Η απόλυτη φρίκη που έζησε ζευγάρι ηλικιωμένων στην Εύβοια, όταν ληστές εισέβαλλαν στο σπίτι τους στις 3 τα ξημερώματα, αποτυπώνεται σε απόφαση που εξέδωσε το Ε΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου. Οι σκληροί κακοποιοί χτύπησαν και έδεσαν τους δυο ηλικιωμένους που εκείνη την ώρα κοιμόνταν και τους αφαίρεσαν μετρητά και άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Στη συνέχεια αναχώρησαν από το σπίτι, έχοντας κλειδώσει το ζευγάρι μέσα στο μπάνιο. Όμως για κακή τους τύχη, αστυνομικοί τους εντόπισαν και τους καταδίωξαν, με αποτέλεσμα το όχημά τους να προσκρούσει σε τοίχο και να ακινητοποιηθεί. Αργότερα, διαπιστώθηκε πως ο ένας από τους ληστές είχε εργαστεί στο παρελθόν στο σπίτι του ζευγαριού!
Η συγκεκριμένη υπόθεση απασχόλησε τον Άρειο Πάγο, έπειτα από αίτηση αναίρεσης που κατάθεσε κατά της εφετειακής απόφασης ένας εκ των καταδικασθέντων. Στην αίτησή του υποστήριζε ότι η απόφαση του Εφετείου που τον καταδίκασε σε 16 χρόνια κάθειρξη για τις αξιόποινες πράξεις της ληστείας κατά συναυτουργία και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, πρέπει να αναιρεθεί λόγω μη εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Η καταδίωξη και η πρόσκρουση σε τοίχο
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στη δικαστική απόφαση, τον Ιανουαρίου του 2016 αστυνομικοί που εκτελούσαν περιπολία εντόπισαν ένα ΙΧ αυτοκίνητο, το οποίο έκριναν ύποπτο και αποφάσισαν να το ελέγξουν. Αμέσως άναψαν το φάρο του περιπολικού και έκαναν χρήση των ηχητικών συστημάτων για να ειδοποιήσουν τον οδηγό του αυτοκινήτου να σταματήσει για έλεγχο. Ο οδηγός, όμως, παρότι αντιλήφθηκε το σήμα στάσης των αστυνομικών ανέπτυξε ιλιγγιώδη ταχύτητα και προσπάθησε να διαφύγει. Οι αστυνομικοί καταδίωξαν το αυτοκίνητο. Ο οδηγός έχασε τον έλεγχο και το αυτοκίνητο προσέκρουσε σε τοιχίο και ακινητοποιήθηκε. Από τον έλεγχο που ακολούθησε βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, κοσμήματα, ρολόγια, κινητά τηλέφωνα, ένα ζεύγος υφασμάτινα γάντια, κατσαβίδια, ένα διαρρηκτικό εργαλείο σε σχήμα γάντζου, ένας μικρός φακός, μία μαύρη ζακέτα με κουκούλα, κ.ά.
Μάλιστα, την ώρα που οι αστυνομικοί διενεργούσαν τον έλεγχο, ενημερώθηκαν ότι λίγο νωρίτερα άγνωστοι δράστες είχαν ληστέψει ένα ζευγάρι. Οι αστυνομικοί οδήγησαν τον οδηγό του οχήματος στο αστυνομικό τμήμα, στο οποίο στο μεταξύ είχε μεταβεί και το ζευγάρι, ο σύζυγος 69 ετών και η σύζυγός του 63 ετών.
Ο 69χρονος αναγνώρισε ανεπιφύλακτα στο πρόσωπο του οδηγού του οχήματος, τον έναν από τους δράστες της ληστείας ο οποίος τον κρατούσε και τον χτυπούσε με γροθιές στο κεφάλι και στο πρόσωπο. Μάλιστα, ο οδηγός ομολόγησε την πράξη του και κατονόμασε ως συνεργούς τους δύο ακόμη άτομα, οι οποίοι, όπως υποστήριξε, είχαν διαφύγει με άλλο μέσο και είχαν πάρει το ποσό των 10.000 ευρώ, που είχαν αφαιρέσει από το σπίτι του ζευγαριού. Ο ένας δε από τους συνεργούς εργαζόταν στο παρελθόν στο σπίτι του ζευγαριού και γνώριζε ότι σε αυτό υπήρχαν χρήματα.
«Τους έδεσαν με καλώδια και τους χτυπούσαν»
Στη δικαστική απόφαση, αποτυπώνεται η φρίκη που έζησε το ζευγάρι των ηλικιωμένων, όταν οι δράστες είχαν εισέλθει στο σπίτι τους από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα του σαλονιού. «Ξύπνησαν και είδαν 3-4 άτομα επάνω από τα κεφάλια τους», αναφέρει χαρακτηριστικά η απόφαση. Να σημειωθεί πως το Εφετείο είχε δεχθεί πως οι δράστες της ληστείας ήταν τέσσερις. Οι δυο από τους δράστες με την βοήθεια και των συνεργών τους και με τη χρήση μαχαιριού ακινητοποίησαν, έδεσαν και χτύπησαν το ζευγάρι.
Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι ο ένας εκ των κατηγορουμένων αφού έριξε τη σύζυγο στο πάτωμα, της έδεσε τα χέρια και τα πόδια με πλαστικά δεματικά και το καλώδιο του τηλεφώνου και έβαλε την παλάμη του πάνω στο πρόσωπό της, κλείνοντας το στόμα της για να μη φωνάζει. Στη συνέχεια άλλος κατηγορούμενος κρατούσε τον σύζυγο και τον χτύπησε με γροθιές στο κεφάλι και στην πλάτη με αποτέλεσμα, αυτός να υποστεί «εκχύμωση αριστερού οφθαλμού, αιμάτωμα αριστερά και δεξιά της κεφαλής, εκτεταμένο μώλωπα παρειών άμφω, ερυθρότητα ρινός και μετωπιαίας χώρας αριστερή οπίσθια ωμική χώρα, εκδορά στον οπίσθιο θωρακικό λοβό, εκδορές στην πηχειοκαρπική άμφω και στο δεξιό βραχίονα».
Ακόμη ο δράστης «έδεσε τα χέρια και τα πόδια του παθόντος με καλώδιο και τον σκέπασε με το πάπλωμα» ενώ την ίδια ώρα οι συνεργοί του έψαχναν στο σπίτι για να βρουν τα χρήματα.
Σε δεινή θέση βρέθηκε η 63χρονη σύζυγος, για την οποία η απόφαση αναφέρει: « Η παθούσα φοβήθηκε και τους έδωσε 150 ευρώ που είχε στην τσάντα της. Οι δράστες επέμεναν και ζητούσαν «πολλά λεφτά». Η παθούσα φοβούμενη ότι ο άνδρας της είχε πεθάνει αναγκάσθηκε να τους υποδείξει το σημείο, όπου υπήρχε κρυμμένο το ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο αφαίρεσαν οι δράστες μαζί με τα υπόλοιπα κλοπιμαία που βρέθηκαν στα χέρια των δύο κατηγορούμενων και κατασχέθηκαν, όταν συνελήφθησαν. Όταν οι δράστες επέτυχαν το σκοπό τους έσυραν τους δύο παθόντες στο μπάνιο της οικίας όπου τους κλείδωσαν και έφυγαν. Οι παθόντες παρέμειναν εκεί περίπου μισή ώρα και φώναζαν για να τους ακούσουν οι γείτονες. Πράγματι οι φωνές τους ακούσθηκαν από το ανοικτό εξωτερικό παράθυρο του μπάνιου και τελικά ελευθερώθηκαν από τους γείτονες που εισήλθαν στην οικία από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα».
Ο νέος Ποινικός Κώδικας και η επιεικέστερη νομοθεσία
Εξετάζοντας την όλη υπόθεση ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η απόφαση του Εφετείου είχε την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και πως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε όλα τα στοιχεία της δικογραφίας. Έτσι, οι αρεοπαγίτες ως προς αυτό το σκέλος απέρριψαν την αίτηση αναίρεσης του καταδικασθέντα. Αντίθετα, σε ότι αφορά στην κύρια ποινή και την παρεπόμενη ποινή της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων που επιβλήθηκε στον δράστη της ληστείας, ο Άρειος Πάγος έκρινε πως σύμφωνα και με τις σχετικές διατάξεις του νέου Ποινικού Κώδικα πρέπει να αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου εν μέρει α) ως προς τις επί μέρους επιβληθείσες ποινές και την συνολική, και β)ως προς τη διάταξη της περί επιβολής στον κατηγορούμενο της παρεπόμενης ποινής της αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων του. Έτσι, η υπόθεση παραπέμφθηκε ως τα ζητήματα αυτά για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο.