Παραμένουν νοσηλευόμενοι σε σοβαρή κατάσταση οι δύο Έλληνες τραυματίες, 59 και 42 ετών, απεγκλωβισμένοι από το Σουδάν που επαναπατρίστηκαν από το Τζιμπουτί χθες Τρίτη 25 Απριλίου 2023 και διακομίσθηκαν αυθημερόν στο 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών (401 ΓΣΝΑ).
Σύμφωνα με το ΓΕΕΘΑ, οι δύο Έλληνες υπεβλήθησαν άμεσα από ομάδα ειδικών χειρουργών σε πολύωρη χειρουργική αποκατάσταση των τραυμάτων τους με επιτυχία.
Μετά τα χειρουργεία η κατάστασή τους εμφανίζει ικανοποιητική βελτίωση αλλά παραμένει σοβαρή, με τον 59χρονο να παραμένει δια σωληνωμένος στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και τον 42χρονο να νοσηλεύεται σε θάλαμο νοσηλείας.
Οι δύο Έλληνες τραυματίστηκαν από ρουκέτα σε εκκλησία στο Χαρτούμ, στις 16 Απριλίου.
Στην Τανάγρα το απόγευμα ακόμα 13 επαναπατρισθέντες
Επίσης, ακόμα δεκατρία άτομα, Έλληνες και μέλη των οικογενειών τους, απεγκλωβίστηκαν από το Σουδάν και αφίχθηκαν αργά χθες το βράδυ (25.04.2023), με πτήσεις γερμανικών αεροσκαφών, στο Αμμάν της Ιορδανίας. Στους απεγκλωβισθέντες συμπεριλαμβάνεται ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νουβίας κ.κ. Σάββας.
Ο Υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, έχει εκφράσει τις θερμές ευχαριστίες του στην Γερμανίδα ομόλογό του, Annalena Baerbock, για τη βοήθεια που παρέχει η χώρα της στις προσπάθειες απεγκλωβισμού Ελλήνων και μελών των οικογενειών τους από το Σουδάν.
Η διαδικασία και οι ενέργειες για τον απεγκλωβισμό συμπατριωτών μας και μελών των οικογενειών τους από το Σουδάν συνεχίζονται σε στενό συντονισμό με τους εταίρους στην ΕΕ και τους συμμάχους.
Το πρωί της Τετάρτης, το ελληνικό C-27 απογειώθηκε από το αεροδρόμιο του Ασουάν για την Άκαμπα της Ιορδανίας για να παραλάβει τους συμπατριώτες μας. Εκεί έφτασε στις 10:30.
Στη συνέχεια θα αναχωρήσει για την επιστροφή στο αεροδρόμιο της Τανάγρας, όπου αναμένεται να προσγειωθεί στις 16:00, με τη δεύτερη ομάδα των Ελλήνων που επαναπατρίζονται.
«Είδα να σκοτώνουν ανθρώπους εν ψυχρώ στη μέση του δρόμου»
Ο Χρήστος Δέδες, διασωθείς από την εμπόλεμη ζώνη, μίλησε στο MEGA για το πώς βίωσε τις δύσκολες ώρες που βρέθηκε εγκλωβισμένος σε ξενοδοχείο του Σουδάν.
«Ασχολούμαι με υποβρύχιες εργασίες. Είχαμε πάει για μια δουλειά στο Σουδάν απλά σταματήσαμε στο Χαρτούμ για να γίνει το clearance για τις βίζες, απλά άργησε ο πελάτης να στείλει τα χαρτιά για να γίνει η διαδικασία με αποτέλεσμα να εγκλωβιστούμε εκεί. Είχαμε πάει περίπου Τρίτη-Τετάρτη και ήταν όλα καλά. Και ξαφνικά το Μεγάλο Σάββατο στο Χαρτούμ, γύρω στις 12 η ώρα το μεσημέρι αρχίσαμε να ακούμε ριπές. Ήμουν στο ξενοδοχείο και οι ριπές ήταν στα 500 μέτρα από εμάς. Άρχισαν να κλιμακώνεται η ένταση, ξεκίνησαν μάχες, ξεκίνησαν να χτυπάνε το αεροδρόμιο κι κάποια άλλα σημεία», είπε αρχικά.
«Ήμασταν 5 Έλληνες και ένας πορτογάλος. Στο ξενοδοχείο δεν ήξεραν τίποτα ήταν και γι’ αυτούς πολύ ξαφνικό. Σε καθημερινή επαφή που είχαμε με τον κ. Γεράσιμο Παγουλάτο, είναι ο πρόξενος του Σουδάν, μας είπε να μην πλησιάζουμε παράθυρα να μην βγαίνουμε έξω,. Γιατί υπήρχαν πολλές αδέσποτες σφαίρες. Ήταν περίεργο, κοιμόσουν το βραδύ και άκουγες να χτυπούν τον τοίχο», συνέχισε ο κ. Δέδες.
Σχετικά με τον συντονισμό στο να φύγουν από το ξενοδοχείο, ο κ. Δέδες ανέφερε πως, «Φύγαμε χθες από το Σουδάν, ήμασταν περίπου 10 μέρες εγκλωβισμένοι. Τις τελευταίες μέρες δεν είχα επικοινωνία με κανέναν ούτε με την οικογένειά μου. Τρώγαμε μέσα στο ξενοδοχείο και τρώγαμε τα βασικά, το μεσημέρι και το βράδυ. Ειδοποιηθήκαμε, πριν κοπεί η επικοινωνία, με τον κ. Παγουλάτο που μας ενημέρωνε για την κατάσταση».
Πώς στήθηκε η επιχείρηση απομάκρυνσης από τη χώρα
«Η έξοδός μας έγινε μέσω της Πρεσβείας της Πορτογαλίας. Μας έστειλαν ένα αυτοκίνητο, εχθές στις 4 το πρωί, φύγαμε από εκεί πήγαμε στο πολεμικό αεροδρόμιο, περίπου στις 2 ώρες απόσταση από το ξενοδοχείο και φύγαμε με τους Ιταλούς κομάντο. Την ώρα που φύγαμε ακούγαμε κάποιες ριπές, δεν είχε ξεκινήσει ακόμα η μάχη αλλά περάσαμε από πολλά checkpoints, ίσως περισσότερα από 30, και στρατιωτικών και παραστρατιωτικών. Υπήρχε άτυπη συμφωνία να φύγουν οι άμαχοι. Ο οδηγός ήταν από την πορτογαλική πρεσβεία. Ήταν στο αεροδρόμιο Ιταλοί, Γερμανοί και Γάλλοι απλά έτυχε εμείς να φύγουμε με τους Ιταλούς με ένα μεταγωγικό», τόνισε χαρακτηριστικά.
Ποια ήταν τα συναισθήματά του κ. Δέδε;
«Ήμουν αισιόδοξος, με ανησυχούσε όμως το εάν κοβόταν η επικοινωνία και χρειαζόταν να φύγουμε από το ξενοδοχείο, γιατί τότε θα ήμασταν χαμένοι στο Σουδάν. Δεν θα ήξερε κανείς που ήμασταν και δε θα μπορούσαμε να ειδοποιήσουμε κάποιον ευκολά. Στο ξενοδοχείο ήμασταν οι μόνοι πελάτες δεν υπήρχαν άλλοι», αποκάλυψε.
Για τα όσα βίωσε και τις σκληρές εικόνες που αντίκρισε ο κ. Δέδες, υπογράμμισε πως, «κάθε μέρα οι μάχες ήταν και πιο σκληρές. Χρησιμοποιούσαν και οι δυο, πολύ ισχυρά όπλα και όταν ο στρατός πιστεύω αντιμετώπιζε πρόβλημα, έστελνε αεροπλάνα. Ο ύπνος δεν ήταν καλός, γιατί κοιμόσουν και άκουγες έναν ισχυρό κρότο δίπλα σου. Είναι αληθινές οι εικόνες με τα πτώματα στους δρόμους. Εμείς κοιτώντας μία μέρα τον δρόμο, πέρασαν δύο ημιφορτηγά και τα γαζώσανε, τους σκοτώσανε όλους εκεί μέσα και τους άφησαν εκεί. Ήταν όλα τόσο ξαφνικά»,
»Σύμφωνα με αυτά που λέγονταν, ο πόλεμος γίνεται γιατί και οι δύο ήθελαν να πάρουν την εξουσία. Ήταν ένας στρατός ουσιαστικά που έχει κοπεί στα δύο και οι δύο αρχηγοί ήθελαν να πάρουν την εξουσία. Και σε άλλες πόλεις γινόταν αυτό. Ο κόσμος δεν το περίμενε αυτό, πιστεύω κανείς δεν ήξερε κάτι, γι’ αυτό πήγαμε και εμείς για δουλειές».
«Η οικογένειά μου ανησύχησε, ιδίως όταν κόπηκε η επικοινωνία. Με εφαρμογές επικοινωνούσαμε. Από το δωμάτιό μου δεν έβλεπα οδικές μάχες αλλά από τους άλλους ορόφους βλέπαμε. Στο δωμάτιο μου είχε ραγίσει το τζάμι από τις εκρήξεις. Ήταν τρομερή η δόνηση στους τοίχους. Ήμασταν τυχεροί και φύγαμε γρηγορά. Νομίζω ήμασταν 170 Έλληνες. Εμείς προλάβαμε και φύγαμε. Στο αεροπλάνο μαζί μας ήρθε ο ένας ;από τους δύο τραυματίες. Ο άνθρωπος ήταν σε φορείο, δεν μιλήσαμε απλώς χαιρετηθήκαμε. Ξέρω πως πήγε να φύγει από την εκκλησία και έπεσε δίπλα τους η ρουκέτα. Δεν γνωρίζω εάν έχει σκοτωθεί κάποιος Έλληνας. Λόγω ότι δουλεύω στο εξωτερικό μου έχουν τύχει δύσκολες καταστάσεις όχι όμως τέτοιες», κατέληξε περιγράφοντας την κατάσταση και τα όσα βίωσε ο διασωθείς από το εμπόλεμο Σουδάν.