«Φάγαμε το ξύλο της αρκούδας. Αυτοί ήταν σαν Ρόμποκοπ, και με κατηγορούν ότι αντιστάθηκα, ότι έβρισα; Δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα, ήταν σαν μαύρη θύελλα…», είπε σήμερα στην απολογία του στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων ο σκηνοθέτης Δημήτρης Ινδαρές, ο οποίος μαζί με τους δυο γιους του, δικάζονται κατά περίπτωση για απόπειρα παράνομης βίας, εξύβριση, απείθεια, επικίνδυνη σωματική βλάβη, παράνομη οπλοκατοχή και διατάραξη λειτουργίας υπηρεσίας.
Τα αδικήματα έχουν απαγγελθεί στους τρεις κατηγορούμενους μετά την επιχείρηση εκκένωσης κτηρίου που βρίσκονταν σε κατάληψη επί της Ματρώζου 45, στο Κουκάκι στις 18 Δεκεμβρίου του 2019.
«Ήμασταν δεμένοι και ακινητοποιημένοι, μας έβριζαν ….δεν έχω ξαναζήσει τέτοια βαρβαρότητα», είπε κατά την απολογία του ο δεύτερος κατηγορούμενος, γιος του σκηνοθέτη, Ιάσονας Ινδαρές. Ο τρίτος κατηγορούμενος, ο άλλος γιος του σκηνοθέτη, βρίσκεται στο εξωτερικό και δεν θα απολογηθεί.
Ειδικότερα, αρχίζοντας την απολογία του στο δικαστήριο, ο σκηνοθέτης ανέφερε μεταξύ άλλων: «Απολογούμαι για την αφέλεια μου να πιστεύω ότι η ελληνική αστυνομία είναι για να μας προστατεύει.
Απολογούμαι απέναντι στα παιδιά μου για τη αφέλεια μου να ανοίγω την πόρτα στους αστυνομικούς, να ανεβαίνω στην ταράτσα μου για να μας παίρνουν σιδηροδέσμιους και τόσα χρόνια να λένε για καθένας το μακρύ και το κοντό του».
Ο Δ. Ινδαρές αναφέρθηκε αναλυτικά στα γεγονότα που έλαβαν χώρα εκείνη την ημέρα, όταν οι αστυνομικές δυνάμεις μετέβησαν στο κτήριο υπό κατάληψη, δίπλα στο σπίτι του, προκειμένου να το εκκενώσουν. Όπως είπε το σκηνικό, παρέπεμπε σε πόλεμο και κάποια στιγμή χτύπησε το κουδούνι του διαμερίσματός του.
«Νομίζαμε θα χει τραυματιστεί αστυνομικός και δεν θα είχαν πού να τον ακουμπήσουν, τόσο ηλίθιος ήμουν», είπε ο κατηγορούμενος, εξηγώντας πως το υπό κατάληψη κτίριο δίπλα στο σπίτι του ήταν για εκείνον ένας «εφιάλτης» αφού φοβόταν μήπως πάρει φωτιά.
«Δεν το συντηρούσε ο «Ευαγγελισμός», τα πατώματα ήταν σάπια και φοβόμουν τη φωτιά… Είχα επικοινωνήσει με τον Ευαγγελισμό το 2017 και μας διαβεβαίωσε ότι θα κάνει ο,τι πρέπει. Ένα χρόνο μετά… κόσμος μπαινόβγαινε, γίνονταν εκδηλώσεις», είπε χαρακτηριστικά.
Συνεχίζοντας ο κατηγορούμενος ανέφερε πως εκείνη την ημέρα της επιχείρησης αισθάνθηκε ότι οι αστυνομικοί κινδυνεύουν.
Συνεχίζοντας είπε: «Λίγη ώρα αργότερα, χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού της οικογένειας. Νομίζαμε θα έχει τραυματιστεί αστυνομικός και δεν θα είχαν πού να τον ακουμπήσουν, τόσο ηλίθιος ήμουν! Εμφανίστηκε ένας αστυνομικός σαν Ρομποκοπ, … Ανεβαίνω στη ταράτσα να δω, με ακολουθεί ο Φίλιππος, βλέπω αστυνομικούς απειλητικά και λέω «πέρασε κανένας από δω;». Μου είπαν «κάνε πέρα να περάσουμε», με γράπωσαν με τη βία, φάγαμε το ξύλο της αρκούδας και με κατηγορούν ότι αντιστάθηκα, ότι έβρισα; Δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα, ήταν σαν μαύρη θύελλα ….Όλης μας η ελπίδα γι’ αυτή την τρέλα είσαστε εσείς, η Δικαιοσύνη».
Κατά τη διάρκεια της δικής του απολογία στο δικαστήριο, ο 29χρονος γιος του σκηνοθέτη περιέγραψε: «Το πρωί στις 6.30 με ξύπνησε η μάνα μου. Είδαμε αντικείμενα να εκσφενδονίζονται από ένα άτομο, φορούσε full face και έβριζε. Οι αστυνομικοί είχαν σιδηροτροχό και προσπαθούσαν να μπουν.
Πήγε ο πατέρας μου να μετακινήσει το αυτοκίνητο. Χτύπησε το κουδούνι, γύρισε και μας είπε ότι ένας αστυνομικός λουσμένος με μπογιά τον ρώτησε αν μπορεί να περάσει στο κτίριο της κατάληψης. Ο μπαμπάς μου ρώτησε αν υπάρχει εισαγγελέας κι αυτός έφυγε… Κάποια στιγμή που ήμουν μέσα στο σπίτι μου λέει η μητέρα μου, «πήγαινε πάνω, έχουν ανεβεί ο πατέρας σου με τον αδερφό σου, να δεις τι γίνεται».
Φορούσα τα ρούχα της δουλειάς και τις παντόφλες ακόμα. Βλέπω ένα σκηνικό έντασης και λέω «τι κάνετε εδώ;». Ακούω σύλληψη, με ρίξανε κάτω, μου πέρασαν χειροπέδες, μου πίεσαν το κεφάλι με τις μπότες στο δάπεδο. Είδα τον 56χρονο πατέρα μου να τρώει κλωτσιά με το πάνω μέρος της μπότας στο κεφάλι. Ήμουν σαστισμένος από τη βία που μας ασκήθηκε. Η μάνα μου έντρομη με το νυχτικό να φωνάζει «τι κάνετε;» …».
Η επόμενη συνεδρίαση του δικαστηρίου ορίστηκε για την ερχόμενη Πέμπτη 10 Νοεμβρίου με την αγόρευση του εισαγγελέα της έδρας.