O Waggoner και οι συνεργάτες του (2012) μέτρησαν 29 αστυνομικούς (27 άνδρες και 2 γυναίκες) από ένα Αστυνομικό Τμήμα της Ουάσιγκτον, οι οποίοι εκτελούσαν μόνο καθήκοντα οδηγού περιπολικού σε νυχτερινό ωράριο. Τους έγιναν δύο μετρήσεις σε προσομοιωτή, ενώ τους δόθηκε να συμπληρώσουν και το ερωτηματολόγιο Karolinska Sleepiness Scale.
Η μία μέτρηση έγινε στο τέλος της υπηρεσίας, μετά από 5 συνεχόμενες νυχτερινές βάρδιες και η άλλη την ίδια πρωινή ώρα μετά από 3 συνεχόμενες ημέρες εκτός υπηρεσίας.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τόσο η ψυχοκινητική επαγρύπνηση και το επίπεδο υπνηλίας όσο και οι οδηγικές επιδόσεις ήταν χειρότερες μετά τις νυχτερινές βάρδιες απ’ ότι μετά από τις ημέρες ξεκούρασης.
Ο James πραγματοποίησε παρόμοια έρευνα σε συνεργασία με τον Vila (2015), όπου εξέτασαν 78 οδηγούς περιπολικών αυτοκινήτων, υπηρετούντες στο Αστυνομικό Τμήμα του Σποκέιν της Ουάσιγκτον. Οι μισοί συμμετέχοντες οδηγούσαν σε έναν προσομοιωτή, κουρασμένοι μετά από 5 συνεχόμενες νυχτερινές βάρδιες και αφού ξεκουραζόταν οδηγούσαν εκ νέου τον προσομοιωτή ξεκούραστοι, ενώ οι υπόλοιποι οδηγούσαν σε έναν προσομοιωτή, κουρασμένοι μετά από 5 συνεχόμενες πρωινές βάρδιες και αφού ξεκουραζόταν οδηγούσαν εκ νέου τον προσομοιωτή ξεκούραστοι.
Τα αποτελέσματα της έρευνας του Νιώπα Θωμά με θέμα: «Η ψυχοσωματική κατάσταση των αστυνομικών κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των καθηκόντων τους» έδειξαν ότι οι αστυνομικοί που εξετάζονταν μετά από τις νυχτερινές βάρδιες είχαν χειρότερες επιδόσεις από τους αστυνομικούς που εξετάζονταν μετά από τις πρωινές βάρδιες, λόγω της αυξημένης κόπωσης και υπνηλίας.
Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και ο Radun με τους συνεργάτες του (2011), που έλαβαν απαντήσεις από 96 εισαγγελείς, 129 αστυνομικούς κυκλοφορίας και 100 αστυνομικούς της τοπικής αστυνομίας μιας Φιλανδικής πόλης, με πείρα στον τομέα της επιτήρησης, της κυκλοφορίας και της διερεύνησης των τροχαίων ατυχημάτων. Το συμπέρασμα ήταν ότι όσοι εργάζονται σε νυχτερινές βάρδιες ως οδηγοί οχημάτων, οι οποίοι πέραν των καθηκόντων τους επιφορτίζονται και με την υποχρέωση της οδήγησης που μπορεί να είναι συνεχόμενη καθ’ όλη τη βάρδια, έχουν αυξημένη κόπωση σε τέτοιο βαθμό, ώστε μετά το τέλος της βάρδιας να μην είναι σε θέση να οδηγήσουν άλλο, ακόμη και για την απλή μετάβαση στο σπίτι τους.
Οι Smith and Mason (2001), θέλησαν να δουν τις επιπτώσεις της νυχτερινής βάρδιας αναλόγως την ηλικία. Έτσι εξέτασαν 102 αστυνομικούς σε 7 συνεχόμενες νυχτερινές βάρδιες και διαπίστωσαν ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αστυνομικοί έτειναν να αναφέρουν υψηλότερα ποσοστά κόπωσης και υπνηλίας, καθώς και υψηλότερη πρόσληψη καφεΐνης από τους νεότερους αστυνομικούς.
Στα ανωτέρω προβλήματα έρχεται να προστεθεί και η χρήση από τους επιβαίνοντες των οπτικοακουστικών μέσων εντός του οχήματος (ασύρματος, car pc), τα οποία μειώνουν περαιτέρω την οδηγική απόδοση και γενικά την επαγρύπνηση. Αυτό διαπίστωσε ο James (2015), εξετάζοντας 80 οδηγούς περιπολικών αυτοκινήτων, υπηρετούντες σε ένα μεσαίου μεγέθους Αστυνομικό Τμήμα του βορειοδυτικού Ειρηνικού. Οι συμμετέχοντες οδηγούσαν σε έναν προσομοιωτή, κουρασμένοι μετά από 5 συνεχόμενες βάρδιες και αφού ξεκουραζόταν οδηγούσαν εκ νέου τον προσομοιωτή ξεκούραστοι πλέον. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η απόσπαση της προσοχής των οδηγών μετά τις συνεχόμενες βάρδιες ήταν μεγαλύτερη απ’ ότι όταν οδηγούσαν ξεκούραστοι