Συγκλονίζουν οι μάρτυρες στη δίκη για το Μάτι. Άνθρωποι που έχασαν γονείς, παιδιά και συζύγους στη φονική πυρκαγιά, κατέθεσαν σήμερα για εκείνες τις τραγικές ώρες και με δάκρυα στα μάτια περιέγραψαν πως μόνοι και αβοήθητοι, «μέσα σε ένα χάος ασυνεννοησίας και ανοργανωσιάς», όπως είπαν, προσπαθούσαν να εντοπίσουν τις σορούς των δικών τους ανθρώπους.
Με λυγμούς η κ. Παναγιώτα Μαλαίνου, κατέθεσε για το χαμό της 73χρονης μητέρας της, την οποία δεν μπορούσε να αναγνωρίσει, όπως είπε. «Είδα μια γυναίκα φουσκωμένη σαν μπάλα, πήγα και δεύτερη φορά για να καταλάβω αν ήταν η μητέρα μου», είπε η μάρτυρας. Από την πλευρά του ο Ευάγγελος Κωστόπουλος, αναφέρθηκε και εκείνος στην απώλεια της μητέρας του, την οποία βρήκε νεκρή στο πίσω μέρος του σπιτιού τους στο Κόκκινο Λιμανάκι. «Την είχε χτυπήσει το θερμικό κύμα, είχε μουμιοποιηθεί», είπε ο μάρτυρας για να περιγράψει στη συνέχεια το Γολγοθά που ανέβηκε για να βοηθήσει τον πατέρα του, ο οποίος χρειάστηκε να νοσηλευτεί επί 2,5 μήνες, καθώς είχε καεί σε πρόσωπα, χέρια και πόδια. Για τον γιο του Παναγιώτη, τον οποίο έχασε «στο δρόμο του θανάτου» κατέθεσε με δάκρυα στα μάτια ο κ. Ευάγγελος Χαμηλοθώρης, ο οποίος ανέφερε πως η σύζυγός του μετά από αυτή την τραγωδία δεν άντεξε. «Ήταν μια υγιής γυναίκα και υπέστην καρδιακή προσβολή», είπε ο μάρτυρας. «Η συγχωρεμένη η γυναίκα μου ήταν ΑΜΕΑ. Ήταν κατάκοιτη σε ένα κρεβάτι, εγώ την φρόντιζα. Είχε σκλήρυνση κατά πλάκας. Την ημέρα της φωτιάς ήταν να τη πάω στο Ίδρυμα αλλά δεν πρόλαβα» ανέφερε στη δική του κατάθεση στο ακροατήριο ο κ. Παναγιώτης Μανέτας, εγκαυματίας και ο ίδιος έχοντας υποβληθεί σε πολλά χειρουργεία. Εξίσου ανατριχιαστική ήταν όμως και η κατάθεση του κ. Έκτoρα Διαμαντίδη και του πατριού του, Γεώργιου Καΐρη, οι οποίοι έχασαν μητέρα και σύζυγο στις φλόγες. «Να βλέπεις τη μητέρα του να τη βγάζουν νεκρή μέσα σε μια πορτοκαλί σακούλα δεν είναι ότι πιο ευχάριστο…», είπε στο δικαστήριο φανερά φορτισμένος ο κ. Διαμαντίδης για να προσθέσει: «Και να μαθαίνεις και ότι ο κατηγορούμενος, ο κ. Πορτοζούδης είχε πάρει το δεσμό του να πάει για καφέ εκείνη την ημέρα. Άνθρωποι καιγόντουσαν και αυτός είχε πάει για καφέ». Λίγο αργότερα, στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε ο κ. Γεώργιος Καΐρης, ο οποίος συγκλόνισε: «Ξέρετε τι μου έμεινε κυρία πρόεδρε από τη σύζυγό μου; Αυτό εδώ …(δείχνει στην έδρα ένα σακουλάκι). Είναι ότι απέμεινε από τον έρωτα της ζωής μου. Είναι αυτά που φόραγε. Να το ρολόι της. Η περιουσία μου είναι αυτή η σακούλα τίποτα άλλο».
«Γιατί, γιατί, γιατί…..»
Συγκεκριμένα, πρώτη στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε η κ. Μαλαίνου, η οποία αρχίζοντας την κατάθεσή της ανέφερε: «Έχασα τη μητέρα μου, ήταν η κολώνα του σπιτιού. Είχε έρθει όπως κάθε καλοκαίρι στο Μάτι με το εγγονάκι της. Όταν είδαν τη φωτιά ξεκίνησαν να φύγουν. Πήρε την εγγονή της, Ειρήνη και πήγε σε μια φιλική οικογένεια που είχε αυτοκίνητο για να μεταβούν στη Αθήνα. Τα αυτοκίνητα της οικογένειας όμως είχαν εγκλωβιστεί. Αναγκαστικά πήγαν προς την Αργυρά Ακτή», κατέθεσε η μάρτυρας για να αναφερθεί στη συνέχεια στη βοήθεια των ιδιωτών, οι οποίο με τα δικά τους καΐκια προσπαθούσαν να σώσουν όσους κατέφευγαν στη θάλασσα για να γλυτώσουν από τις φλόγες: «Μπήκαν στο νερό για να σωθούν. Στο σώμα τους και το κεφάλι τους έπεφταν αντικείμενα καιόμενα. Ήρθε ένα κύμα σαν σκούπα και τους τράβηξε μέσα. Τους μάζεψε ένα καΐκι ιδιωτικό. Την Ειρήνη, ημιθανή. Παιδοψυχίατροι την εξετάζουν από τότε», ανέφερε η μάρτυρας, η οποία στη συνέχεια αναφέρθηκε στις προσπάθειες που έκανε για να εντοπίσει την μητέρα της: «Πήγα στο λιμεναρχείο να ρωτήσω για τη μητέρα μου. Μου είπαν ότι ήταν νεκρή, βρήκανε στο τσαντάκι της την ταυτότητα. Έψαχνα όλη τη νύχτα στα καμένα, σε εκείνο το οικόπεδο που βρήκαν τους 26. Περίπου 8 -9 ώρες την έψαχνα. Δεν μπορούσαν να την αναγνωρίσω. Είχε φουσκώσει από τα αέρια. Πήγα δυο φορές για αναγνώριση».
Σε ό,τι αφορά στην ανιψιά της τη μικρή Ειρήνη, η μάρτυρας είπε στο δικαστήριο: «Δεν ξέρω πώς να σας μεταφέρω το πόνο της. Ήταν τέσσερις ώρες μέσα στη θάλασσα. Ρωτάει «γιατί μας άφησαν;». Κάθε χρόνο παίρνω το καπετάνιο που την έσωσε στη γιορτή του να ευχηθώ. Έσωσε την Ειρήνη, την έφερε ζωντανή. Τι να σας πω για εκείνη τη νύχτα; Για την ανοργανωσιά και το χάος; Όλη νύχτα να ψάχνω ένα άνθρωπο που είχε φύγει από τις 11. Αυτή η ιστορία μας έχει ταρακουνήσει πολύ. Η αδελφή μου δε μπορεί να σταθεί εδώ να σας τα πει. Γιατί κλείσανε οι δρόμοι; Γιατί δεν αφήσανε το δρόμο ανοιχτό να φύγουν οι άνθρωποι; Γιατί αυτοί που μείναμε μέσα και κάηκαν δε λάβανε βοήθεια; Γιατί έπρεπε να ζήσω εκείνη τη νύχτα; Και να μην αναγνωρίζω τη μάνα μου…», είπε η κ. Μαλαίνου με δάκρυα στα μάτια και συνέχισε: «Το παιδί είναι αμίλητο από εκείνη την ημέρα, ένα πανέξυπνο πλάσμα δε μπορεί να τελειώσει το σχολείο. Δε ξέρω τι να σας πω; Όταν έφτασα στο Μάτι εκείνη τη νύχτα δεν πίστευα αυτά που έβλεπε. Τι να πω; Τα αυτοκίνητα ήταν μάζες λιωμένες. Είπα «που είμαι; Στη Βυρηττό». Δεν περίμενα να δω τέτοιες εικόνες. Τα οχήματα ήταν τόσο κοντά κάποια το ένα με το άλλο. Κάποια είχαν ανοιχτές πόρτες. Βρήκα το παιδί στο νοσοκομείο. Τι τρόμο πρέπει να αντιμετώπισε… Τη μάνα μου τη φυγαδεύσανε με ένα μικρό βανάκι και την πήγα στο Γουδί. Πήγα την είδα και είδα μια γυναίκα φουσκωμένη σαν μπάλα, δεν άντεχε η ψυχή μου….».
«Τρέχα, οι γονείς μας καίγονται»
Φορτισμένος από τις φρικτές μνήμες εκείνης της ημέρας, κατέθεσε στη συνέχεια στο δικαστήριο ο μάρτυρας Ευάγγελος Κωστόπουλος, ο οποίος έχασε τη μητέρα του στο Κόκκινο Λιμανάκι ενώ ο πατέρας υπέστη εκτεταμένα εγκαύματα αλλά κατάφερε να κρατηθεί στη ζωή. «Εργαζόμουν στον Άγιο Δημήτριο. Ο πατέρας μου έμενε στο Κόκκινο Λιμανάκι. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο και τους ζήτησα να φύγουν. Μου απάντησε ότι βλέπει ένα ελικόπτερο που πετάει και μου είπε: «Μην ανησυχείς, θα τη σταματήσουν όπως κάθε καλοκαίρι». Κάποια στιγμή με πήρε η αδελφή μου και μου είπε: «Τρέχα οι γονείς μας καίγονται», ανέφερε ο μάρτυρας, περιγράφοντας στη συνέχεια πως κατάφερε να φτάσει στη περιοχή, περνώντας τα απαγορευτικά που είχε βάλλει η Αστυνομία, μόνος με το μηχανάκι του: «Προσπάθησα να μπω στο Κόκκινο Λιμανάκι αλλά σταμάτησα από τις φλόγες. Κάποια στιγμή πέρασα είχε πολύ καπνό. Είχε περάσει η φωτά και είχε φτάσει στη θάλασσα. Σπίτια και αυτοκίνητα ήταν καμένα άλλα καιγόντουσαν ακόμη. Στο Κόκκινο Λιμανάκι είδα τον πρώτο καμένο, σε ένα κάμπινγκ. Ένας άλλος τον έβλεπε και στέκονταν ακίνητος δεν μπορούσε να καταλάβει τι έβλεπε. Ήταν ένα κάρβουνο. Το τοπίο ήταν τρομακτικό. Δεν μπορούσες να καταλάβεις που είναι το σπίτι σου. Τέτοιες εικόνες ούτε σε ταινία. Κοκάλωσα και εγώ. Το διπλανό σπίτι από το δικό μας είχε 20 μέτρα φλόγες. Τα άλλα σπίτια δεν υπήρχαν» ανέφερε ο κ. Κωστόπουλος και συνέχισε: «Έτρεξα από πίσω από το σπίτι μας. Εκεί που ήξερα ότι κάθεται η μητέρα μου. Ήταν πεσμένη είχε πεθάνει. Κάηκε από το θερμικό κύμα, είχε μουμιοποιηθεί. Προσπάθησα να πλησιάσω κάπως…. Έπεσα κάτω έμεινα δέκα λεπτά, δεν το θυμάμαι αυτό μου το είπε ο πατέρας μου. Δεν θυμάμαι πόση ώρα μετά σηκώθηκα. Ο πατέρας μου φώναζε μέσα στο σπίτι καίγονταν η κουζίνα. Κατάφεραν να μπω στο σπίτι, είχε πολύ καπνό. Ο πατέρας μου ήταν ξαπλωμένος. Καμένος σε χέρια και πόδια. Το μόνο αυτοκίνητο που δεν είχε καεί ήταν το δικό μας. Έμοιαζε σαν να το είχε χτυπήσει χαλάζι. Τον πήρα στην πλάτη τον έβαλα μέσα και ξεκινήσαμε. Είχε ευτυχώς τα κλειδιά στη τσέπη του. Στο δρόμο βρήκαμε πεσμένα δέντρα αλλά για μεγάλη μας τύχη δεν εμπόδιζαν. Πήγαμε προς Ραφήνα. Ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Πρώτα πήγαμε στο «Σωτηρία» και μετά στον «Ευαγγελισμό». Εκεί αμέσως τον διασωλήνωσαν. Χέρια πόδια και πρόσωπο ήταν καμένα. Προσπαθούμε να συνέλθουμε από εκείνη την ημέρα…».
«Είχε βρεθεί η σορός του γιου μας αλλά δεν μας το λέγανε…»
Με δάκρυα στα μάτια κατέθεσε στο δικαστήριο ο κ. Ευάγγελος Χαμηλοθώρης, ο οποίος έχασε τον γιο του, Παναγιώτη. «Την αποφράδα εκείνη ημέρα ήμουν σπίτι με την αείμνηστη σύζυγό μου. Είδαμε για τη φωτιά στη τηλεόραση. Ο γιος μου εργάζονταν και σχόλαγε στις 6. Μιλήσαμε και μου είπε: «μας μπλέξανε με τη φωτιά». Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας θόρυβος και κόπηκε η επικοινωνία μας. Μετά δεν είχαμε καμία επαφή. Ύστερα από μια ώρα αποφασίσαμε να πάμε να δούμε τι γίνεται» ανέφερε ο κ Χαμηλοθώρης και συνέχισε: «Πήγαμε στο Αστυνομικό Τμήμα Νέας Μάκρης. Ρωτήσαμε για θύματα και μας είπαν ότι δεν υπάρχει τέτοια πληροφορία. Πήγαμε στην περιοχή αλλά δεν μπορούσαμε να μπούμε και γυρίσαμε. Συγγενείς μας είπαν ότι έφερναν επιζώντες σε Νέα Μάκρη και Ραφήνα. Πήγαμε στην Νέα Μάκρη και μας ενημέρωσαν πως «δεν φέρνουν εδώ επιζώντες, μόνο στη Ραφήνα». Πήγαμε στη Ραφήνα, δεν υπήρχε κανένα νέο. Αυτό κράτησε μέχρι το πρωί. Μας είπαν τότε, ότι ήρθε και το τελευταίο πλοίο με επιζώντες. Από εκεί άρχισε ο Γολγοθάς μας. Να ρωτάμε σε νοσοκομεία και αστυνομικά τμήματα για το γιο μου αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η κόρη μου έδωσε dna. Κάλεσαν και εμένα να δώσω. Όπως κατάλαβα είχε βρεθεί η σορός του αλλά δε μας το λέγανε. Την επόμενη ημέρα μας ειδοποίησαν να παραλάβουμε τη σορό του παιδιού μου. Ο ανακριτής και ο ιατροδικαστής μας είπε ότι ο γιος μου δεν υπέφερε. Πρώτα λιποθύμησε από τον καπνό και μετά κάηκε. Ήταν ένα είδος παρηγοριάς για εμάς. Ο γιος μου εγκλωβίστηκε στο δρόμο του θανάτου και εκεί χάθηκαν πολλοί. Είχε ακούσει μάλλον ότι η φωτιά πάει προς τον Άγιο Πέτρο και αποφάσισε να πάει από Μαραθώνος. Τους οδηγούσαν προς αυτό το δρόμο. Εκεί έρχονταν αυτοκίνητα προς Νέα Μάκρη και από Νέα Μάκρη προς Ραφήνα».
Μάλιστα, ο κ. Χαμηλοθώρης κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του με λυγμούς αναφέρθηκε και στην απώλεια της συζύγου του. «Ήταν μια υγιής γυναίκα αλλά από εκείνη την ημέρα δεν ήταν καλά. Έπαθε καρδιακή προσβολή. Την έχασα», ανέφερε και ολοκληρώνοντας την κατάθεσή του ο μάρτυρας είπε: «Μια ευχή μόνο, να μη ξαναγίνει…»
«Προσπαθούσα να σώσω τη γυναίκα μου, ήταν ΑΜΕΑ»
«Η συγχωρεμένη η γυναίκα μου ήταν ΑΜΕΑ. Ήταν κατάκοιτη σε ένα κρεβάτι, εγώ την φρόντιζα. Είχε σκλήρυνση κατά πλάκας. Υπήρχε μια γυναίκα γνωστή μου στο Ν. Βουτζά και μας φιλοξένησε για λίγο εκεί. Εγώ ότι χρήματα είχα τα ξόδευα για τη γυναίκα μου δεν είχαμε που να μείνουμε. Κάτσαμε αρκετό καιρό στο Νέο Βουτζά μέχρι να δούμε τι θα γίνει. Σκέφτηκα να τη βάλω σε ένα ίδρυμα, δε μπορούσα να τη κάνω καλά. Είχα φτιάξει τα χαρτιά. Ήταν όλα έτοιμα και την ημέρα της φωτιάς ήταν να τη πάω στο Ίδρυμα» είπε στην κατάθεσή του ο κ. Παναγιώτης Μανέτας, εγκαυματίας και ο ίδιος έχοντας υποβληθεί σε πολλά χειρουργεία.
Συνεχίζοντας την συγκλονιστική κατάθεσή του ο κ. Μανέτας ανέφερε ακόμη: «Ξαφνικά ακούμε για τη φωτιά που είχε πιάσει στη Πεντέλη. Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού που μας φιλοξενούσε είπε να φύγουμε. Πώς να φύγουμε; Και αυτή είχε πρόβλημα στα πόδια της. Βγήκα έξω είδα ένα κύριο με μια μάνικα να προσπαθεί. Είδα δυο πυροσβεστικά να κατεβαίνουν κάτω. Και ένα περιπολικό της Αστυνομίας, από το οποίο κανείς δεν κατέβηκε κάτω να που πει κάτι. Μου έκαναν απλά νόημα να φύγω σαν να με χαιρετάγανε. Πήγα στο σπίτι. Η φωτιά είχε φτάσει 20 με 30 από το σπίτι. Έβαλα τη γυναίκα μου στο καρότσι και βοήθησαν και την κυρία Βασιλική. Πήγαμε 30 μέτρα. Ήρθε ένας ιδιώτης με ένα φορτηγάκι που μας είπε να μας βοηθήσει. Να βάλουμε τη γυναίκα μου στη καρότσα. Πώς να σηκώσουμε ένα άνθρωπο 100 κιλά και 1,80 ύψος;. Η φωτιά είχε πλησιάσει. Λέω στην κυρία Βασιλική «φύγε εσύ». Άρχισε να καίγεται όλο το σώμα μου. Σκεφτόμουν να σώσω τη γυναίκα. Κράτησα τη ψυχραιμία μου. Δεν ξέρω που βρήκα το κουράγιο. Την τράβηξα με τα χέρια και τη πήγα σε ένα σπίτι που είχε ένα κενό και την κράτησα εκεί. Έκανα προσευχή και ο Θεός με άκουσε. Μου έφερε δυο αγγέλους. Δυο νέα παιδιά. Ήταν αστυνομικοί εκτός υπηρεσίας, που ήρθαν και μας βρήκανε. Αυτοί μας σώσανε. Και σώσανε 20 με 30 άτομα. Δε θυμάμαι τα ονόματά τους. Βγάλανε και άλλους από ένα σπίτι δίπλα. Δυστυχώς δεν μπορούσανε να σηκώσουν τη γυναίκα μου να την βάλανε στο αμάξι. Ήρθε ένα πυροσβεστικό τη πήρε. Έζησε τέσσερις μέρες και πέθανε. Είχε εισπνεύσει καπνούς. Εγώ μπήκα στο νοσοκομείο Δεν υπήρχε ενημέρωση από κανένα. Τίποτα δεν υπήρχε, τίποτα. Πληρώνουμε τους φόρους τα πάντα. Δεν έπρεπε να μας βοηθήσουν;. Με έσωσε ο Θεός. Μας αφήσανε μόνους. Να στείλουν ένα αμάξι κάτι να σωθούμε. Έχω κάνει δυο χειρουργεία, δεν μπορώ να ανοίξω τα χέρια μου. Πρέπει να κάνω ακόμη δυο χειρουργεία στο κάθε χέρι και αν φτιάξουν. Δεν μπορώ να βαδίσω καλά. Η φωτιά δε με άγγιξε. Από τα θερμικά αέρια το έπαθα. 400 βαθμοί Κελσίου. Αν ήμουν σε επαφή με τη φωτιά θα είχα λιώσει. Έχω θέματα υγείας με τα χέρια και με τα νεύρα από τα καψίματα. Ζητώ Δικαιοσύνη για την αμέλεια και εύχομαι να συμβεί ποτέ ξανά αυτό».
«Κάποιοι δεν άφησαν τη μητέρα μου να γνωρίσει την εγγονή της»
Ακολούθως στο βήμα του μαρτύρα ανέβηκε ο κ. Έκτoρας Διαμαντίδης, ο οποίος έχασε τη μητέρα του στις φλόγες: «Από την ημέρα που την έχασα, έχασα το χαμόγελο από τα χείλη μου. Ήμουν δεμένος μαζί της. Κάποιος της στέρησε τη δυνατότητα να γνωρίσει την εγγονή της. Ήμουν στο Μαρούσι εκείνη την ημέρα εργαζόμουν. Είμαι νοσηλευτής. Διάβασα για τη φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Πίστεψα αρχικά ότι θα τη σβήσουν, όπως πάντα. Όταν είδα ότι πάει προς Καλλιτεχνούπολη άρχισα να καλώ την μητέρα μου και δεν απαντούσε. Γύρω στις 6:40 την βρήκα. Κατάλαβα ότι τίποτα δε πάει καλά. Άκουγα ουρλιαχτά από μέσα. «Έκτορα τρέχω να σωθώ καίγομαι» μου είπε. Κάλεσα τον αδελφό της μητέρας μου. Προσπαθούσα να βρω τη μητέρα μου και τον πατριό μου. Τίποτα. Δεν κατάφερα να επικοινωνήσω, ούτε με την Πυροσβεστική, ούτε με την Αστυνομία. Κανείς δεν απαντούσε. Ήταν όλοι απών. Γύρω στις 9 το βράδυ κατάφερα να βρω τον πατριό μου. Με τρεμάμενη φωνή μου είπε να φανώ δυνατός και ότι η μητέρα μου έχει πεθάνει εντός της σπιτιού», περιέγραψε ο μάρτυρας για να συνεχίσει: «Έπαθα κρίση πανικού του ζητούσα να μου τη δώσει να της μιλήσω».
Στη συνέχεια ο μάρτυρας είπε ότι μαζί με συγγενείς του πήγε στη Νέα Μάκρη χωρίς, όπως κατέθεσε, να δουν στη διαδρομή κάποιο περιπολικό ή πυροσβεστικό όχημα ώστε να ενημερώνει τους πολίτες: «Είπαμε να δηλώσουμε τη μητέρα μου αγνοούμενη, τα κινητά της χτυπούσαν ακόμη. Ξεκινήσαμε για το σπίτι δεν υπήρχε κανένας να μας σταματήσει. Σπίτια και αμάξια καιγόντουσαν. Δεν υπήρχε ρεύμα. Την ώρα που φτάσαμε ένα κομμάτι του σπιτιού μισοκαίγονταν. Ο πατριός μου και εγώ μπήκαμε μέσα. Δεν ξέραμε που πατούσαμε αν θα υποχωρήσει το σπίτι ολόκληρο Είχαμε ανοίξει τα φλας των κινητών για να βλέπουμε. Κάποια στιγμή ο θείος έστρεψε το φακό προς τη κουζίνα. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ο πατριός μου να ουρλιάζει στον πατέρα μου «Γιώργο μη». Έχω κενό μνήμης μου τα είπαν μετά. Με άρπαξαν και με έβγαλαν έξω. Στις 5 το πρωί εμφανίστηκε ένα πυροσβεστικό που έτυχε να περνάει από τη περιοχή. Ο ένας πυροσβέστης πήγε με το πατριό μου μέσα στο σπίτι για να του υποδείξει που είναι η μητέρα μου. Κάποια στιγμή μας είπαν: «Θα έρθουν τα ΕΜΑΚ με πυροσβέστες να τη βγάλουν. Ήρθαν στις 7 το πρωί. Να βλέπεις τη μητέρα σου να βγαίνει σε ένα φορείο πάνω σε πορτοκαλί σακούλι δεν είναι ότι πιο ευχάριστο. Πήγαμε στο Γουδί. Η κατάσταση εκεί ήταν εφιαλτική. Γονείς και άνθρωποι ούρλιαζαν. Τότε μας είπαν να πάμε στο Σχιστό. Μας παίζανε μπαλάκι. Εκεί δε θα ξεχάσω μια μάνα πανιασμένη να ψάχνει τα παιδιά της. Ήταν 11 παιδιά που πέθαναν, τα οποία σύμφωνα με το κράτος έχουν 95% ευθύνη γιατί τα σκότωσαν. Όταν μετά από μια εβδομάδα πήγα να πάρω τη μητέρα μου, μας είπαν να μην τη δω γιατί ήταν σε αποσύνθεση επειδή ήταν εκτός ψυγείου. Η προσβολή των νεκρών συνεχίζονταν. Πέθανε σαν ποντίκι μες στη φάκα. Στο Μάτι ήμασταν μόνοι μας χωρίς βοήθεια. Όλοι ήταν στη Κινέττα λόγω της Motor Oil και έμειναν εκεί για να μην ξαναπιάσει…. Όπως και ο κατηγορούμενος, ο κ. Πορτοζούδης. Είχε πάρει το δεσμό του να πάει για καφέ. Άνθρωποι καιγόντουσαν και αυτός είχε πάει για καφέ. Ποτέ δεν θα βγάλω αυτό το ηχητικό από το κεφάλι. Μου. Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη ούτε στο Κράτος, ούτε στην αστυνομία. Κανένας δεν μας βοήθησε. Ζήσανε μόνοι τους πεθάνανε μόνοι τους. Θα μπορούσαν να έχουν ενημερώσει τον κόσμο ότι κινδυνεύει, να έχουν φτιάξε ένα πλάνο για τη ασφαλή διαφυγή τους».
«Κράτος ντροπής»
Τελευταίος, στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε ο κ. Γεώργιος Καΐρης, σύζυγος της αδικοχαμένης γυναίκας και πατριός του κ. Διαμαντίδη. Μαυροφορεμένος και ξεσπώντας σε πολλές φορές σε λυγμούς, ο μάρτυρας περιέγραψε τις τελευταίες στιγμές με τη σύντροφό του μέσα στο σπίτι τους στο Ν. Βουτζά. «Εκείνη την ημέρα η Τάνια μου ζήτησε να φάμε στη τραπεζαρία. Ίσως διαισθάνονταν ότι θα ήταν το τελευταίο γεύμα που θα κάναμε μαζί. Γύρω στις 5:15 ακούσαμε ότι η φωτιά έχει πάει στο Νταού Πεντέλης. Κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά. Στις 5:20 της είπα «ντύσου εσύ, θα πάω στον Άγιο Ιωάννη να δω τι γίνεται», ανέφερε ο μάρτυρας και συνέχισε: «Επέστρεψα στο σπίτι. Έβαλα το αμάξι μέσα στο γκαράζ. Είπα και στους γείτονες μας «να φεύγουμε καιγόμαστε». Είχαν ένα βρέφος 3 μηνών. … Φωνάξαμε τα σκυλιά ήταν εκπαιδευμένα, μπήκαν αμέσως στο αμάξι. Η Τάνια μου ζήτησε να μπει μέσα στο σπίτι για να πάρει τα πράγματα της. Κοσμήματα, χρήματα και χαρτιά. Έβγαλα το αμάξι και μπήκα μέσα στο σπίτι δεν την έβλεπα. Φώναζα «Τάνια, Τάνια». Νόμιζα ότι θα είχε βγει από την άλλη μεριά του σπιτιού. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχαν πάρει φωτιά τα πάντα. Δεν υπήρχε νερό, είχε κοπεί. ….Τα πάντα είχαν μαυρίσει. Η μέρα είχε γίνει νύχτα. Κανείς δεν υπήρχε. Με έκαιγε το θερμικό φορτίο, δεν μπορούσα να μπω στο σπίτι. Έχω στο μυαλό μου εικόνα να κάνω βήματα στον αέρα και να φωνάζω την Τάνια χωρίς η φωνή μου να βγαίνει».
Στη συνέχεια, ο μάρτυρας περιέγραψε τις προσπάθειες που κατέβαλλε ώστε να βρει βοήθεια. Δεν υπήρχε, όμως τίποτα, όπως είπε, ούτε αστυνομία, ούτε πυροσβεστική, ούτε κανείς από το Δήμο: «Κατάφεραν να βρω ένα τηλέφωνο και άρχισα να παίρνω τη γυναίκα μου. Μου είπε: «Καίγονται τα πάντα, δεν ξέρω τι να κάνω». Ίσως είναι το πιο τραγικό σημείο. Της είπα: «Μη φοβάσαι, της έδωσα το λόγο μου: «Θα ανέβω να σε πάρω». Πως μπορείς να συνεχίσεις να ζεις όταν έχεις δώσει το λόγο σου στον έρωτα της ζωή σου και δεν τον έσωσες. Δεν ξέρω πως υπάρχω. … Κάποια στιγμή γύρω στις 8 εμφανίστηκε ένα βανάκι της Πυροσβεστικής. Κλαίγοντας και ουρλιάζοντας το σταμάτησα. «Βοήθησε με. Η γυναίκα μου ζει πάμε να την πάρουμε» τους είπα. Γύρισε και μου είπε: «Εγώ είμαι εδώ για άλλη δουλειά και σηκώθηκε και έφυγε».
Ο κ. Καΐρης συνεχίζοντας αναφέρθηκε στις στιγμές που εντόπισε τη γυναίκα του νεκρή: «Μπήκαμε στο σπίτι …Ούρλιαζα και ένας πυροσβέστης με έβγαλε έξω. …Έμεινε αβοήθητη μια ολόκληρη ώρα. Κάποιοι την ώρα που εμείς καιγόμαστε είχαν πάει με τις φιλενάδες τους βόλτα και πηγαίνανε για καφέ ενώ ξέρανε τι συνέβη. Μιλώ για τον κ. Πορτοζούδη. Εν καιρώ ειρήνης στην Ανατολική Αττική έγινε πόλεμος από την ανυπαρξία του κράτους και όλων των υποδομών του. Μας αφήσανε να καούμε παντελώς. Μόνο ένα γιατρό είδα, διασώστη. Πάνω στη μηχανή του να πετάει το κράνος του κάτω και να λέει «δεν μπορώ είναι ο τέταρτος νεκρός και δεν πρόλαβα… Μετά από όλο αυτό δεν είχα που να μείνω. Κοιμόμουν τέσσερις ημέρες στο αυτοκίνητο. Πήγα στο πολιτιστικό κέντρο Νέας Μάκρης να πάρω εσώρουχα. Η απόλυτη ξεφτίλα. Και βρέθηκε ένας άνθρωπος και δυο κυρίες που μας επέτρεψαν δωρεάν να μείνουμε σε ένα ξενοδοχείο. Αυτό όφειλε να το κάνει το κράτος. Αυτό το κράτος της ντροπής θα έπρεπε να έχει σκεφτεί να χορηγηθούν οι τάφοι δωρεάν ώστε να μην υπάρχουν εκταφές. Διανοείστε ότι έχουν ξεκινήσει οι εκταφές; Υπάρχει άνθρωπος που από το Δήμο Αθηναίων του είπαν να κάνει εκταφή αλλιώς «θα πληρώσεις». Έκαιγε η φωτιά 77 λεπτά μέχρι να μπει μέσα στον οικισμό. Οι κατασκηνώσεις στις 5 εκκενώθηκαν. Ένας δεν υπήρχε να μας πει «φύγετε»;. Ξέρετε τι μου έμεινε κυρία πρόεδρε; Αυτό εδώ; (σ.σ. δείχνει στην έδρα ένα σακουλάκι). Είναι ότι απέμεινε από τον έρωτα της ζωής μου. Είναι αυτά που φόραγε. Να το ρολόι της. Η περιουσία μου είναι αυτή η σακούλα τίποτα άλλο».
Ολοκληρώνοντας την κατάθεσή του ο κ. Καΐρης διάβασε ένα ποίημα εις μνήμην της αγαπημένης του συζύγου και συγκλόνισε όταν είπε πως την ώρα που η Πυροσβεστική περισυνέλεξε τη σορό της, εκείνος ζήτησε από τους πυροσβέστες να ανοίξουν το σάκο για να τη χαιρετήσει. «Ο ήχος του φερμουάρ τρυπάει το κεφάλι μου. Και πώς να φιλήσεις τον έρωτα της ζωής σου για 21 ολόκληρα χρόνια; Τα χείλια της ήταν παγωμένα…».