Ανατριχίλα προκαλεί η ανάρτηση της Βικτώριας Ιωσηφίδου, η οποία επέβαινε στο μοιραίο τρένων των Τεμπών.
Σε μια μακροσκελή ανάρτηση στο Facebook, την ημέρα συμπλήρωσης ενός έτους από την τραγωδία, η κα Ιωσηφίδου περιγράφει όλα όσα έζησε εκείνο το βράδυ.
Αναλυτικά η ανάρτησή της
ΒΑΓΟΝΙ 3, ΘΕΣΗ 74, μια μαρτυρία για τα Τέμπη.
Χρόνια είχα να ταξιδέψω με το τρένο. Την τελευταία φορά είχε σταματήσει ξημερώματα τρεις ολόκληρες ώρες στη μέση της διαδρομής Θεσσαλονίκη- Αθήνα και έχασα το πλοίο για την Κύθνο. Κι από τότε είπα: «Εγώ δεν ξανανεβαίνω σε τρένο ποτέ πια σ’ αυτή τη χώρα».
Κι όμως τώρα τα πράγματα φαίνεται να άλλαξαν . Όλοι μιλάνε πια με τα καλύτερα λόγια για αυτό το γρήγορο τρένο, ΤΟ ΒΕΛΟΣ, που κάνει τη διαδρομή Θεσσαλονίκη- Αθήνα σε σχεδόν τέσσερις ώρες. Σε αφήνει και στο σταθμό Λαρίσης, δηλαδή βολικά για να πάρεις το μετρό και όλα φαίνονται ιδανικά. Έτσι προγραμματίζοντας τις διακοπές μου στην Αθήνα για το τριήμερο της Αποκριάς το ξανασκέφτηκα και αποφάσισα νωρίς- νωρίς μάλιστα να κλείσω εισιτήρια aller retour με το τρένο.
Μπαίνω στην ηλεκτρονική σελίδα της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και όλες οι θέσεις σχεδόν είναι άδειες. Σκέφτομαι, ε, ας μην κόψω εισιτήριο σε πρώτο ή δεύτερο βαγόνι, άνθρωποι είμαστε μη γίνει και τίποτα, κανένας εκτροχιασμός δηλαδή και αποφασίζω να κλείσω στη μέση ακριβώς του τρίτου βαγονιού. ΒΑΓΟΝΙ 3, ΘΕΣΗ 74. Για πρώτη φορά στη ζωή μου και επειδή όλες οι θέσεις είναι άδειες διαλέγω την ίδια θέση και για τον πηγαιμό και για τον γυρισμό. ΒΑΓΟΝΙ 3, ΘΕΣΗ 74, στη μέση ακριβώς του τρίτου βαγονιού.
Αίσιος ο πηγαιμός και πολύ ευχάριστες οι διακοπές. Και έρχεται η ώρα της επιστροφής. Είναι Τρίτη γύρω στις εφτά το απόγευμα και το τρένο φεύγει σε λίγο. Τηλεφωνώ στη διπλανή μου να ρωτήσω τον καιρό στη Θεσσαλονίκη – σοβαρά προβλήματα είχα – και μαθαίνοντας ότι βρέχει βγάζω την ομπρέλα από τη βαλίτσα και τη βάζω στην τσάντα μου. Και βγαίνω στην αποβάθρα. Μα τι κόσμος είναι αυτός!! Και οι πιο πολλοί φοιτητές! Δεν πέφτει καρφίτσα! Τόσοι πολλοί λοιπόν θα ταξιδέψουνε για πάνω…
Ανεβαίνουμε στο τρένο και όλα βαίνουν καλώς μέχρι που έρχεται μισάωρη καθυστέρηση στο σταθμό Παλαιοφάρσαλα. Άρχισαν πάλι οι καθυστερήσεις σκέφτομαι… Μετά αναχωρούμε κανονικά για Θεσσαλονίκη. Βαρέθηκα και άρχισα να μιλώ με έναν φίλο στο messenger. Ξαφνικά μεγάλο τράνταγμα και θόρυβος δυνατός. Το τρένο πηγαίνει πάνω κάτω. Μάλλον έφυγε από τις ράγες. Το απαίσιο τράνταγμα συνεχίζεται. Κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει. Προσπαθώ να κρατηθώ από τη θέση μου. Χαθήκαμε!! Ένας δυνατός κρότος και το τρένο σταματάει.
Είμαι ζωντανή. Γύρω σκοτάδι. Το τρένο έχει γύρει πάρα πολύ. Κάποιοι γύρω μου σηκώνονται, λέω σωθήκαμε. Μια κυρία φωνάζει: «το πόδι μου, βοήθεια, το πόδι μου». Γύρω παντού συντρίμμια. Σίδερα κάθε είδους έχουν πέσει από την οροφή κι έχουν μισοκλείσει το διάδρομο. Πώς δεν έπεσαν στο κεφάλι μας. Η πόρτα του βαγονιού φαίνεται να έχει φρακάρει. Κοιτάζω μπροστά μου μέσα στο μισοσκόταδο αλλά δεν βλέπω τίποτε από τα πράγματά μου. Η τσάντα και το μπουφάν μου που ήταν στο κάθισμα μπροστά μου έχουν εξαφανιστεί. Δε βλέπω ούτε τη βαλίτσα μου ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά προς τα πάνω. Στα αριστερά έξω από το βαγόνι μια φωτιά καίει. Πρέπει να βγούμε το συντομότερο από εδώ. Πρέπει να φύγουμε άμεσα. Πριν γίνει καμιά έκρηξη…
Ο νεαρός απέναντι μου σηκώνεται. Έχει αίματα στο πρόσωπο. Σκύβει κάτω και παίρνει ένα κινητό. Μετά μου το δίνει. «Δικό σου είναι;» με ρωτάει. «Ναι!» απαντώ. Μετά ξανασκύβει και βρίσκει το δικό του. Αναπάντεχα έχω στα χέρια μου το κινητό μου. Σηκώνομαι και προχωρώ προς το πίσω μέρος του βαγονιού, μήπως και βρω κάποια έξοδο. Πιάνομαι από τις θέσεις γιατί το τρένο έχει γύρει πάρα πολύ και δεν μπορείς να σταθείς. Προσπερνώ τα συντρίμμια. Πράγματι το τελευταίο παράθυρο είναι τελείως σπασμένο. Κοιτάζω κάτω. Είναι αρκετά ψηλά μα πρέπει να πηδήξω. Γυρίζω πίσω στη θέση μου αναζητώντας ξανά την τσάντα μου και το μπουφάν μου αλλά μάταια. Ξαναπαίρνω το δρόμο για το παράθυρο. Θα βγω μόνο με τα ρούχα μου, δεν γίνεται αλλιώς. Δίπλα στο παράθυρο κάτω στο πάτωμα βλέπω ένα μπουφάν σφηνωμένο. Το τραβάω , το βγάζω και το φοράω.
Καθώς ετοιμάζομαι να πηδήξω από το παράθυρο για καλή μου τύχη ένας νεαρός περνάει από έξω. « Αγόρι μου, σε παρακαλώ , κράτησε με λίγο καθώς θα βγαίνω για να μην χτυπήσω!» πράγματι το αγόρι απλώνει τα χέρια του και με πιάνει. Είναι ο πρώτος καλός μου Άγγελος.
Είμαι έξω και πανικόβλητη. Νομίζω πως δεν έχω καλή επαφή με το περιβάλλον, αλλά ενστικτωδώς ακολουθώ τους υπόλοιπους που έχουν βγει από το τρένο. Μπροστά μας κάτι σαν σασί, ένα όχι πολύ ψηλό βαγόνι που δεν μπορώ να σκεφτώ τι είναι, κλείνει τον δρόμο. Τελικά ήταν ένα κομμάτι της αμαξοστοιχίας που ερχόταν από την απέναντι πλευρά. Είναι περίπου στο ύψος μου. Βλέπω κάποιους νεαρούς να δίνουν έναν πήδο και να περνούν από πάνω του. Εγώ δεν μπορώ να το περάσω, είναι πολύ ψηλό. Πρέπει να ζητήσω βοήθεια. Θα με βοηθήσει άραγε κανείς; Ξαφνικά ακούω μια σιγανή φωνή. «Από κάτω, από κάτω!!» Ας είναι καλά η γυναικούλα. Μου είπε να περάσω κάτω από το βαγόνι, όπως και έκανα, σκύβοντας στα τέσσερα και έτσι το προσπέρασα. Ο δεύτερος καλός μου Άγγελος.
Τώρα μπροστά μας υψώνεται ένας συρμάτινος φράχτης. Είναι ψηλός αλλά και ευλύγιστος ταυτόχρονα. «Πάμε όλοι μαζί!» φωνάζει κάποιος και πράγματι όλοι μαζί οι μπροστινοί μου τον πατάνε και τον ρίχνουν. Περνώ κι εγώ από πάνω. Και τώρα ένα αρκετά μεγάλο ύψωμα με μεγάλη κλίση, σχεδόν κάθετο στο έδαφος. Πρέπει να σκαρφαλώσω για να φτάσω στην παλιά εθνική. Στο πάνω μέρος του είναι ένας διασώστης που βοηθάει όσους πλησιάζουν στο ψηλότερο σημείο. Πρέπει να το ανέβω και αυτό. Πέφτω κάτω στα γόνατα και αρχίζω να σκαρφαλώνω στα τέσσερα. Για να τα καταφέρω πιάνομαι από τα χόρτα, που καθώς είναι βαθιά ριζωμένα κρατούν αντίσταση και μου επιτρέπουν να ανεβώ. Βλέπω μπροστά μου τον διασώστη που περιμένω να με πιάσει. Όμως μια μητέρα με ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά τον φωνάζει να τη βοηθήσει κι αυτός κατεβαίνει κοντά της. Ποιος θα με κρατήσει τώρα; Μια άγνωστη κυρία μου απλώνει αιφνιδιαστικά το χέρι και μου λέει: « Give me your hand!». Μου πιάνει το χέρι και φτάνω στην κορυφή. Είναι ο τρίτος καλός μου Άγγελος.
Τελευταίο βήμα να περάσω τις προστατευτικές μπάρες. Όλοι όσοι έχουν ανέβει είναι σε έξαλλη κατάσταση. Τηλεφωνώ στον γιό μου. « Έγινε ένα σοβαρό δυστύχημα στο τρένο στα Τέμπη. Μπορεί να έχει και νεκρούς. Μην ανησυχείτε. Είμαι καλά. Σώθηκα». Οι διπλανοί μου μου ζητούν το κινητό για να τηλεφωνήσουν στους δικούς τους. Προσπαθούν να θυμηθούν τα νούμερά τους. Μα κατά κανόνα δεν τα καταφέρνουν, παίρνουν λάθος νούμερο και απελπίζονται. Κάποιοι άλλοι με κινητά τηλεφωνούν στους δικούς τους κλαίγοντας και φωνάζοντας.
Μετά από λίγη ώρα εμφανίζεται ένα άδειο πούλμαν. Είναι ένας περαστικός οδηγός που είδε το τροχαίο και σταμάτησε να βοηθήσει. Με αυτόν θα επιστρέψω στη Θεσσαλονίκη. Στο δρόμο διηγείται πως είδε το intercity να συγκρούεται μετωπικά με μια εμπορική αμαξοστοιχία και ομολογώ δεν τον πίστεψα. «Τι μας λέει ;» είπα. «Είναι δυνατόν; Σε ποιον αιώνα ζούμε για να συγκρουστούν μετωπικά δύο αμαξοστοιχίες. Σίγουρα λάθος κάνει….» Κι όμως ήταν ακριβώς έτσι.
Φτάνοντας στο σπίτι σύμφωνα με τις ειδήσεις οι νεκροί ήταν 8. Σε λίγο έγιναν 15. Και όλο και ανέβαιναν. Το σοκ μου γίνεται όλο και μεγαλύτερο όσο πληθαίνουν οι νεκροί. Πολύ τυχερή που επέζησα. Το σώμα μου γεμάτο μώλωπες, και ένα χτύπημα στο κεφάλι αλλά ευτυχώς μόνο αυτά. Όσο για τα ψυχικά τραύματα…. Έχω εφιάλτες , δεν μπορώ να κοιμηθώ, μπροστά στα μάτια μου τριγυρνούν τα νεαρά παιδιά που χάθηκαν, πώς γλύτωσα από εκεί….
Ο γιος μου που με περίμενε το βράδυ του δυστυχήματος, ή μάλλον του εγκλήματος στο σταθμό της Θεσσαλονίκης μου είπε για τους γονείς που όλο αγωνία περίμεναν μαζί του και ρωτούσαν για τα παιδιά τους. Όταν λίγες μέρες αργότερα πήγαμε μαζί στο αστυνομικό τμήμα στα Τέμπη να παραλάβουμε ό,τι απέμενε από τα πράγματά μου, είδαμε να βγαίνει από εκεί ο κύριος που περίμενε δίπλα στον γιο μου μαζί με τη σύζυγο του. Στα χέρια τους κρατούσαν μια βαλίτσα και ένα back bag. Δεν βρήκε το κουράγιο να τους μιλήσει. Ρωτήσαμε όμως τους αστυνομικούς μπαίνοντας. «Σώθηκε το παιδάκι των κυρίων που μόλις βγήκαν;» «Όχι, δυστυχώς, οι κύριοι παρέλαβαν μόνο τα πράγματά του». ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΑ ΤΕΜΠΗ.