23.4 C
Athens
18.8 C
Thessaloniki
Πέμπτη 18 Απριλίου 2024
More

    Η προσδοκία μεταστροφής μιας αλυσιτελούς διπλωματικής πρακτικής


    Στην συνάντηση του Τούρκου Πρόεδρου, Ταγίπ Ερντογάν και του Έλληνα Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην Κωνσταντινούπολη, υπήρξε συγκατάνευση ότι οι τόνοι ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία πρέπει να πέσουν και πως δεν υπάρχει λόγος να προστίθενται προβλήματα και εντάσεις στην ανατολική Μεσόγειο στη σκιά του πολέμου στην Ουκρανία.

    Το ερώτημα που ανακύπτει είναι πολύ συγκεκριμένο: Αρκεί ο πόλεμος στην Ουκρανία για να δρομολογήσει την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στη βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου;

    Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θέτει ζητήματα περιφερειακής, κι όχι μόνο, ασφάλειας. Όσον αφορά δε τις κυρώσεις, πέραν του μέσου πίεσης προς τη ρωσική πλευρά, συνιστούν αγγλοσαξονικές αξιώσεις για ατλαντικές ευθυγραμμίσεις για το σύνολο των κρατών της ΕΕ και των μελών του ΝΑΤΟ. Η Τουρκία καταδίκασε μεν τη ρωσική εισβολή, κλείνοντας τα Στενά για τα ρωσικά πολεμικά πλοία, αλλά αρνήθηκε να υιοθετήσει περαιτέρω οικονομικές κυρώσεις έναντι της Μόσχας και να επωμιστεί το ανάλογο οικονομικό και διπλωματικό κόστος.

    Αντιθέτως, η Ελλάδα πρωτοστάτησε στις κυρώσεις έναντι της Ρωσίας αναλαμβάνοντας σημαντικό διπλωματικό και οικονομικό κόστος, καθώς και απροσδιόριστο ρίσκο σχετικά με την ασφάλεια των Ελλήνων/δων της Ουκρανίας, τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου όσο και μετά. Το αναμενόμενο θα ήταν να ήμασταν διπλωματικά πιο φειδωλοί σε χώρες που δεν ομονόησαν με την αποφασιστική στάση του δυτικού κόσμου έναντι της Ρωσίας. Επιγραμματικά, η Ελλάδα αναλαμβάνει σημαντικό κόστος από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Τουρκία σαφώς λιγότερο και η εν λόγω συνάντηση το μετριάζει έτι περαιτέρω.

    Η Τουρκία θα επιδιώξει να επιβάλει μέρος των αναθεωρητικών της στόχων

    Προφανώς οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας ορθώς υπάρχουν, αλλά οφείλουν να λειτουργούν αμφίδρομα, αναλόγως το ύφος και το περιεχόμενο των εκατέρωθεν δηλώσεων και πράξεων. Διαχρονικά παρατηρείται το φαινόμενο ότι, μετά από κάθε νέα προσπάθεια μετριασμού της εκάστοτε έντασης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η τουρκική ηγεσία επιλέγει να αυξήσει κατά το δοκούν το επίπεδο της αντιπαράθεσης στις διμερές σχέσεις, είτε λεκτικά είτε στο πεδίο, χωρίς καμία ουσιαστική συνέπεια. Η συγκεκριμένη πρακτική καταδεικνύει μια προβληματική λειτουργία σε βάθος τεσσάρων δεκαετιών.

    Η αντίληψη ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα οδηγήσει σε νέους ατλαντικούς πειθαναγκασμούς -ανάλογους της ψυχροπολεμικής περιόδου- και για τις δύο χώρες και πρακτικά θα αναιρέσει τους αναθεωρητικούς στόχους της Άγκυρας συνιστά περισσότερο ελληνικό ευσεβή πόθο παρά βάσιμη υπόθεση. Ήδη η Τουρκία, εν μέσω του πολέμου στην Ουρανία και πολύ πιο αποφασιστικά μετά την κατάπαυση των εχθροπραξίων θα επιδιώξει να επιβάλει μέρος των αναθεωρητικών της στόχων στην νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας της περιοχής κι όχι να αναδιπλωθεί, προσαρμοζόμενη στις ατλαντικές και ευρωπαϊκές επιλογές.

    Επομένως, η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν να διαχειριστούν στρατηγικά τον τουρκικό ηγεμονισμό υπό συνθήκες αναδιανομής του παγκόσμιου και περιφερειακού καταμερισμού ισχύος, κατάσταση που επηρεάζει ήδη την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών και των ευρωπαϊκών κρατών.

    Σχετικά με την απόφαση για την ενεργοποίηση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), η τριακονταετής πρακτική κατέδειξε ότι δεν εφαρμόζονται στη βάση της αμοιβαιότητας, αλλά κατά κανόνα παραβιάζονται από την Τουρκία, χωρίς ουσιαστικές συνέπειες, ούτε κατά την διάρκεια της παραβίασής τους, ούτε μετέπειτα. Εν γένει και προς αποφυγή παρανοήσεων τα ΜΟΕ αποτελούν εργαλείο που επιδρά θετικά στην πρόληψη κρίσεων, μόνο όταν ισχύουν αμοιβαίως, διαφορετικά λειτουργούν ετεροβαρώς και συνιστούν αυτοπεριορισμό της μίας πλευράς.

    Προφανώς, η τήρηση των ΜΟΕ οφείλει να είναι πρόκριμα για την σύναψη νέων και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποτρέψουν μια ειλημμένη απόφαση κλιμάκωσης, αλλά αποτρέπουν μόνο ένα ατυχές περιστατικό. Εκτός κι αν διαπραγματευόμαστε για την σύναψη νέων διευρυμένων ΜΟΕ, ενώ δεν τηρούνται τα συμφωνημένα. Αν συμβεί αυτό θα συνιστά παγκόσμια πρωτοτυπία

    Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να τηρήσει τη δέσμευσή της προς την κοινωνία και την αποφασιστικότητά της προς συμμάχους και εταίρους, ότι συνομιλεί μόνον για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο. Η ελληνική εξωτερική πολιτική σκοπό έχει την εξυπηρέτηση των προσδιορισμένων συμφερόντων της κοινωνίας μέσω της υιοθέτησης μίας στρατηγικής που θα μετατρέψει τα δυνάμει δικαιώματα σε εφαρμοστέα πολιτική.

    Η Ελλάδα και η Κύπρος λοιπόν οφείλουν να αποτρέψουν την Τουρκία να επιτύχει τους ηγεμονικούς της σχεδιασμούς τώρα και μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, με ή χωρίς τον Ερντογάν. Μια κεμαλική παλινόρθωση δεν θα τερματίσει τον τουρκικό αναθεωρητισμό και πιθανόν να ανατρέψει τις παρούσες αντιτουρκικές συσπειρώσεις.

    Συγκυριακή αναδίπλωση

    Το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε ότι η Τουρκία έχει επιδοθεί σε μία εργώδη προσπάθεια αποκατάστασης των διμερών της σχέσεων με χώρες της ευρύτερης περιοχής: Ισραήλ, Αίγυπτος, και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ενδεχομένως η ελληνική ζέση προσέγγισης της Τουρκίας να τις διευκολύνει.

    Η τουρκική αναδίπλωση είναι μάλλον συγκυριακή και δεν αποτελεί απαρχή της στρατηγικής υποχώρησης της Τουρκίας και παύση των τουρκικών ηγεμονικών φιλοδοξιών. Κοντολογίς, η όποια διαδικασία εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων προϋποθέτει επαρκή αποτρεπτική ισχύ. Άλλες στρατηγικές έναντι της Τουρκίας, όπως η στρατηγική «μεταφοράς βαρών» σύμφωνα με την τυπολογία του J. Mearsheimer, έχουν περιορισμένες δυνατότητες εφαρμογής.

    Η εν λόγω στρατηγική βασίζεται στην υπόθεση ότι ένας τρίτος δρών θα εξισορροπήσει την αναθεωρητική Τουρκία. Η γεωγραφική εγγύτητα και η εκ των πραγμάτων εκδίπλωση του τουρκικού ηγεμονισμού σε ζώνες κυριαρχίας της Ελλάδας και της Κύπρου, κάνει πιθανότερο το σενάριο να γίνουμε στόχος στρατηγικής «μεταφοράς βαρών» από όμορα κράτη, παρά να κάνουμε χρήση της. Η συνάντηση της Κωνσταντινούπολης δημιουργεί προσδοκίες εξομάλυνσης στο μέλλον, ενώ υποσκάπτει τις διμερείς συνεργασίες στον τομέα της ασφάλειας που είχε δρομολογήσει το προηγούμενο διάστημα η Ελλάδα.

    Εν γένει θωρήσεις, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό αυτοεξαιρούν την Ελλάδα από το σωφρονισμό της Άγκυρας, αποτελούν τις λογικές απολήξεις μιας στρεβλής πρόσληψης της έννοιας και του περιεχομένου της στρατηγικής, ενισχύοντας τον κίνδυνο να προσδιοριστεί από τρίτα κράτη ως γεωπολιτικός «τζαμπατζής».

    Η συνάντηση του Τούρκου Πρόεδρου, Ταγίπ Ερντογάν και του Έλληνα Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη δημιουργεί προσδοκίες μίας ανέφελης – σύντομης- περιόδου για τις διμερείς σχέσεις, χρήσιμη για αμφότερα τα κράτη. Υπό αυτό το πρίσμα είναι κατανοητή. Μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν, η Τουρκία – ερντογανική ή μη- θα επανακάμψει επί του πεδίου, μακάρι η σχετική θέση της Ελλάδας τότε να είναι ενισχυμένη.

    Δρ. Χρήστος Ζιώγας

    Διδάσκων Διεθνείς Σχέσεις στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Παν/μιου Αιγαίου και εντεταλμένος Λέκτορας στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων



    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΡΟΗ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

    ΑΠΟΨΕΙΣ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ