Ο δημοσιογράφος δεν είναι απλώς ένας άνθρωπος που μεταφέρει πληροφορίες. Είναι εκείνος που αποτυπώνει όσα διαδραματίζονται για λογαριασμό της κοινωνίας.
Ο δημοσιογράφος ερμηνεύει, αποκαλύπτει, ενοχλεί, φωτίζει, αντιστέκεται στην παραπλάνηση. Υπερασπίζεται την αλήθεια όχι ως απόλυτο μέγεθος, αλλά ως διαρκή και απαιτητική διαδικασία.
Στην εποχή μας, όπου η πληροφορία είναι άμεση, άφθονη και συχνά παραπλανητική, ενώ η αλήθεια όλο και πιο αμφίβολη, η ευθύνη του δημοσιογράφου γίνεται βαρύτερη από ποτέ.
Η δημοσιογραφία δεν είναι απλώς ένα επάγγελμα. Είναι λειτούργημα. Αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δημοκρατικής λειτουργίας και έχει ως αποστολή όχι μόνο να ενημερώνει, αλλά να ελέγχει, να ασκεί κριτική και να προστατεύει το δικαίωμα του πολίτη στη γνώση. Όταν αυτή η λειτουργία εκπληρώνεται με εντιμότητα, ακρίβεια και τεκμηρίωση, ενισχύει τη δημοκρατία. Όταν υποχωρεί μπροστά στον φόβο, την ιδιοτέλεια ή την εξάρτηση, γίνεται συνένοχος στη χειραγώγηση.
Σήμερα, η δημοσιογραφία αντιμετωπίζει μια υπαρξιακή κρίση. Από τη μία πλευρά, η τεχνολογία έχει επιτρέψει την ανεξέλεγκτη διάδοση περιεχομένου χωρίς φίλτρα, χωρίς επιμέλεια, χωρίς ευθύνη.
Από την άλλη, ο θεσμικός Τύπος βάλλεται από την κοινωνική καχυποψία, την οικονομική πίεση και τον πολιτικό έλεγχο. Οι δημοσιογράφοι βρίσκονται συχνά παγιδευμένοι ανάμεσα στη διαρκή απαξίωση από το κοινό και την αυξανόμενη ανάγκη για παρουσία σε ένα περιβάλλον που δεν τους εμπιστεύεται.
Μέσα σε αυτό το πεδίο, η ανάγκη για άποψη δεν είναι πολυτέλεια. Είναι υποχρέωση. Η τεκμηριωμένη γνώμη είναι το εργαλείο με το οποίο ο δημοσιογράφος διαφοροποιείται από έναν απλό αναμεταδότη. Η άποψη, όταν δεν προέρχεται από προσωπική ιδιοτέλεια αλλά από ευθύνη απέναντι στην κοινωνία, είναι πράξη ελευθερίας.
Και όπως κάθε πράξη ελευθερίας, έχει κόστος. Το κόστος αυτό σήμερα είναι συχνά η στοχοποίηση, η απειλή ή ακόμα και η φυσική βία.
Όταν η γνώμη στοχοποιείται
Η περίπτωση του Γιάννη Πρετεντέρη είναι αποκαλυπτική. Με παρουσία δεκαετιών στο ελληνικό δημοσιογραφικό τοπίο, με σαφές στίγμα και δημόσιο λόγο, έχει υπάρξει στόχος ακραίων επιθέσεων. Όχι λόγω κάποιου εγκλήματος ή παράβασης, αλλά εξαιτίας της άποψής του. Η κριτική απέναντι σε οποιονδήποτε δημοσιογράφο είναι θεμιτή, απαραίτητη και υγιής. Όμως η στοχοποίηση και ο εκφοβισμός δεν είναι. Η επίθεση δεν στρέφεται πια μόνο στο πρόσωπο, αλλά σε αυτό που εκπροσωπεί: το δικαίωμα του δημοσιογράφου να μιλά και κυρίως να αποκαλύπτει.
Η πολιτεία οφείλει να προστατεύει εκείνους που απειλούνται για τον λόγο τους, ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί μαζί τους. Η διάκριση ανάμεσα σε δημοσιογράφους που «δικαιούνται» φύλαξη και άλλους που όχι, όταν γίνεται με ιδεολογικά ή πολιτικά κριτήρια, καταλύει την ουσία του κράτους δικαίου. Δεν υπάρχει «καλή» και «κακή» απειλή, ούτε «επιτρεπτή» και «δικαιολογημένη» βία. Όταν η απειλή προέρχεται από τη δημόσια έκφραση, η απάντηση δεν μπορεί να είναι η σιωπή ή η αδιαφορία, αλλά η ενεργή και αδιάκριτη προστασία του δικαιώματος στην έκφραση.
Η προστασία δεν είναι προνόμιο, είναι υποχρέωση της Δημοκρατίας
Το ερώτημα «γιατί να φυλάσσεται ένας δημοσιογράφος ενώ άλλος ρισκάρει τη ζωή του στο πεδίο χωρίς καμία προστασία;» δεν αφορά σύγκριση μεταξύ ανθρώπων. Δεν είναι θέμα αξιολόγησης προσφοράς ή θυσίας. Είναι θέμα θεσμικής ευθύνης. Ο δημοσιογράφος που στοχοποιείται επειδή γράφει, επειδή μιλά, επειδή εκφράζει άποψη σε δημόσιο χώρο, οφείλει να προστατεύεται όχι ως πρόσωπο, αλλά ως θεσμικός ρόλος. Όπως ο δικαστής που απειλείται επειδή εκδίδει ενοχλητικές αποφάσεις, όπως ο βουλευτής που προωθεί μη αρεστά νομοσχέδια, έτσι και ο δημοσιογράφος χρειάζεται θεσμική ασπίδα όταν στοχοποιείται για τον λόγο του.
Η πολιτεία διαθέτει τα εργαλεία για κάτι τέτοιο: διαδικασίες αξιολόγησης κινδύνου, έκτακτη φύλαξη, έρευνες για απειλές, ειδικές διευθύνσεις ηλεκτρονικού εγκλήματος. Στην πράξη, ωστόσο, η εφαρμογή τους συχνά καθυστερεί ή επηρεάζεται από πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις. Η πρόληψη παραμένει ασθενής, και η αίσθηση ατιμωρησίας ενισχύεται.
Εδώ ο ρόλος της ΕΣΗΕΑ είναι κρίσιμος. Η Ένωση δεν μπορεί να περιορίζεται σε καταγγελίες εκ των υστέρων. Οφείλει να παρεμβαίνει προληπτικά, να διεκδικεί συστηματικά θεσμική προστασία για τα μέλη της, να απαιτεί από την Πολιτεία ενεργό αντιμετώπιση των απειλών και να καταγράφει συστηματικά περιστατικά στοχοποίησης και φίμωσης.
Οφείλει να διασφαλίζει πως η προστασία δεν παρέχεται με βάση πολιτική ή ιδεολογική συγγένεια, αλλά με βάση την ανάγκη. Και πρέπει να στέκεται πάνω από μικροπολιτικές γραμμές, υπερασπίζοντας εξίσου τον δημοσιογράφο που μας εκφράζει και εκείνον που μας ενοχλεί.
Η σιωπή που γεννιέται από τον φόβο δεν είναι σιωπή επιλογής. Είναι σιωπή επιβολής. Και κάθε φορά που ένας δημοσιογράφος φιμώνεται επειδή ενόχλησε, κάθε φορά που μια εφημερίδα αυτολογοκρίνεται για να αποφύγει επιθέσεις, κάθε φορά που ένας συντάκτης σκέφτεται δύο και τρεις φορές πριν γράψει, η δημοκρατία υποχωρεί ένα βήμα.
Ο δημοσιογράφος δεν είναι υπεράνω της κοινωνικής κριτικής. Είναι, όμως, αναγκαίο να παραμένει πάνω από το πεδίο του φόβου. Όχι για προσωπική του επιβεβαίωση, αλλά γιατί η κοινωνία χρειάζεται ανθρώπους που θα συνεχίσουν να γράφουν όταν οι άλλοι σιωπούν. Να ενοχλούν όταν όλα μοιάζουν ήσυχα. Να αποτυπώνουν τον κόσμο χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς ιδεολογικά φίλτρα, χωρίς υποχωρήσεις.
Σε έναν καιρό που ο θόρυβος κυριαρχεί και η εντύπωση προηγείται της ουσίας, εκείνος που γράφει με ακρίβεια, ευθύνη και θάρρος είναι πολύτιμος. Όχι γιατί έχει πάντα δίκιο, αλλά γιατί επιμένει. Και αυτή η επιμονή, σήμερα, δεν είναι αυτονόητη. Είναι μια πράξη αντίστασης.