Το σκεπτικό στο οποίο στηρίζουν την παραπομπή σε δίκη των έξι κατηγορουμένων για την υπόθεση του Ζακ Κωστόπουλου, ξετυλίγουν οι δικαστές του συμβουλίου Πλημμελειοδικών της Αθήνας σε βούλευμα που εξέδωσαν. Μέσα από τις σελίδες του βουλεύματος αποκαλύπτονται αφανείς πτυχές των συνθηκών θανάτου του 33χρονου ακτιβιστή και όσων έλαβαν χώρα το Σεπτέμβριο του 2018 στην οδό Γλάδστωνος, στην Ομόνοια.
Με το βούλευμα παραπέμπονται να δικαστούν ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας, ο ιδιοκτήτης του κοσμηματοπωλείο της οδόυ Γλάδστωνος, ο μεσίτης και τέσσερις αστυνομικοί. Και οι έξι κατηγορούμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με την κατηγορία της θανατηφόρας σωματικής βλάβης και όχι με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, όπως ζητεί η οικογένεια του 33χρονου ακτιβιστή.
Σύμφωνα με το «Πρώτο Θέμα», οι δικαστές δέχονται ότι οι έξι κατηγορούμενοι «με πρόθεση επέφεραν στο θύμα σωματικές κακώσεις που μπορούσαν να του προκαλέσουν (όπως και πράγματι συνέβη) κίνδυνο για τη ζωή του». Ωστόσο, κατά τους δικαστές, βασική επιδίωξη των κατηγορουμένων «ήταν η παραμονή του Κωστόπουλου εντός του καταστήματος και η μη διαφυγή του, προκειμένου να επιτευχθεί η σύλληψή του». Ωστόσο, η οικογένεια του 33χρονου ακτιβιστή έχει κάνει λόγο για δολοφονία του σε «δημόσια θέα» αλλά και «για βίαια θανάτωσή του» που «προκάλεσε αγανάκτηση σε ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας για τον τρόπο που οι αστυνομικές αρχές χειρίστηκαν τη δικογραφία και την αμετανόητη σκληρότητα που επέδειξαν οι δράστες».
Στο βούλευμα αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Οι κατηγορούμενοι με πρόθεση επέφεραν στο θύμα σωματικές κακώσεις που μπορούσαν να του προκαλέσουν (όπως και πράγματι συνέβη) κίνδυνο για τη ζωή του, ήτοι επικίνδυνες σωματικές βλάβες, το δε επελθόν αποτέλεσμα του θανάτου του οφείλεται σε συγκλίνουσα αμέλειά τους (παραυτουργία)». Να σημειωθεί ότι δικαστές αναφέρουν στο βούλευμά τους, επικαλούμενοι τις ιατροδικαστικές εκθέσεις που περιλαμβάνονται στη δικογραφία πως «οι σωματικές αυτές βλάβες» τις οποίες επέφεραν στο θύμα οι κατηγορούμενοι «συντέλεσαν στην πρόκληση οργανικού στρες, το οποίο με τη σειρά του προκάλεσε τις ισχαιμικού τύπου αλλοιώσεις του μυοκαρδίου που αποτέλεσαν την τελική αιτία θανάτου», του 33χρονου ακτιβιστή.
Ωστόσο, κατά τους δικαστές, τόσο ο κοσμηματοπώλης όσο και ο μεσίτης «εν όψει της ηλικίας τους και της στοιχειώδους κοινωνικής εμπειρίας που διέθεταν, είχαν τη δυνατότητα να προβλέψουν ότι η επίθεσή τους σε βάρος του Κωστόπουλου με πλήγματα στη κεφαλή, ενόσω μάλλον διέρχονταν από θραυσμένο υαλοπίνακα, μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο του παθόντος, όμως από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, την οποία όφειλαν και μπορούσαν να καταβάλλουν, έδρασαν απερίσκεπτα και επιτέθηκαν κατά του παθόντος μη προβλέποντας το επελθόν αποτέλεσμα».
Σε ό,τι αφορά στις ποινικές ευθύνες των τεσσάρων κατηγορουμένων αστυνομικών, οι δικαστές υπογραμμίζουν στο βούλευμά τους: «Αλλά και οι κατηγορούμενοι αστυνομικοί, ενόψει της εκπαίδευσης που είχαν λάβει και της εμπειρίας που διέθεταν από την άσκηση των καθηκόντων τους, είχαν τη δυνατότητα να προβλέψουν ότι τα χτυπήματα που κατάφεραν στον Κωστόπουλο, προκειμένου να τον ακινητοποιήσουν και να τον δεσμεύσουν, με δεδομένο ότι αυτός βρίσκονταν σε κατάσταση υπερδιέγερσης, αλλά με προφανή αδυναμία συγκέντρωσης των δυνάμεων του, έφερε πολλαπλά τραύματα και εμφάνιζε δυσχέρειες στην αναπνοή, θα επέτειναν τον ήδη υφιστάμενο κίνδυνο ζωής που αντιμετώπιζε και, όμως από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, την οποία όφειλαν και μπορούσαν να καταβάλλουν, έδρασαν με υπερβάλλοντα ζήλο (…) μη προβλέποντας το επελθέν αποτέλεσμα. ..».
Ακόμη, οι δικαστές έκριναν πως ούτε κοσμηματοπώλης ούτε ο μεσίτης ήθελαν να προκαλέσουν βαριά σωματική βλάβη στο θύμα: «Παρόλο που η επίθεσή τους σε βάρος του θανόντος Κωστόπουλου (…) δεν κρίνεται κοινωνικά αποδεκτή ενόψει του είδους, του αριθμού, της έντασης, της διάρκειας και του τρόπου καταφοράς των πληγμάτων, όπως αυτά προκύπτουν κυρίως από το συλλεγέν οπτικοακουστικό υλικό (εν όψει και των σε πολλά σημεία αντικρουόμενων μαρτυρικών καταθέσεων που λήφθηκαν), γίνεται δεκτό ότι η βασική επιδίωξη (σ.σ. των κατηγορουμένων) ήταν η παραμονή του Κωστόπουλου εντός του καταστήματος και η μη διαφυγή του, προκειμένου να επιτευχθεί η σύλληψή του».
Μάλιστα οι κατηγορούμενοι, σύμφωνα με το βούλευμα «δεν εμφορούνταν από ακραία τιμωρητική διάθεση, γεγονός που καταδεικνύεται (και) από τη μη συνέχιση της επίθεσης τους όταν ο Κωστόπουλος εξήλθε τελικά του καταστήματος, χωρίς να δύναται να συναχθεί το αντίθετο συμπέρασμα από τη μη συνδρομή τους στην περίθαλψη του θύματος, ή ακόμη και από τις μεταγενέστερες του συμβάντος προσβλητικές αναρτήσεις στο Διαδίκτυο» στις οποίες σημειωτέον έχει προβεί ο εμπλεκόμενος μεσίτης.
Τέλος, οι δικαστές καταρρίπτουν τον υπερασπιστικό ισχυρισμό που προέβαλλαν στην ανάκριση ο κοσμηματοπώλης και ο μεσίτης, ότι δηλαδή βρίσκονταν σε άμυνα, αρνούμενοι την κατηγορία που τους απαγγέλθηκε για θανατηφόρα σωματική βλάβη.