηματικά, άτομα που μας κακοποιούσαν ψυχικά με την συμπεριφορά και τα λεγόμενά τους, άτομα που προέβησαν και σε σωματική κακοποίηση ακόμα.
Αυτό που διαπιστώσαμε όλοι είναι ότι όσο πιο πολύ ανεχτήκαμε αυτούς τους ανθρώπους στη ζωή μας, τόσο πιο πολύ δυσκολευτήκαμε στο να τους αποβάλλουμε από αυτή. Σίγουρα όταν πρωτογνωρίζεις έναν άνθρωπο δεν είσαι σε θέση να κρίνεις αν είναι κακοποιητικός ή όχι. Στην πορεία του χρόνου όμως οφείλεις να το αναγνωρίσεις και να αγνοήσεις τις φωνούλες μέσα σου που σε αποτρέπουν. Η ζωή δεν είναι ταινία περιπέτειας ή ρομαντική κομεντί. Ο αμοιβαίος σεβασμός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε ανθρώπινης σχέσης. Αυτό δεν χρειάζεται να το αντιληφθείς μετά από 5, 6 ή 20 χρόνια σχέσης. Το αναγνωρίζεις άμεσα, αποβάλλεις και προχωράς.
Αναγνώστης