Όταν μια γυναίκα σκοτώνει όπως η Πισπιρίγκου και η Μουρτζούκου δεν μιλάμε απλώς για ένα έγκλημα αλλά ένα σοκ στον ίδιο τον πυρήνα της κοινωνίας. Άλλωστε, το θηλυκό στη φύση το έχουμε συνδέσει με τη φροντίδα, τη μητρότητα, την αυτοθυσία.
Όταν, όμως, μια μητέρα κατηγορείται ότι αφαιρεί τη ζωή των παιδιών της ή όταν μια γυναίκα σχεδιάζει και εκτελεί έναν φόνο με ψυχραιμία, το αφήγημα καταρρέει. Τότε, αντί να δούμε καθαρά, ψάχνουμε πρόχειρες εξηγήσεις: «παρασύρθηκε», «ήταν ευάλωτη», «δεν ήξερε τι έκανε». Όμως μήπως ήξερε πολύ καλά; Και μήπως η κοινωνία γύρω της δεν ήθελε να δει;
Το έγκλημα ως καταφύγιο ή διέξοδος;
Η γυναικεία εγκληματικότητα, όταν δεν έχει οικονομικό ή αμυντικό κίνητρο, παίρνει άλλες, σκοτεινότερες διαστάσεις. Κάποιες φορές είναι καρπός μιας μακροχρόνιας ψυχολογικής καταπίεσης. Άλλες, μιας ανάγκης για έλεγχο, προσοχή ή εκδίκηση. Σε κάθε περίπτωση, πίσω από την πράξη κρύβεται ένα κενό — υπαρξιακό, κοινωνικό, συναισθηματικό. Και όσο αυτό το κενό μένει αδιάγνωστο και άγνωστο, τόσο οι γυναίκες που το κουβαλούν κινδυνεύουν να το γεμίσουν με καταστροφή.
Η αποτυχία της οικογένειας και η αδιαφορία της κοινωνίας
Ο ρόλος της οικογένειας σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Όταν το σπίτι γίνεται χώρος απόρριψης, καταπίεσης ή αδιάφορης συνύπαρξης, η προσωπικότητα χτίζεται σε σαθρά θεμέλια. Οι γυναίκες αυτές έμαθαν από νωρίς να καταπνίγουν τον θυμό τους, να κρύβουν τις ανασφάλειές τους πίσω από υπερβολικό έλεγχο ή υποκριτική ευγένεια. Η κοινωνία, με τη σειρά της, δεν έχει τους μηχανισμούς ούτε για να εντοπίζει τέτοιες παθογένειες εγκαίρως, ούτε για να παρέχει ουσιαστική υποστήριξη. Τα σήματα κινδύνου αγνοούνται, μέχρι να γίνει το κακό.
Πισπιρίγκου και Μουρτζούκου: Παράλληλες πορείες στο σκοτάδι
Οι υποθέσεις της Ρούλας Πισπιρίγκου και της Ειρήνης Μουρτζούκου έχουν κοινές συνιστώσες που ξεπερνούν τα γεγονότα και φτάνουν στη δομή της προσωπικότητάς τους. Η Πισπιρίγκου κατηγορείται για τον θάνατο των τριών παιδιών της — ένα προς ένα — μέσα σε ένα περιβάλλον που έμοιαζε φυσιολογικό προς τα έξω, αλλά έκρυβε χειρισμό, μανία ελέγχου, και έντονη ναρκισσιστική ανάγκη για προσοχή. Η ίδια διατηρούσε, μέχρι τέλους, ένα προφίλ «μητέρας-θύματος», ενώ το ψέμα διαδέχονταν το ψέμα με καταπληκτική ψυχραιμία και θεατρικότητα.
Η Μουρτζούκου, από την άλλη, ήταν 11 χρόνια ελεύθερη από το πρώτο της έγκλημα. Και εδώ βλέπουμε τη μεθοδικότητα, την πλήρη απουσία ενοχής και την κατασκευή μιας ψευδούς πραγματικότητας για να διασωθεί η εικόνα. Και στις δύο περιπτώσεις, το κοινό στοιχείο είναι η απώλεια ενσυναίσθησης, η χειραγώγηση της κοινής γνώμης και η ανάγκη να διατηρηθεί ένας ρόλος – μητέρας, γυναίκας, συντρόφου – με κάθε κόστος, ακόμη και με φόνο.
Αν υπάρχει μια κοινή ψυχοσύνθεση, είναι αυτή της χειριστικής προσωπικότητας με ναρκισσιστικά στοιχεία και υψηλή ικανότητα παραπλάνησης, που δεν σκοτώνει σε μια έκρηξη θυμού, αλλά με έναν σχεδόν «λειτουργικό» τρόπο, σαν να εκπληρώνει ένα σχέδιο. Αυτό είναι ίσως το πιο ανατριχιαστικό.
Η βία στις νέες γυναίκες και η σπορά μιας εκρηκτικής γενιάς
Η άνοδος της βίας στις νεαρές ηλικίες — ακόμη και σε κορίτσια — είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται με αυξανόμενη ανησυχία. Η απουσία σταθερής ταυτότητας, η έκθεση σε βίαια πρότυπα στα social media, η αποσύνδεση από ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις και η έλλειψη ψυχολογικής εκπαίδευσης δημιουργούν έναν εκρηκτικό συνδυασμό. Σήμερα, οι νέες γυναίκες δεν μαθαίνουν να επεξεργάζονται την απογοήτευση. Μαθαίνουν να την εκδικούνται.
Όσο η κοινωνία επιμένει να βλέπει τις γυναίκες που εγκληματούν ως «απρόβλεπτες εξαιρέσεις» και όχι ως προϊόντα ενός κοινωνικού και οικογενειακού κενού, θα συνεχίσει να παράγει τέτοιες τραγωδίες. Το σοκ και ο ηθικός πανικός δεν λύνουν το πρόβλημα. Αντίθετα, το διαιωνίζουν. Χρειαζόμαστε εκπαίδευση στην ψυχική υγεία, έγκαιρη παρέμβαση στις δυσλειτουργικές οικογένειες, κοινωνική αφύπνιση και, πάνω απ’ όλα, το κουράγιο να κοιτάξουμε την αλήθεια κατάματα: ότι το έγκλημα, όταν φορά το πρόσωπο μιας γυναίκας, δεν είναι λιγότερο εφιαλτικό — είναι απλώς πιο δύσκολο να το αποδεχθούμε.