«H χρησιμοποίηση του όρου “μπάτσου” έχει ξεφύγει και εγώ με το άνοιγμα της Βουλής θα αναλάβω μία πρωτοβουλία και με άλλους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας και από άλλα κόμματα, εάν το επιθυμούν, ώστε πλέον ο όρος “μπάτσος” απευθείας να κινεί αυτόφωρο ποινικό αδίκημα, να μη χρειάζεται κανένας να κάνει μηνυτήρια αναφορά», είπε σε πρόσφατες δηλώσεις του ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Θάνος Πλεύρης, με αφορμή τη φραστική επίθεση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκου Παππά, σε αστυνομικούς.
Τι είναι, όμως, η λέξη μπάτσος, πώς συνδέθηκε με την Αστυνομία και γιατί έχει αποκτήσει αρνητική σημασία;
Πλέον η λέξη «μπάτσος» σημαίνει χαστούκι και θεωρείται ηχομιμητική λέξη. Η σύνδεση του μπάτσου με την αστυνομία προέκυψε από τη χρήση κατασταλτικής βίας, στην οποία καταφεύγουν οι Αρχές για να διατηρήσουν την έννομη τάξη και την ασφάλεια του συνόλου. Πλέον έχει αποκτήσει αρνητική χροιά εξαιτίας της υπέρμετρης βίας.
Η λέξη «μπάτσος» προέρχεται από την τουρκική λέξη baç, που σήμαινε τον φόρο που εισέπρατταν οι χωροφύλακες, ασκώντας συχνά βία ή εκβιάζοντας.
O Μπαμπινιώτης για τη λέξη «μπάτσος»
«Η λέξη μπάτσος (από το τουρκικό baç) στη γλώσσα των προσεκτικών ομιλητών δηλώνει συνήθως τον αστυφύλακα, το όργανο της τάξεως, αλλά με μια αρνητική χροιά που παραπέμπει στην άσκηση βίας πάνω σε αθώα θύματα, στην αυταρχική εξουσία που ταλαιπωρεί αδύναμους πολίτες κ.λπ. Στον λόγο των ίδιων ομιλητών η ουδέτερη λέξη για το όργανο της τάξεως είναι η λέξη αστυνομικός (και αστυνόμος, πβ. «κλέφτες κι αστυνόμοι» που έλεγαν και λένε τα παιδιά παίζοντας και αγγλικά cops and robbers), συνδεόμενη με εύσημες σημασιολογικές συνυποδηλώσεις (την προστασία του πολίτη από τους κακοποιούς, την καταδίωξη των εγκληματιών, την εξασφάλιση της ζωής και της περιουσίας των πολιτών κ.τ.ό.).
Άρα η γενίκευση της λέξης μπάτσος, που βλέπουμε να κυριαρχεί λ.χ. στον μεταγλωττισμό των περισσότερων τηλεοπτικών έργων, σε τηλεοπτικές σειρές κ.λπ., για να αποδώσει το άχρωμο αγγλικό cop, και το σώμα των αστυνομικών μειώνει κοινωνικά και ηθικά και αφαιρεί από την ελληνική γλώσσα τη δυνατότητα να διαφοροποιεί σημασιολογικά τη χρήση των δύο λέξεων, επιβάλλοντας βαθμηδόν σε όλες τις περιπτώσεις τη μία από αυτές, το μπάτσος”.
ΕΤΥΜ. μπάτσος «υβριστ. για αστυνομικό» < οθωμ. τουρκ. baç «φόρος, διόδια» (που εισέπρατταν πιεστικά οι χωροφύλακες) < περσ. bāc «φόρος»