Πρόσφατα, ο Αρμόδιος Υπουργός Υγείας κ. Βασίλης Κικίλιας δήλωσε πως το ΕΣΥ νοσεί, παρουσιάζοντας και σχετικά στοιχεία από διοικητές Υγειονομικών Περιφερειών και Νοσοκομείων. Απευθυνθήκαμε ζητώντας τον σχολιασμό του για το θέμα, στον καθηγητή Παναγιώτη Ευαγγελίου, μηχανολόγο μηχανικό, σύμβουλο ακουστικής, έναν νέο άνθρωπο και ταυτόχρονα έναν ενεργό πολίτη με θάρρος γνώμης και αξιόλογες προτάσεις σε διάφορα ζητήματα, που τα τελευταία χρόνια έχει κάνει ένα βήμα εμπρός και δηλώνει παρών στην κοινωνική και πολιτική καθημερινότητα της χώρας μας.
Κύριε Ευαγγελίου, πώς θα σχολιάζατε τη δήλωση του Υπουργού Υγείας πως το ΕΣΥ νοσεί;
Ως πολύ εύστοχη. Με τρεις μόνο λέξεις οριοθέτησε όλο το πρόβλημα και απεικόνισε μια δύσκολη πραγματικότητα που όλες και όλοι βιώνουμε. Οι πρωτοβάθμιες δομές υγείας, τα κέντρα υγείας, τα νοσοκομεία δεν φιλοξενούν εδώ και πολύ καιρό μόνο ασθενείς που με υπέρβαση δυνάμεων προσπαθούν οι ιατροί και το λοιπό προσωπικό να θεραπεύσουν. Φιλοξενούν και προσπαθούν να θεραπεύσουν και ένα ασθενές σύστημα υγείας που έχει πλέον διανύσει έναν δρόμο τεσσάρων δεκαετιών και έδωσε ό,τι είχε να δώσει, διαμορφώθηκε να υπηρετήσει άλλες ανάγκες σε άλλα μεγέθη και τώρα έχει μείνει ασθμαίνοντας πίσω.
Γιατί και κατά τη δική σας γνώμη σας το ΕΣΥ νοσεί;
Το ΕΣΥ ιδρύθηκε με τον νόμο 1397 του 1983. Ήταν ένα μεγάλο επίτευγμα για την εποχή του, η χώρα το χρειαζόταν, όλες και όλοι αναγνωρίζουμε και τιμούμε τους εμπνευστές του. Πλέον όμως, έχοντας διανύσει τέσσερις δεκαετίες ύπαρξης χαρακτηρίζεται από υδροκεφαλισμό. Έχουμε όλες και όλοι ζήσει σκηνές στα επείγοντα των νοσοκομείων είτε γιατί εμείς είχαμε άμεση ανάγκη είτε γιατί συγγενείς, φίλοι, άνθρωποι που νοιαζόμαστε γι’ αυτούς είχαν άμεση ανάγκη. Τελειώνοντας από κάθε τέτοιο έκτακτο περιστατικό φεύγουμε έχοντας διαπιστώσει την αυταπάρνηση με την οποία επιτελεί το ιερό του καθήκον το ιατρικό, το επιστημονικό, το νοσηλευτικό προσωπικό. Παράλληλα, έχουμε βιώσει τις πολλαπλές ελλείψεις, τη χαοτική κατάσταση, τα περιστατικά βίας εις βάρος αυτών των λειτουργών, τις πολύ δύσκολες, αγχώδεις συνθήκες μέσα στις οποίες παλεύουν να σώσουν ζωές. Είναι όμως όλα τα περιστατικά επείγοντα; Μήπως τελικά, πολλές φορές στην είσοδο των επειγόντων φτάνουν και περιστατικά που η αντιμετώπισή τους θα μπορούσε να ολοκληρωθεί με μια επίσκεψη σε ιατρείο και κατάλληλη αγωγή; Ένα επείγον περιστατικό ενεργοποιεί και απασχολεί το εφημερεύον για σοβαρά ζητήματα προσωπικό, πραγματοποιούνται πλήθος εξετάσεων, αποσπά το ενδιαφέρον από κάποιο άλλο, πιθανόν σοβαρότερο, περιστατικό κτλ. Πολλές φορές λοιπόν έχω αναρωτηθεί αν όλα τα περιστατικά είναι όντως επείγοντα. Και βέβαια, κατανοώ τους συμπολίτες μας, αν δεν υπάρχει η δυνατότητα να έχουν λύσεις σε πρωτοβάθμιο επίπεδο ότι αναγκάζονται να συνωθούνται σε βαθμό συμφόρησης στα κάθε φορά εφημερεύοντα νοσοκομεία. Όμως, όλο το σύστημα πλέον θέλει μια άλλη λογική, μια άλλη αντιμετώπιση, μια άλλη διαχείριση, ασθενών, προσωπικού, μηχανημάτων, υλικών, χρόνου, θέλει άλλα logistics.
Τι θα μπορούσε να ήταν ένα μέτρο για να αποσυμφορηθεί αυτή η κατάσταση;
Ένα από τα πολλά, η καλά οργανωμένη πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Καθένας και καθεμιά από εμάς μπορούμε να σκεφτούμε αν τελικά έχουν λειτουργήσει με επιτυχία οι ΤΟΜΥ, πόσο έχουν συμβάλλει να εκτονωθεί ο μεγάλος όγκος επειγόντων και πραγματικά πόσο θα είχε συμβάλλει στο ζήτημα αυτό ένα καλά οργανωμένο σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Θα σημείωνα όμως και ένα δεύτερο, κι αυτό θα ήταν η εξαιρετικά καλά οργανωμένη υπηρεσία υποδοχής σε κάθε νοσοκομείο των έκτακτων περιστατικών. Η καλά οργανωμένη υποδοχή μπορεί να κατευθύνει σωστά κάθε περιστατικό εκεί που πρέπει αν πρέπει, και επομένως να αξιοποιήσει στον μέγιστο βαθμό ανθρώπους και εξοπλισμό. Πάντως, δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό σε εφημερία για παράδειγμα καρδιολογικού τμήματος τα περιστατικά να καταγράφονται σε εκατοντάδες. Νομίζω το δέχεστε ότι αυτό είναι σε βάρος όλων κι αν ακόμα αντέχει το σύστημα αυτούς τους ρυθμούς είναι γιατί η ευσυνειδησία όσων υπηρετούν είναι πολύ υψηλού βαθμού.
Αναφέρεστε με εκτίμηση στο προσωπικό των νοσοκομείων. Τι θα μπορούσε να πάει τα πράγματα καλύτερα;
Ναι, αναφέρομαι θετικά γιατί δίνουν μια μεγάλη μάχη καθημερινά και κάνουν ό,τι μπορούν να την κερδίσουν. Όμως, το σύστημα είναι στα όριά του. Αποχωρήσεις λόγω συνταξιοδοτήσεων, το brain train των ειδικευμένων ιατρών, η φυγή ακόμα και των ειδικευόμενων για απόκτηση ειδικότητας στο εξωτερικό, κακοί μισθοί έχουν σιγά σιγά διαμορφώσει το φαινόμενο των άδειων διαδρόμων. Το προσωπικό λιγοστεύει, οι ασθενείς αυξάνονται, αναλογιστείτε ότι δεχόμαστε και εκατομμύρια τουριστών, επίσης αναλογιστείτε ότι πολλά προγράμματα ιδιωτικής ασφάλισης ζωής έχουν ακυρωθεί λόγω των δυσχερών οικονομικών κάθε οικογένειας. Επομένως, χρειάζεται προσωπικό, αλλά –και αυτό είναι πολύ κομβικό– χρειάζεται και καλύτερη αξιοποίηση του προσωπικού. Κάθε διοικητής ξέρετε ενός νοσοκομείου, ενός σχολείου, ενός οργανισμού είναι ένας ηγέτης. Βασικό χαρακτηριστικό της ηγεσίας είναι η εμπιστοσύνη στην ομάδα, η εκτίμηση στις δυνατότητές της, η ανάδειξη των πλεονεκτημάτων της. Μιλάμε για βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά πρέπει να μιλήσουμε και για βιώσιμες υπηρεσίες υγείας και η καλόπιστη συνεργασία είναι κύριας σημασίας.
Είναι μόνο θέμα σχέσεων και συνεργασίας, ή απαιτούνται και άλλα;
Είναι ένας παράγοντας. Στα σχολεία ξέρετε μιλάμε για την κουλτούρα που εκπέμπει κάθε σχολείο. Αντίστοιχα και ένα νοσοκομείο. Είναι πολύ σημαντική η ηγεσία και το καλό κλίμα συνεργασίας για να λύνονται μικρά και μεγάλα ζητήματα και τελικά το τέλος της κάθε ημέρας να είναι επιτυχημένο και με την αίσθηση ότι κάτι παραπάνω επιτεύχθηκε. Από εκεί και πέρα είναι θέμα πόρων, εξοπλισμού, σωστά οργανωμένων σε προδιαγραφές, κόστη, χρόνους παράδοσης, χρόνους αποπληρωμής, υπηρεσίες τεχνικής υποστήριξης, εγγυήσεις κτλ. προμηθειών και πολλά άλλα που απαιτούνται για να διοικείται σωστά ένας πολυδιάστατος και κρίσιμος για την υγεία των συμπολιτών μας οργανισμός, για να λειτουργεί σε συνθήκες ολικής ποιότητας.
Και γενικότερα τι πρέπει να γίνει;
Εκεί δεν χρειάζεται να πρωτοτυπήσω. Καλύπτομαι απόλυτα από το πρόγραμμα που πολύ έγκαιρα, πολύ νωρίτερα από τις εκλογές και θέτοντάς το στην αποδοχή ή στην απόρριψη των συμπολιτών μας εξήγγειλε η Νέα Δημοκρατία. Είναι νομίζω πολύ σημαντικό ότι ένα κόμμα τόλμησε να καταγράψει και να παρουσιάσει με ευθύνη και δέσμευση συγκεκριμένα μέτρα σε πλήθος τομέων. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έμεινε στα «θα» όπως άλλοι, δεν κρύφτηκε πίσω από αυτά μεταθέτοντας αποφάσεις για το μέλλον. Παρουσίασε τις προτάσεις, ζήτησε συναίνεση, του δόθηκε, και μεθοδικά τις υλοποιεί. Κι αυτό το αντιλαμβάνεται η κοινωνία, ήδη καταγράφεται και σε δημοσκοπήσεις. Επομένως, ζητούμενο τώρα είναι να υπάρξουν άξια στελέχη που θα τρέξουν αυτές τις δεσμεύσεις, θα τις υλοποιήσουν, θα κάνουν πραγματικότητα το όραμα.