Υπό τον προϊσχύσαντα Ποινικό Κώδικα για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου βίου, έπρεπε το δικαστήριο να διαπιστώσει ότι «ο υπαίτιος έζησε έως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή», σήμερα αρκεί «ο υπαίτιος (να) έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρύ πλημμέλημα».
Η παλαιότερη διατύπωση της σχετικής διάταξης είχε επικριθεί και ως προς την τυποποίησή της, αλλά και ως προς τη δικαστηριακή εφαρμογή της. Κι αυτό, μεταξύ άλλων, διότι το δικαστήριο καλείτο να διαγνώσει και να εκφέρει αξιολογικές κρίσεις για πτυχές της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, όπως ο οικογενειακός, ο επαγγελματικός και ο κοινωνικός βίος του!
Μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα, ήδη έχει υπάρξει σφοδρότατη κριτική για πολλές από τις επιμέρους διατάξεις του, ενώ προσφάτως την δημοσιότητα απασχόλησε η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, το οποίο αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου στον Ε. Κορκονέα, που τελεσιδίκως καταδικάσθηκε για τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Σε αυτό το πλαίσιο, δεδομένης της άμεσης αποφυλάκισης του Ε. Κορκονέα, προκλήθηκε θύελλα αντιδράσεων και στον δημόσιο διάλογο ετέθη το ζήτημα εάν νομικώς και, κυρίως, ηθικώς δικαιούτο ο καταδικασθείς τελεσιδίκως της αναγνώρισης του ελαφρυντικού του προηγούμενου σύννομου βίου.
Η συγκεκριμένη ελαφρυντική περίσταση, που, υπό τις διάφορες μορφές της, ανέκαθεν τυποποιείτο στον Ποινικό Κώδικα, καλύπτει την ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο, στο στάδιο της επιμέτρησης της ποινής, ο προηγούμενος βίος του ήδη κριθέντος ενόχου κατηγορουμένου. Φρονώ ότι, εν προκειμένω, υφίσταται συναίνεση στους επαΐοντες και στην κοινωνία γύρω από το ότι ο μέχρι τη διάπραξη του εγκλήματος βίος του κατηγορούμενου, όταν μάλιστα δεν εμφανίζει εγκληματική «σταδιοδρομία», πρέπει να συνεκτιμάται έτσι, ώστε να καταγιγνώσκεται μια ποινή δίκαιη και ανάλογη του μέτρου της ενοχής του.
Υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, ευλόγως ανέκυπτε το ζήτημα ποια συμπεριφορά του προηγουμένου βίου του κατηγορουμένου θα έπρεπε να οδηγήσει στη μη αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου έντιμου βίου. Ήταν, άραγε, ορθό και δίκαιο, όπως νομολογιακώς είχε κριθεί, να μην αναγνωρίζεται αυτή η ελαφρυντική περίσταση στον σύζυγο που απατά τη σύζυγό του, στο τέκνο που παραμελεί τον γέροντα γονέα του, στον εργαζόμενο που έχει υποπέσει σε κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα, στον κατηγορούμενο που δεν υπήρξε τίμιος στις συναλλαγές του με τους συναδέλφους του ή με τους ανθρώπους που εργάζονταν γι’ αυτόν. Από αυτά και μόνον τα παραδείγματα καθίσταται σαφές ότι στις προειρημένες περιπτώσεις τυχόν μη αναγνώριση του σχετικού ελαφρυντικού, συνιστούσε, πέραν των άλλων, βαρύτατη ηθική μομφή σε βάρος του κατηγορουμένου.
Αυτοθρόως, λοιπόν, ανέκυπτε το ερώτημα εάν ένα δικαστήριο μπορούσε και έπρεπε να αποδίδει, έστω και εμμέσως, ηθική μομφή στον κατηγορούμενο, πέραν αυτής από την κήρυξη της ενοχής για το δικαζόμενο έγκλημα. Η κρίση ότι ο κατηγορούμενος δεν διήγε έντιμο βίο, σήμαινε, αυτομάτως, ότι διήγε ανέντιμο, άτιμο βίο! Κι αυτό, διότι tertium non est, ο βίος, εάν δεν κριθεί έντιμος, στο μέτρο που δεν υφίσταται διαβάθμιση, ώστε λ.χ. να χαρακτηρισθεί “ολίγον έντιμος”,… και οι έννοιες είναι αντιθετικές, τότε κρίνεται άτιμος! Χωρίς, βεβαίως, να σχολιασθεί εάν de facto, στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας, μπορούσαν να διερευνηθούν και να αξιολογηθούν από το δικαστήριο όλες εκείνες οι αναγκαίες παράμετροι, προκειμένου να καταλήξει σε βεβαία προς τούτο κρίση.
Αυτή η κρίση, που υπό το προϊσχύσαν καθεστώς συνιστούσε σοβαρή ηθική μομφή, ήταν, θεωρώ, βαρύτερη από την κρίση περί της ενοχής του κατηγορουμένου, διότι η ενοχή αφορά σε συγκεκριμένη πράξη, σαφώς προσδιορισμένη χωροχρονικώς, ενώ η κρίση ότι ο κατηγορούμενος δεν διήγε έντιμο βίο αφορά και καταλαμβάνει, κυριολεκτικώς, ολόκληρη την μέχρι την πράξη ζωή του!
Ωστόσο, στρεβλώσεις, υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, προέκυπταν και στην εφαρμογή του νόμου, αφού πολλές φορές ο δικαστής σκεπτόμενος αντίστροφα, δηλαδή ότι δεν έπρεπε να μειωθεί η ποινή με την χορήγηση της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου έντιμου βίου, απαιτούσε από τον κατηγορούμενο να… αποδείξει στην ακροαματική διαδικασία ότι με θετική συμπεριφορά, δηλαδή με εξαιρετικές πράξεις κι όχι με όσα μπορεί να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο μέσος συνετός κοινωνικός άνθρωπος της ηλικίας και του κοινωνικομορφωτικού επιπέδου του, διήγε έντιμο βίο. Με αυτά τα δεδομένα, είναι πασίδηλον ότι η χορήγηση του ελαφρυντικού του προτέρου έντιμου βίου ήταν, υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, απολύτως περιπτωσιολογική, γεγονός που δημιουργούσε ανασφάλεια δικαίου.
Η κριτική στο προϊσχύσαν καθεστώς αφεύκτως οδηγεί στο ερώτημα εάν η νέα διάταξη είναι εύστοχη ή, εν πάση περιπτώσει, ορθότερη από την παλιά. Στη λογική υπάρχει ο τύπος του “επιχειρήματος της ολισθηρής πλαγιάς”, όπου ο ομιλών, προκειμένου να πείσει τον συνομιλητή του να απορρίψει μια θέση Α, κατόπιν συλλογισμών, καταλήγει/διολισθαίνει σε μια θέση Β, την οποία είναι βέβαιον ότι δεν αποδέχεται ο συνομιλητής του, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να απορρίπτει και τη θέση Α, που οδηγεί/διολισθαίνει στη θέση Β. Αυτό εν προκειμένω σημαίνει ότι, εάν συμφωνήσουμε, θεωρητικώς,… ότι δεν έπρεπε να αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του προηγούμενου σύννομου βίου στον Ε. Κορκονέα, τότε η συγκεκριμένη διάταξη, που οδήγησε σε αυτό το αποτέλεσμα, ελέγχεται ως εσφαλμένη!
Η νέα διάταξη είναι σχεδόν γυμνή αξιολογικών κρίσεων, ωστόσο, κατά την άποψή μου, ανεπιτρέπτως περιορίζει τον ρόλο του δικαστή κατά την εκφορά της δικαιοδοτικής κρίσης του, αφού απαιτεί απλώς και μόνον σύννομο βίο, «περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του (κατηγορουμένου) για ελαφρύ πλημμέλημα». Αυτή η δευτερεύουσα πρόταση, που ρητώς αναφέρεται σε προηγούμενη καταδίκη για ελαφρύ(!) πλημμέλημα, η οποία δεν αρκεί για τη μη αναγνώριση της σχετικής ελαφρυντικής περίστασης, μαζί με τη χρήση της λέξης “σύννομα”, που σημαίνει σε συμφωνία με το νόμο, νομοτελειακά οδηγεί στην αναγνώριση του ελαφρυντικού, όταν δεν υπάρχουν προηγούμενες συμπεριφορές του κατηγορουμένου που δεν ήταν σύμφωνες με το νόμο. Τέτοιες συμπεριφορές, δηλαδή διαγνωσθείσες ως μη σύμφωνες με το νόμο, θεωρώ ότι είναι μόνον συμπεριφορές που έχουν αμετακλήτως κριθεί με δικαστικές αποφάσεις, ενώ, επί σύννομου βίου με την προειρημένη έννοια, γνώμη μου είναι ότι δεν υφίσταται διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για μη αναγνώριση αυτής της ελαφρυντικής περίστασης.
Διορθώνονται, λοιπόν, οι παλιές στρεβλώσεις, αλλά δημιουργούνται νέες, τις οποίες ο δικαστής θα είναι μάλλον αδύνατον να θεραπεύσει, όπως οι περισσότεροι πιθανόν να θεωρούμε ότι είναι η “σύννομη” αποφυλάκιση… του Ε. Κορκονέα. Σημειωτέον δε ότι, με τις διατάξεις του νέου Ποινικού Κώδικα, επί ανθρωποκτονίας από πρόθεση η ποινή της ισόβιας κάθειρξης δεν είναι πλέον ανελαστική, αφού το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Επιπλέον, θεωρώ ότι τυχόν τροποποίηση της υπάρχουσας διάταξης, με τον αποκλεισμό περιπτώσεων εγκλημάτων, στα οποία εκ του νόμου, απριορικώς, θα έπρεπε να αποκλείεται η χορήγηση του ελαφρυντικού του προηγούμενου σύννομου βίου, είναι, για τους ίδιους λόγους που δεν πρέπει a priori να χορηγείται, άδικη και παράλογη.
Η κατάστρωση της συγκεκριμένης διάταξης υπό το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς, παρά τα όποια προβλήματα, στα οποία δι’ ολίγων εγένετο αναφορά, φαίνεται να ήταν δικαιοπολιτικώς ορθότερη και πιθανόν στο άμεσο μέλλον να μας απασχολήσει η επαναφορά της, ενδεχομένως με κάποιες τροποποιήσεις/διευκρινίσεις. Κι αυτό, διότι το σημαντικότερο είναι ότι άφηνε στο δικαστήριο την διακριτική ευχέρεια να αναγνωρίσει ή όχι την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου έντιμου βίου, κρίνοντας ad hoc εάν πληρούντο οι προϋποθέσεις της.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου θα έπρεπε να αποτελεί ικανή, αλλά όχι και αναγκαία, συνθήκη χορήγησης της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου έντιμου βίου, που, ορθώς και δικαίως, δεν θα έπρεπε να αποκλείεται σε περιπτώσεις ήσσονος σημασίας ποινικών ή/και άλλων παραβάσεων, που το μεν παρατηρούνται με μεγάλη συχνότητα στην κοινωνία, όπως λ.χ. παραβάσεις του Κ.Ο.Κ., το δε δεν ενδεικνύουν την ύπαρξη αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την, για σχετικώς μακρό χρονικό διάστημα, σταθερή εκπλήρωση από μέρους του κατηγορουμένου των υποχρεώσεων του μέσου συνετού κοινωνικού ανθρώπου στον ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και εν γένει κοινωνικό βίο του.
Προεχόντως, βεβαίως, απαιτείται να εμπεδωθεί από όλους ότι η απόφαση του ποινικού δικαστή έχει επικοινωνιακό περιεχόμενο, μεταδίδει ένα ισχυρότατο κοινωνικό μήνυμα, εν προκειμένω αναφορικώς με τις αξιολογήσεις του δικαστηρίου σε σχέση με το βίο των κοινωνών του δικαίου. Αυτό, περαιτέρω, σημαίνει ότι, στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας, θα έπρεπε να αρκεί η διαπίστωση από το δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος διήγε βίο αντίστοιχο του μέσου συνετού κοινωνικού ανθρώπου της ηλικίας και του κοινωνικομορφωτικού επιπέδου του, χωρίς την ύπαρξη ουσιωδών αποκλίσεων, διότι, άλλως, δημιουργείται η ανάγκη για έναν άστοχο νόμο όπως ο σχολιαζόμενος.