Ένα ακόμη αίτημα που αν γίνει δεκτό μπορεί να προσδώσει στη δικογραφία για το Μάτι μεγαλύτερη ποινική διάσταση, κατέθεσε ο ανακριτής που ερευνά την υπόθεση Αθανάσιος Μαρνέρης στις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές. Για τρίτη φορά ο εισαγγελικός λειτουργός ζητεί από την εισαγγελία να αναβαθμίσει τις κατηγορίες για το Μάτι σε βαθμό κακουργήματος και η νέα αυτή δίωξη, εφόσον ασκηθεί, να στραφεί κατά τουλάχιστον 10 στελεχών της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας καθώς και της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
Για το αίτημα του κ. Μαρνέρη, αν δηλαδή αυτό θα γίνει δεκτό ή όχι θα αποφανθεί ο αρμόδιος εισαγγελικός λειτουργός. Πάντως τα δυο προηγούμενα αντίστοιχα αιτήματα του ανακριτή είχε απορριφθεί από τον αρμόδιο εισαγγελέα με αποτέλεσμα μέχρι σήμερα οι κατηγορίες για τη φονική πυρκαγιά με τους 102 νεκρούς να παραμείνουν σε βαθμό πλημμελήματος.
Ο κ. Μαρνέρης στηρίζει το αίτημά του άσκηση κακουργηματικής δίωξης για το αδίκημα της θανατηφόρας έκθεσης σε κίνδυνο σε νέα στοιχεία που συγκέντρωσε, ενώ αίσθηση προκαλεί η αναφορά του σε «παγίδες» και παιχνίδια εξουσίας που έπαιζαν ανώτερα στελέχη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ώστε να βγουν μπροστά στην κούρσα της διαδοχής.
Ο ανακριτής αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είχαν κίνητρο να αφήσουν τους παθόντες εκτεθειμένους σε κίνδυνο ζωής ή σωματικής ακεραιότητας αποδεχόμενοι τελικά τον κίνδυνο αυτό, καθώς με αυτόν τον τρόπο και κυρίως με την εξασφάλιση όλων των εναέριων μέσων κυρίως για την MOTOR OIL και το στήσιμο «παγίδων» στους εσωτερικούς αντιπάλους τους στην Υπηρεσία, ανταγωνιστές τους στη διαδοχή σε σημαντικές θέσεις που εξασφάλιζαν πέρα από κύρος και άλλου είδους (προφανώς) ωφελήματα προσδοκούσαν ευνοϊκή μεταχείριση των αρμοδίων στο μέλλον, ευνοϊκή μεταχείριση η οποία και επήλθε καθώς οι περισσότεροι εξ’ αυτών έλαβαν προαγωγή μετά ή εξήλθαν του Σώματος χωρίς να υποστούν οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια».
Όμως, πέρα από τους ανταγωνισμούς και τις κόντρες που είχαν μεταξύ τους τα στελέχη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για την ανέλιξή τους στη βαθμίδα της ιεραρχίας, ο κ. Μαρνέρης στο αίτημά του για αναβάθμιση της κατηγορίας, αναφέρει ακόμη πως οι αρμόδιοι μετά την καταστροφή επιχείρησαν να συγκαλύψουν τα στοιχεία και να αποσείσουν τις ευθύνες τους.
Ο κ. Μαρνέρης κάνει μάλιστα λόγο για πλαστογραφία στοιχείων, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά στο έγγραφό του: «Προέκυψαν και στοιχεία που αφορούν την ενδεχόμενη τέλεση αδικημάτων προς συγκάλυψη των παραλείψεων και ενεργειών των αρμοδίων. Μεταξύ αυτών ψευδή ή πλαστογραφημένα στοιχεία που αναγράφονται στα ημερολόγιο του αεροδρομίου της Πάχης και της Υπηρεσίας Εναέριων Μέσων Πυροσβεστικού Σώματος».
Οι παραλείψεις
Ακόμη, ο ανακριτής χρεώνει στους εμπλεκόμενους ότι εκείνο το μεσημέρι της 28ης Ιουλίου του 2018, οπότε και ξέσπασε η πυρκαγιά «είχαν στη διάθεσή τους και σωστικές λέμβους, που ανήκαν στην πρώτη ΕΜΑΚ, οι οποίες βρίσκονταν στην Ελευσίνα και στα πληρώματα των οποίων δεν δόθηκε ποτέ εντολή να μεταβούν στην περιοχή». Ακόμη δεν έθεσαν «στη διάθεση για τη διάσωση όσων βρίσκονταν στη θάλασσα συγκεκριμένα πλοιάρια τα οποία έχουν ως σημείο στάθμευσης το λιμάνι του Πειραιά». Όπως σημειώνει ο ανακριτής, αν τα πλοιάρια ειδοποιούνταν να συνδράμουν στη διάσωση, ο χρόνος που απαιτούνταν είναι 1 ώρα και 15 λεπτά περίπου, δηλαδή θα βρίσκονταν εκεί περίπου στις 20.15 , ενώ πολίτες βρίσκονταν στη θάλασσα ήδη από τις 18.50.
Εξάλλου, σύμφωνα με το ανακριτικό αίτημα:
-Από τις 17.04 περίπου μέχρι τις 17.30 επιχειρούσε μόνο ένα ελικόπτερο για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, το οποίο φέρεται να έκανε μία ρίψη , σε τρία διαφορετικά σημεία στην περιοχή του Νταού. Συνεπώς, οι αρμόδιοι παρέλειψαν να κινητοποιήσουν και άλλα εναέρια μέσα, ενώ συνέχιζαν τις εκτροπές σε περιοχή που η φωτιά ήταν ελεγχόμενη.
-Έμεινε ανεκμετάλλευτη επιχειρησιακά και η νεοσύστατη υπηρεσία με τα μη στελεχωμένα αεροσκάφη (DRONES), τα οποία μπορούν να κάνουν 24ωρη επιτήρηση, έχουν κάμερες και δίνουν άμεσες πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο στο ΕΣΚΕ.