Πριν από 53 χρόνια, στις 5/1/72, σαν σήμερα, ο Βασίλης Λυμπέρης βάζει φωτιά στο σπίτι της εν διαστάσει συζύγου του Βασιλικής με αποτέλεσμα τον θάνατο της 24χρονης, της 55χρονης πεθεράς του Αντιγόνης Μάρκου, της 2,5 ετών κόρης του, Παναγιώτας και του ενός έτους γιου του, Γιώργου.
Η υπόθεση τότε είχε προκαλέσει τεράστιο ενδιαφέρον στην κοινή γνώμη, με τις εφημερίδες να γράφουν για το πιο φρικτό έγκλημα της δεκαετίας.
Η δίκη του 27χρονου Λυμπέρη και των τριών συνεργών του ξεκίνησε στις αρχές Μαΐου του 1972, με τον ίδιο να είναι ο τελευταίος Έλληνας πολίτης, ο οποίος εκτελέστηκε μετά από σε βάρος του καταδίκη για ποινικό αδίκημα.
Οι συνεργοί του Λυμπέρη και η εκτέλεση
Ο 27χρονος δεν έδρασε μόνος, είχε τρεις φίλους συνεργούς στο έγκλημα: τον 18χρονο Παύλο Αγγελόπουλο, τον 24χρονο ξάδελφό του Θεόδωρο Καπρέτσο και τον Θανάση Σταμάτη -στον οποίο έδωσαν τα ρούχα τους μετά τη φωτιά. Με πρόσχημα ότι θα τους αγόραζε αυτοκίνητο ο Λυμπέρης τους έπεισε να συμμετάσχουν στο φρικιαστικό έγκλημα.
Η εκτέλεση του Λυμπέρη έγινε τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου 1972 στο πεδίο βολής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (ΣΕΑΠ), στην περιοχή Δύο Αοράκια του Ηρακλείου Κρήτης. Τον Λυμπέρη φόνευσε 12μελές εκτελεστικό απόσπασμα (μόνο τα 6 όπλα περιείχαν αληθινά πυρά). Η εκτέλεση του Αγγελόπουλου ανεστάλη λόγω του νεαρού της ηλικίας και το 1975 μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη, καθιστώντας τον Λυμπέρη τον τελευταίο Έλληνα που οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Τα δικαστήρια συνέχισαν να καταδικάζουν ανθρώπους «εις θάνατον» και μετά τον Λυμπέρη, αλλά τελικά κανένας δεν εκτελέστηκε μέχρι την οριστική κατάργηση της θανατικής ποινής από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου τον Δεκέμβριο του 1993.
Πώς ο Βασίλης Λυμπέρης γνώρισε τη Βασιλική
Ο Λυμπέρης είχε γνωρίσει τη γυναίκα του Βασιλική την άνοιξη του 1967. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο Λαϊκό Νοσοκομείο, όπου νοσηλεύονταν οι πατεράδες τους. Υπήρξε αμοιβαία και έντονη έλξη, κάτι που τους οδήγησε στον γάμο πριν κλείσει η ίδια χρονιά, με τη Βασιλική να είναι ήδη έγκυος. Τα προβλήματα άρχισαν όταν ο Λυμπέρης έμεινε χωρίς δουλειά, κάτι στο οποίο δεν βοήθησε και η πώληση ενός οικοπέδου της Βασιλικής, αφού το κατάστημα με μπαταρίες που άνοιξαν έκλεισε κι αυτό.
Στη συνέχεια η Βασιλική έμαθε ότι ο Λυμπέρης είχε σχέση με άλλη γυναίκα, γι’ αυτό και δεν του επέτρεψε να μπει στο σπίτι τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1971, έχοντας καταθέσει ήδη αίτηση για διαζύγιο. Όντας πλέον σε διάσταση με τη σύζυγό του και ζώντας προσωρινά σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της Αθήνας, ο Λυμπέρης αναζητά τρόπους για να εκδικηθεί. Σε μία από τις κοινωνικές του επαφές γνωρίζει τον Παύλο Αγγελόπουλο.
Σε αυτόν θα μιλήσει για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στο σπίτι του και θα κατηγορήσει την πεθερά του Αντιγόνη Μάρκου, ότι αυτή είναι που ευθύνεται για τη συμπεριφορά της κόρης της απέναντί του. Ο Λυμπέρης ζητά τη βοήθεια του Αγγελόπουλου για να τη βγάλει από τη μέση και τελικά καταφέρνει να τον πείσει με αντάλλαγμα ένα αυτοκίνητο. Στο κόλπο θα μπει και ο ξάδελφος του Αγγελόπουλου, Θεόδωρος Καπρέτσος, και ορίζουν την 4η Ιανουαρίου ως την ημέρα που θα εκτελούσαν το σχέδιό τους.
Το χρονικό της φρίκης
Έχοντας καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ, αναχωρούν για το σπίτι όπου ζούσε η οικογένεια του Λυμπέρη. Για να επιβεβαιώσουν ότι δεν θα βρίσκονται τα παιδιά εκεί, ο Λυμπέρης τηλεφωνεί στο σπίτι και η πεθερά του, για να αποφύγει πιθανή επίσκεψη, του λέει ότι η Βασιλική και τα δύο μικρά παιδιά τους λείπουν και θα επιστρέψουν μετά από μέρες. Αποφασισμένοι πλέον να πραγματοποιήσουν το σχέδιό τους, φθάνουν στο σπίτι και αρχίζουν την αποτρόπαια δράση τους. Πάρκαραν το αυτοκίνητο σε ένα παρακείμενο χωράφι, πήραν τα μπιτόνια με τη βενζίνη στα χέρια, και οι δυο τους, Λυμπέρης και Αγγελόπουλος, προχώρησαν προς το σπίτι, αφήνοντας τον Καπρέτσο να φυλάει τσίλιες.
Ο Αγγελόπουλος μπήκε πρώτος και προχώρησε προς το δωμάτιο της πεθεράς όπου ήταν και το κρεβατάκι του μικρού γιου. Έχυσε όλη τη βενζίνη και άναψε το σπίρτο, με αποτέλεσμα το δωμάτιο να λαμπαδιάσει αμέσως και να προκληθεί και μία μικρή έκρηξη. Το δίπλα δωμάτιο, αυτό της Βασιλικής και της μικρής τους κόρης, το είχε αναλάβει ο Λυμπέρης. Όμως από τον θόρυβο είχε ξυπνήσει η Βασιλική και πρόλαβε να δει τον άνδρα της να περιχύνει με βενζίνη τα πάντα.
Η Βασιλική πρόλαβε να του πει ότι πάει να κάψει τα παιδιά του, όμως ο Λυμπέρης δεν διστάζει καθόλου και ανάβει το σπίρτο, σπρώχνοντας την άτυχη Βασιλική και πάλι μέσα στη φωτιά. Επικρατούν σκηνές αλλοφροσύνης, καθώς τέσσερις άνθρωποι ουρλιάζουν μέσα στις φλόγες, ενώ ο Αγγελόπουλος, αντιλαμβανόμενος ότι καίγονται και τα παιδιά, ρίχνει το τρίτο δοχείο με βενζίνη προς τον Λυμπέρη, ο οποίος όμως καταφέρνει να ξεφύγει, με ελαφρά εγκαύματα. Οι τρεις αναχωρούν βιαστικά από το σπίτι, αφήνοντας πίσω τους τρεις νεκρούς, και τη Βασιλική να χαροπαλεύει.
Η άτυχη γυναίκα κατάφερε να επιβιώσει για λίγες ακόμα ώρες, οι οποίες ήταν αρκετές ώστε να μιλήσει και να αποκαλύψει ποιος ήταν ο υπεύθυνος γι’ αυτό το μακελειό. Τελικά η Βασιλική δεν άντεξε και την επόμενη μέρα κατέληξε, ακολουθώντας την τύχη της μητέρας της Αντιγόνης Μάρκου, 55 ετών, της κόρης της Παναγιώτας και του μόλις ενός έτους γιου της Γιώργου.
Η απολογία και η απόφαση του δικαστηρίου
Ο Λυμπέρης στην απολογία του είπε ότι δεν γνώριζε ότι τα παιδιά του ήταν μέσα στο σπίτι και ότι δεν ήθελε να προκαλέσει αυτό το κακό. Ενώ οι άλλοι τρεις τα έριξαν όλα στον Λυμπέρη με σκοπό να αποφύγουν τα χειρότερα και το μένος της κοινής γνώμης που ζητούσε την εσχάτη των ποινών ως μοναδική τιμωρία που τους αξίζει. Ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του σημείωσε ότι το έγκλημα ήταν εκ προμελέτης, είχε ερωτικά κίνητρα (λόγω της σχέσης του Λυμπέρη με τη Μαρία Γκίκα) και πως ήταν ένα έγκλημα που εμφανιζόταν για πρώτη φορά στα χρονικά της Ελλάδας.
Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν καταπέλτης. Τετράκις εις θάνατον ο Λυμπέρης και ο Αγγελόπουλος, τετράκις ισόβια στον Καπρέτσο και 3 χρόνια φυλάκισης στον Σταμάτη για υπόθαλψη εγκληματία. Μετά την καταδίκη, ο Λυμπέρης μεταφέρθηκε στις Φυλακές της Αίγινας όπου κλείστηκε σε ειδικό θάλαμο για αποφυγή λιντσαρίσματος από τους υπόλοιπους κατάδικους.
Το περιστατικό της δολοφονίας μεταφέρθηκε την ίδια χρονιά και στον κινηματογράφο, καθώς γυρίστηκε ταινία με τον τίτλο «Οι σατανάδες της νύχτας» σε σκηνοθεσία Μάριου Ρετσίλα και παραγωγή Τζέιμς Πάρις. Τον ρόλο του Βασίλη Λυμπέρη υποδύθηκε ο Γιάννης Κατράνης.