Άνοιξε για τον υπουργό Δικαιοσύνης, Κωνστατίνος Τσιάρα, ο δρόμος για να διαβιβάσει στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου ερώτημα για αντικατάσταση της επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη, μετά την έκδοση του υπ’ αριθμόν 2294/20 βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών της Αθήνας, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ακυρότητας που είχε καταθέσει η Ελένη Τουλουπάκη μετά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος της για τους χειρισμούς της στην υπόθεση της Novartis.
Η επικεφαλής των εισαγγελέων κατά της Διαφθοράς ζητούσε με την αίτηση της να ακυρωθεί η ποινική δίωξη σε βάρος της για κατάχρηση εξουσίας, δίωξη την οποία παρήγγειλε ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευάγγελος Ζαχαρής, μετά το πέρας της έρευνας του.
Στον αντίποδα, ο αντεισαγγελέας Λάμπρος Σοφουλάκης, είχε αντίθετη άποψη, ζητώντας την αρχειοθέτηση της δικογραφίας, τόσο για την κ. Τουλουπάκη όσο και τους επίκουρους δυο εισαγγελείς.
Το δικαστικό συμβούλιο, εξετάζοντας την αίτηση της κ. Τουλουπάκη, η οποία στηρίχθηκε κυρίως στο γεγονός ότι το πόρισμα αρχειοθέτησης του κ. Σοφουλάκη κατατέθηκε μία ημέρα πριν από το πόρισμα του κ. Ζαχαρή, έκρινε ότι τα δύο πορίσματα δεν τελούν μεταξύ τους σε σχέση χρονικής υπεροχής, «ωσάν η προκαταρκτική εξέταση να συνδέεται με την ταχύτητα διεκπεραίωσης της έρευνας.
Η σύνταξη του πορίσματος του κ. Σοφουλάκη σε προγενέστερο χρόνο δεν οδήγησε στην περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης…
Η έρευνα ολοκληρώθηκε με την έκφραση της δικαιοδοτικής κρίσης των δύο αντεισαγγελέων αναφέρει στο σκεπτικό του το δικαστικό συμβούλιο, κρίνοντας ότι ο εισαγγελέας Πρωτοδικών οφείλει με τη σειρά του να εκτελέσει την παραγγελία των προϊσταμένων του, ασκώντας δηλαδή την ποινική δίωξη που ζητεί ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Ζαχαρής.