Μια απίστευτη υπόθεση απάτης και πλαστογραφίας με «πρωταγωνιστές» μια γυναίκα φαρμακοποιό και έναν άνδρα συνάδελφό της, έφτασε ως τον Άρειο Πάγο με τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς να καλούνται να αποφανθούν αν θα πρέπει να αναιρέσουν ή όχι την απόφαση του Εφετείου που καταδίκασε και δυο εμπλεκόμενους σε φυλάκιση επτά και πέντε ετών, αντιστοίχως.
Όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της πολυσέλιδης απόφασης (1164/2019) που εξέδωσε για την συγκεκριμένη υπόθεση το Ε΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, οι δυο κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάσθηκαν από το Εφετείο για τα αδικήματα «της πλαστογραφίας με χρήση από κοινού κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα» και «της απάτης από κοινού κατ’ εξακολούθηση κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια». Τα αδικήματα τελέστηκαν σε βάρος των ασφαλιστικών ταμείων με τα οποία ήταν συμβεβλημένο το φαρμακείο που διατηρούσε η φαρμακοποιός.
Μετά την καταδίκη τους από το Εφετείο, οι δυο επίορκοι φαρμακοποιοί προσέφυγαν στον Άρειο Πάγο ζητώντας την αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε σε βάρος τους, υποστηρίζοντας ότι αυτή δεν έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτούν το Σύνταγμα και οι νόμοι.
Η αίτησή τους, όμως, απερρίφθη καθώς οι αρεοπαγίτες επικύρωσαν την καταδικαστική εφετειακή απόφαση, κρίνοντας ότι αυτή είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη. Τα όσα αναφέρονται, ωστόσο, στο κείμενο της απόφασης για τους δυο καταδικασθέντες φαρμακοποιούς προκαλούν σοκ.
Παραθέτοντας το στοιχεία που οδήγησαν στην καταδίκη από το Εφετείου, ο Άρειος Πάγος, αναφέρει πως οι δυο κατηγορούμενοι «μετά από συναπόφαση νόθευαν συνταγές που είχαν εκδοθεί από τους θεράποντες ιατρούς, για ασθενείς ασφαλισμένους στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (….) προσθέτοντας σ’ αυτές, κατά περίπτωση, νοσήματα ή φάρμακα ή αυξάνοντας τον αριθμό των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, τα οποία όμως δεν είχαν παραδώσει στους ασφαλισμένους κατά την εκτέλεση της συνταγής ή μεταβάλλοντας το αναγραφόμενο σ’ αυτές ποσοστό συμμετοχής του ασφαλισμένου».
Ακόμη, επισύναπταν στις συνταγές «ιατρικές γνωματεύσεις περί της αναγκαιότητας τους (σ.σ. συγκεκριμένων φαρμάκων), τις οποίες δήθεν είχαν εκδώσει οι ιατροί που εξέδωσαν και τις αντίστοιχες συνταγές».
Πρόκειται σύμφωνα με την απόφαση, για συνολικά 215 πλαστές και νοθευμένες συνταγές τις οποίες κατάρτισαν με σκοπό να παραπλανήσουν τους αρμοδίους υπαλλήλους των ασφαλιστικών ταμείων ώστε, να τους καταβάλουν τίμημα για φάρμακα που είχαν δήθεν διαθέσει σε ασφαλισμένους τους. Το συνολικό ποσό που τους καταβλήθηκε ανέρχεται σε 51.278,46 ευρώ.
Ακόμη, στην απόφαση αναφέρεται ότι οι δυο καταδικασθέντες «με κάποιο πρόσχημα παρακρατούσαν στο φαρμακείο τους το βιβλιάριο του ασφαλισμένου και αφαιρούσαν από αυτό τα αποκόμματα των εντολών, τα οποία στη συνέχεια συμπλήρωναν αναγράφοντας νοσήματα, τα οποία ο θεράπων ιατρός δεν είχε διαγνώσει και φάρμακα, τα οποία έπρεπε δήθεν να χορηγηθούν».
Στη συνέχεια «έθεταν σε αυτά υπογραφή ή και σφραγίδα του ιατρού, στην πίσω δε όψη της εντολής την υπογραφή του ασφαλισμένου, ώστε να φαίνεται ότι η εντολή εκτελέστηκε και τα φάρμακα παραδόθηκαν σε αυτόν, σε περιπτώσεις δε που η συνολική αξία των συνταγογραφημένων σκευασμάτων απαιτούσε να θεωρηθεί αυτή από ελεγκτή ιατρό πριν εκτελεστεί σε φαρμακείο, έθεταν πλαστή σφραγίδα και την υπογραφή των ιατρών αυτών, εν αγνοία των ανωτέρω προσώπων και χωρίς την έγκρισή τους».
Όταν πια ήταν όλα έτοιμα οι δυο καταδικασθέντες φαρμακοποιοί, έκαναν χρήση των εγγράφων αυτών προσκομίζοντας τα στον ασφαλιστικό φορέα μαζί με τραπεζικούς τους λογαριασμούς και «ζητούσαν να τους καταβληθεί το ποσό της αξίας των φαρμάκων, τα οποία περιέχονταν στις πλαστές εντολές τις οποίες δήθεν είχαν εκτελέσει ενώ στην πραγματικότητα δεν είχαν παραδώσει τα αντίστοιχα φάρμακα στους ασθενείς».