«Στραγγάλισα τον άντρα μου! Τον έχω στο αυτοκίνητο και ήρθα να παραδοθώ!», έλεγε η αλαφιασμένη γυναίκα που πάρκαρε το αμάξι της, ένα ασημί γκολφ, ακριβώς μπροστά από τα γραφεία της ΓΑΔΑ στη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Ένας αστυνομικός πλησίασε το αυτοκίνητο της για να διαπιστώσει αν λέει την αλήθεια. Ναι, υπήρχε ένα πτώμα στη θέση του συνοδηγού.
Η γυναίκα, γνωστή ως Γεωργία Π., προσήχθη αμέσως στη Διώξη Ανθρωποκτονιών. Ήταν σε κακή κατάσταση, με εμφανή χτυπήματα στο πρόσωπο και στο κεφάλι. Φαινόταν μετανιωμένη και ταυτόχρονα, αντιμετώπιζε στωικά την αλήθεια. Είχε σκοτώσει τον άντρα της και είχε έρθει στην αστυνομία για να παραδοθεί.
«Πίστεψε με κύριε Σόμπολε, τραβάγαμε τα πάθη του Θεού μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Μας είχε κάνει κόλαση τη ζωή κι εμένα και των παιδιών μας. Δεν αντέχαμε άλλο και πήρα την απόφαση να χωρίσουμε.
Αυτός δεν ήθελε με τίποτα. Γι’ αυτό και ήθελε να με δολοφονήσει. Με πήγε στη Μαλακάσα για να με βασανίσει και να με σκοτώσει. Με χτύπησε, με υποχρέωσε να βγάλω τα ρούχα που φορούσα. Με έδεσε με ένα συρματόσχοινο πίσω από το αυτοκίνητο και ήθελε να με σύρει δεμένη και γυμνή μέχρι την Ομόνοια, για να πεθάνω μαρτυρικά, με αυτόν τον τρόπο.
Σε κάποια φάση, πρόλαβα, του πέρασα στο λαιμό τη γραβάτα που είχε άλυτη στον ώμο του, τον έσφιξα και δυστυχώς τον έπνιξα χωρίς να έχω πρόθεση να τον σκοτώσω, πιστέψτε με!» έλεγε η Γεωργία Π., εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό του 1989, στον δημοσιογράφο της ΕΡΤ, Πάνο Σόμπολο.
Η ιστορία του ζευγαριού
Ο Κώστας και η Γεωργία Π., είχαν αμφότεροι γεννηθεί στην Αμαλιάδα. Είχαν γνωριστεί στα μέσα της δεκαετίας του ’60 στην Αθήνα, όταν εκείνος δούλευε ως ταξιτζής στο Μπουρνάζι (αργότερα εργάστηκε και σε επιχείρηση απολυμάνσεων) και εκείνη ως σερβιτόρα σε καφενείο στην Κυψέλη.
Παντρεύτηκαν το 1968, όταν εκείνη ήταν μόλις 16 ετών και εκείνος 24, και έκαναν τρία παιδιά. Αρχικά το ζευγάρι ζούσε μια άνετη ζωή, με τον Κωνσταντίνο να βγάζει ένα καλό μεροκάματο από το ταξί.
Στο πέρασμα των ετών όμως, ξεκίνησαν οι καυγάδες, με τη Γεωργία να κατηγορεί τον σύντροφο της πως έπαιζε το μεροκάματο του στον ιππόδρομο και σε άλλες δραστηριότητες τζογαδόρων, και δεν έδειχνε ενδιαφέρον για τα παιδιά τους.
Οι τσακωμοί μεταξύ τους συνεχίστηκαν, με τη Γεωργία να αρθρώνει ακόμα και απειλές χωρισμού προς τον άντρα της, που απαντούσε συνήθως με λεκτική, και όχι μόνο, βία. Και κάπως έτσι, φτάσαμε στο πρωινό της 29ης Δεκεμβρίου 1989.
Εκείνο το πρωί, ο Κώστας είχε πάει στο καφενείο που δούλευε η γυναίκα του, εμφανώς μεθυσμένος. Είχε ζητήσει ουίσκι. Εκείνη του το είχε φέρει. Είχαν λογομαχήσει έντονα, κι εκείνος την είχε προστάξει να τελειώσει τη δουλειά της και να τον ακολουθήσει στο αμάξι.
Οι προστριβές τους ήταν πιο έντονες από κάθε φορά. Κατευθύνθηκαν προς τη Μαλακάσα. Εκείνος ξαφνικά σταμάτησε το αυτοκίνητο, και της ζήτησε να γδυθεί.
Σε έξαλλη κατάσταση, κρατώντας συρματόσχοινο, επιχείρησε να τη δέσει στον προφυλακτήρα του αμαξιού, απειλώντας πως θα τη σέρνει στο δρόμο, γυμνή, μέχρι να φτάσουν στην Ομόνοια. Εκείνη τον παρακάλεσε κλαίγοντας να κάνει πίσω.
Αν και αρχικά τον έπεισε, και μπήκαν στο αμάξι, εκείνος ήταν και πάλι, εκτός εαυτού. Η Γεωργία είδε τη γραβάτα που είχε αφήσει στον ώμο του, την άρπαξε και την τύλιξε γύρω από το λαιμό του. Εκτός εαυτού κι εκείνη πλέον, τον είχε πνίξει μέσα σε δευτερόλεπτα.
Η αστυνομία άκουσε προσεκτικά την ομολογία της δράστιδας, και αρχικά, επιχείρησε να εξακριβώσει αν είχε υπάρξει και κάποιος συνεργός στο έγκλημα της.
Η εξέταση του πτώματος του Κώστα, αλλά και της Γεωργίας, επιβεβαίωσαν πως είχε πεθάνει από στραγγαλισμό, και πως είχε προλάβει να κακοποιήσει σωματικά τη σύντροφο του.
«Πώς βρήκατε τη δύναμη να τον στραγγαλίσετε;»
«Σας είπα, ήταν ατύχημα, αλλά μου είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη».
«Πόσων χρονών παντρευτήκατε;»
«Ήμουν 16μιση-17 χρονών όταν παντρευτήκαμε. Μέναμε στην Αθήνα. Εγώ δούλευα στη λέσχη κι αυτός είχε ταξί δικό του. Αλλά αργότερα το πούλησε και τα λεφτά που πήρε τα παίξε στα ζάρια. Ήταν και άσωτος.
Γυρνούσε στα κέντρα διασκέδασης τη νύχτα. Τελευταία είχε πάει στην Αμαλιάδα και είχε μείνει εκεί πέντε μήνες. Κάθε βράδυ πήγαινε εκεί και γλεντούσε στα μπουζούκια».
Η Γεωργία είπε αυτά κι άλλα πολλά στους δημοσιογράφους για τον Κώστα, που είχε ρίξει γροθιά και είχε ματώσει το στόμα της κόρης του, που είχε κλείσει τον μικρό του γιο σε σταύλο(!) κι αν δεν βρισκόταν μια θεία για να ανοίξει, θα πέθαινε.
Το ρεπορτάζ της κρατικής τηλεόρασης στον τόπο εργασίας της, επιβεβαίωνε μέχρι κεραίας όσα είχε δηλώσει. Ήταν ένας βίαιος άντρας ο Κώστας, που την εξευτέλιζε, συχνά δι’ ασήμαντο αφορμή.
Όταν οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη
Η 37χρονη δράστιδα ύστερα από την απολογία της, και με ομόφωνη γνώμη εισαγγελέα και ανακριτή, προφυλακίστηκε.
Η υπόθεση της εκδικάστηκε περίπου έναν χρόνο μετά, στις 7 Δεκεμβρίου 1990. Στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών, η Γεωργία υπερασπίστηκε την αλήθεια της, μέχρι τελείας.
Ο εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή της, για ανθρωπόκτονία εκ προθέσεως με μοναδικό ελαφρυντικό τον βρασμό ψυχικής ορμής. Κάπου εκεί όμως συνέβη κάτι που ίσως, κανείς δεν περίμενε.
Το δικαστήριο αποσύρθηκε σε διάσκεψη και λίγο αργότερα, εκφωνήθηκε η απόφαση του. Η Γεωργία κρίθηκε ομόφωνα αθώα, με το σκεπτικό ότι την ώρα του εγκλήματος βρισκόταν σε νόμιμη άμυνα.
«Είμαι χαρούμενη και συνάμα λυπημένη. Χαρούμενη γιατί επιτέλους μετά από έναν χρόνο στη φυλακή, μπορώ να γυρίσω στα παιδιά μου. Λυπημένη γιατί πραγματικά, όσο κι αν δεν το ήθελα, έγινα η αιτία να χαθεί ένας άνθρωπος από τη ζωή» είχε δηλώσει τότε η Γεωργία.
Σημαντική λεπτομέρεια σε όλη αυτή την ιστορία. Τα παιδιά της Γεωργίας ήταν στο πλευρό της μητέρας της σε όλη τη διάρκεια της δίκης. Δεν έφυγαν λεπτό από κοντά της.
Η ιστορία έχει παρουσιαστεί σε πλήρη μορφή και στο βιβλίο «Εγκλήματα Γένους Θηλυκού», του Πάνου Σόμπολου.
Πηγή: reader.gr