Παρατηρήσεις επί συγκεκριμένων άρθρων του ασφαλιστικού νομοσχεδίου διατυπώνει η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΣ). Σε σχετική γνωμοδότησή της η Ολομέλεια, αναφέρει ότι βασικά άρθρα του νομοσχεδίου αντιμετωπίζουν νομικά προβλήματα. Μεταξύ άλλων τα άρθρα αυτά είναι τα 20-21,24-25 και 27.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι παρατηρήσεις της Ολομέλειας επί του νομοσχεδίου για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό του Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.), έχουν καθαρά γνωμοδοτικό χαρακτήρα και έγκειται στη διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης να τις λάβει υπόψη της. Τον τελευταίο λόγο για την συνταγματικότητα και νομιμότητα των διατάξεων του εν λόγω ασφαλιστικού νομοσχεδίου (και εν συνεχεία ασφαλιστικού νόμου) θα έχουν και πάλι το Ελεγκτικό Συνέδριο και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Και αυτό όταν και εφόσον κατατεθούν σχετικές προσφυγές ενώπιον τους.
Ενδεικτικά, σε πολυσέλιδη γνωμοδότησή της Ολομέλεια του ΕΣ αναφέρει για το άρθρο 22: Η διατύπωση του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης βγ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 14, όπως προστίθεται με την προτεινόμενη ρύθμιση, είναι ημιτελής και, ως εκ τούτου, πρέπει να συμπληρωθεί σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οικεία αιτιολογική έκθεση. Στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω διάταξης, όπως έχει διατυπωθεί, φαίνεται να υπάγονται και οι συνταξιούχοι που είχαν ήδη αναλάβει εργασία ή είχαν ήδη αποκτήσει ιδιότητα ή δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 (12.5.2016) και οι ακαθάριστες συντάξεις τους, κύριες και επικουρικές, έχουν ήδη υποστεί περικοπή σε ποσοστό 60%, σύμφωνα με την αντίστοιχη διάταξη του ν. 4387/2016, όπως σήμερα ισχύει. Έτσι όμως προκύπτει και αναδρομική ισχύς της διάταξης, με συνέπεια ενδεχομένως να προκύπτουν αξιώσεις για επιστροφή της προκύπτουσας διαφοράς μεταξύ του αρχικώς θεσπισθέντος ποσοστού μείωσης της τάξης του 60% και της προβλεπόμενης με τη νέα διάταξη μείωσης του 30%.
Πρέπει να διευκρινισθεί αν οι συνταξιούχοι του Ε.Φ.Κ.Α. που από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 (12.5.2016) είχαν αναλάβει εργασία ή απέκτησαν ιδιότητα ή δραστηριότητα σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, οι οποίοι θα έχουν συμπληρώσει το 61ο και 62ο έτος της ηλικίας τους στις 28.2.2021 και την 1.3.2021 αντίστοιχα, υπάγονται στον κανόνα του αμέσως προηγούμενου εδαφίου, και οι ακαθάριστες κύριες και επικουρικές συντάξεις καθώς και οι προσυνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται μειωμένες σε ποσοστό 30%. Υπό την εκδοχή ότι η διάταξη είναι αναδρομική, ενδείκνυται να ρυθμιστεί το ζήτημα που τίθεται για όσους εξ αυτών, μετά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 (12.5.2016), είχαν αναλάβει εργασία ή είχαν ήδη αποκτήσει ιδιότητα ή δραστηριότητα σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και η καταβολή της σύνταξής τους είχε ανασταλεί πλήρως, σύμφωνα με τη διάταξη της ήδη ισχύουσας παρ. 2 του άρθρου 20.
Επί της παραγράφου 7 του άρθρου 20, στη γνωμοδότηση της Ολομέλειας αναφέρεται: Στο εδ. β προβλέπεται ότι σε περίπτωση παράλειψης υποβολής δήλωσης από τον συνταξιούχο προς τον φορέα κύριας ασφάλισης του Ε.Φ.Κ.Α. ότι ανέλαβε εργασία ή απέκτησε ιδιότητα ή δραστηριότητα που υπάγεται υποχρεωτικά στον Ε.Φ.Κ.Α., καταλογίζεται με ποσό ίσο με το ύψος δώδεκα μηνιαίων συντάξεων. Η ρύθμιση αυτή, η οποία επιβάλλει συγκεκριμένο ποσό καταλογισμού χωρίς το ποσό αυτό να συναρτάται ούτε με τον χρόνο που διήρκεσε η παράλειψη, ούτε με την ωφέλεια που αποκόμισε ο συνταξιούχος από αυτήν (ανάλογα με το αν θα έπρεπε να του καταβληθεί μειωμένη σύνταξη, κύρια και επικουρική ή να ανασταλεί πλήρως η καταβολή τους) ενδέχεται να εγείρει ζήτημα αντίθεσής της προς την αρχή της αναλογικότητας.
Στο «δια ταύτα» δε της γνωμοδότησης της Ολομέλειας αναφέρονται τα εξής:
«Σημαντικά ζητήματα συνταγματικότητας του ν. 4387/2016 έχουν παραπεμφθεί από Τμήματα του Δικαστηρίου και εκκρεμούν ενώπιον της Ολομελείας, ως δικαιοδοτούντος οργάνου. Τέτοια ζητήματα είναι ιδίως (α) η υπαγωγή των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων και των στρατιωτικών σε ενιαίο με τους λοιπούς εργαζομένους φορέα ασφάλισης χωρίς διαφοροποίηση του ασφαλιστικού κεφαλαίου των μεν και των δε, (β) ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης των πρώτων, η οποία πλέον δεν δομείται εξ ολοκλήρου πάνω στην αρχή της εύλογης αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και σύνταξης και (γ) ο χαρακτήρας του Δημοσίου ως ευθέως και βασικώς ευθυνομένου για την καταβολή των συντάξεων στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους και στους στρατιωτικούς. Ως εκ τούτου, η γνωμοδότηση που διατυπώνεται από το Δικαστήριο στο παρόν πρακτικό περιορίσθηκε στην εξέταση των υπό επεξεργασία ρυθμίσεων από επόψεως άλλης εκτός από εκείνη που θα συνιστούσε πρόκριμα ή, εν πάση περιπτώσει, κρίση επί των κατά τα ανωτέρω παραπεμφθέντων στη δικαστική Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου ζητημάτων».
Οι θέσεις του εισηγητή
Αξίζει να σημειωθεί, πως ο επίτροπος της Επικρατείας Αντ. Νικητάκης σε εισήγηση του προς την Ολομέλεια είχε κάνει αναφορά σε αντισυνταγματικές διατάξεις του νομοσχεδίου αλλά και διατάξεις που έρχονται σε αντίθεση με υπερκείμενης ισχύος διατάξεις και κυρίως με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Ενδεικτικά επί του άρθρου 20 του νομοσχεδίου ο κ. Νικητάκης είχε επισημάνει: Στο επίμαχο άρθρο 20 διατυπώνονται οι γενικές αρχές που διέπουν το υπό θέσπιση ασφαλιστικό σύστημα (κοινωνικής δικαιοσύνης, ισότητας, αλληλεγγύης, αναδιανομής, υποχρεωτικότητας, ανταποδοτικότητας, ενότητας, επάρκειας και βιωσιμότητας του συστήματος), ενώ κατοχυρώνεται ρητώς η εγγυητική ευθύνη του Κράτους ως προς την βιωσιμότητα των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, την επάρκεια των παροχών και την παροχή ωφελειών στους πολίτες, μέσω της ανταποδοτικότητας.
Η αναγκαιότητα, όμως, της αναδιάρθρωσης του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος για την εξυπηρέτηση των ανωτέρω αρχών δεν συνιστά λόγο που μπορεί να δικαιολογήσει θεμιτά την παράκαμψη των συνταγματικών εγγυήσεων του ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών, διά της απορρόφησης του ειδικού αυτού συστήματος στο συνταγματικά διακριτό, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα. Επισημαίνεται, επίσης, ότι σε καμία περίπτωση δεν παρίσταται συνταγματικά θεμιτή, ενόψει των άρθρων 16, 21 παρ. 3, 22 παρ. 2, 23 παρ. 2 εδ. β, 45, 73 παρ. 2, 80, 87 επ., 103 και 104 του Συντάγματος σε συνδυασμό με τις κατ’ άρθρα 4 παρ. 5, 25 παρ. 1 δ και 4 του Συντάγματος αρχές της ισότητας στα δημόσια βάρη, της αναλογικότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης, η κατά παράβαση του ίδιου του Συντάγματος θεσμική αλλοίωση του ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών με την ενσωμάτωσή του στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, προκειμένου για λόγους αμιγώς δημοσιονομικούς να συμβάλλει διά του μηχανισμού των εισφορών στη βιωσιμότητα του συστήματος αυτού με το οποίο δεν συνδέεται εκ του Συντάγματος, ούτε είναι συνταγματικά επιτρεπτό να συνδεθεί δια νόμου, υποκαθιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο αφενός την υποχρέωση συμβολής στη βιωσιμότητα του εν λόγω συστήματος όσων μετέχουν σ’ αυτό (εν ενεργεία και συνταξιούχων απασχολούμενων με σχέση ιδιωτικού δικαίου και των εργοδοτών αυτών) και αφετέρου την εγγυητική ευθύνη του ίδιου του Κράτους για την σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρέωση χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης (βλ. ΕλΣ Ολ. 32/2018, 244/2017).
Η εκπλήρωση, άλλωστε, του χρέους κοινωνικής αλληλεγγύης, κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, και η ισότιμη συμβολή στα δημόσια βάρη για την κατηγορία αυτή συνταξιούχων, ενόψει και της συνταγματικής αρχής της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, δύναται να χωρήσει είτε στο πλαίσιο της εθνικής κοινωνικής αλληλεγγύης, μέσω της συμμετοχής τους στα φορολογικά βάρη που μπορούν να διατίθενται και υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης, είτε στο πλαίσιο του δικού τους ειδικού συνταξιοδοτικού συστήματος, με την επιβολή βαρών (εισφορών, περικοπών) συναφών με τη λειτουργία του, κατόπιν αιτιολογημένης νομοθετικής παρέμβασης.
Ανεξαρτήτως τούτων, το τελευταίου εδάφιο του άρθρου 20, κατά το οποίο «Ειδικές διατάξεις σχετικές με την κρατική χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης καταργούνται», ενέχει αοριστία και αντίφαση, καθόσον αν και καταργείται η κρατική χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, το κράτος φέρεται να διατηρεί πλήρη εγγυητική υποχρέωση για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών. Περαιτέρω, η διάταξη αυτή έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 3 παρ. 1 γ του νομοσχεδίου, στο οποίο, κατά τροποποίηση του άρθρου 57 του ν.4387/2016, προβλέπεται ότι πόρος του ΕΦΚΑ αποτελεί, μεταξύ άλλων, «η επιχορήγηση από τον κρατικό προϋπολογισμό για την χρηματοδότηση της εθνικής σύνταξης και την εκπλήρωση της πλήρους εγγυητικής υποχρέωσης του Κράτους». Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η πλήρης διακοπή της δυνατότητας της κρατικής χρηματοδότησης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θέτει ζήτημα συμβατότητας προς το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος (πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 2286/2015).