Ήταν Χριστούγεννα του 1979. Στις πλαγιές του Ολύμπου ξετυλίχθηκε το κουβάρι ενός δράματος που όμοιό του δεν υπάρχει στην ιστορία της ελληνικής ορειβασίας. Μια ομάδα 14 ορειβατών χάνει τον προσανατολισμό της στο οροπέδιο των Μουσών εξαιτίας της σφοδρής χιονοθύελλας, δεν μπορεί να εντοπίσει το καταφύγιο και υποχρεώνεται να διανυκτερεύσει εκτεθειμένη σε συνθήκες πολικού ψύχους. Η επιστροφή θα εξελιχθεί σε πραγματικό εφιάλτη…
Ένας από τους ορειβάτες που συμμετείχε στη δραματική ανάβαση στον Όλυμπο, ο Φαίδων Γαληνός, έγραψε ένα κείμενο με τίτλο «30 Ώρες Θύελλα», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ανάβαση» το 1985, στο οποίο περιγράφει με τρόπο συγκλονιστικό όλες τις τραγικές λεπτομέρειες του δράματος:
«30 Ώρες Θύελλα. Στη μνήμη των χαμένων συντρόφων
Στην αργία της 28ης Οκτωβρίου 1979 ανταμώσαμε στα Μετέωρα οι ορειβάτες του ΣΕΟ απ’ όλη την Ελλάδα και αποφασίσαμε μία από τις εκδηλώσεις μας των Χριστουγέννων να γίνει στον Όλυμπο. Δεκαπέντε μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, ο Δημήτρης Μπουντόλας και ο Δημητρός Νικηφορίδης, άρχισαν τις προετοιμασίες, ο πρώτος στο χώρο της Βόρειας Ελλάδας και ο δεύτερος στο χώρο της Νότιας. Τελικά συγκεντρώθηκαν για την ανάβαση 19 άτομα. Από την Αθήνα οι: Α. Αβραμόπουλος, Φ. Γαληνός, Β. Μπαλτόπουλος, Δ. Νικηφορίδης, Ι. Ξυνογιαννακόπουλος. Από τη Χαλκίδα οι: Χ. Βουτσαρίδης, Γ. Σούλας. Από τη Θεσσαλονίκη οι: Τ. Αναγνώστου, Μ. Αρζόγλου, Β. Βακαλόπουλος, Ν. Ματσάκας, Δ. Μπουντόλας, Δ. Μυστακίδης, Γ. Παπακερμέζης, Α. Τσιούγκας, Ζ. Τρόμπακας, Ι. Χατζηλαζάρου. Από την Καβάλα οι: Β. Βασιλακάκης, Κ. Μανάλης. Στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη έμειναν γύρω στους 10 ορειβάτες, που θα μπορούσαν σε περίπτωση ανάγκης να τρέξουν για βοήθεια σε οποιοδήποτε σημείο.
Οι 19 χωρίστηκαν σε 2 ομάδες. Η πρώτη ομάδα από τους: Αρζόγλου, Βακαλόπουλο, Μανάλη, Ματσάκα, Παπακερμέζη θα πραγματοποιούσε μια αναρριχητική διαδρομή από το Ξερολάκι, υψομετρικής διαφοράς 1000 μέτρων. Με μια διανυκτέρευση στην ορθοπλαγιά θα έφτανε σε 24 ώρες περίπου στο Οροπέδιο των Θεών. Οι υπόλοιποι 14, δηλαδή οι: Αβραμόπουλος, Αναγνώστου, Βασιλακάκης, Βουτσαρίδης, Γαληνός, Μπαλτόπουλος, Μπουντόλας, Μυστακίδης, Νικηφορίδης, Ξυνογιαννακόπουλος, Σούλας, Τρόμπακας, Τσιούγκας και Χατζηλαζάρου θα ανέβαιναν τη διαδρομή: Λιτόχωρο-Διασταύρωση- Μπάρμπα-Πύργο-Λαιμό-Πέρασμα Γιόσου-Οροπέδιο Θεών-καταφύγιο ΕΟΣ (σημ. Χρήστου Κάκαλου), διαδρομή περίπου 10 ωρών, ανάλογα με την ποιότητα του χιονιού.
Οι πρώτοι ξεκίνησαν την Κυριακή το πρωί 23 Δεκεμβρίου. Το βράδυ, στα μέσα περίπου της ορθοπλαγιάς, συνάντησαν κακοκαιρία. Διανυκτέρευσαν όπου βρέθηκαν και την άλλη μέρα το πρωί επέστρεψαν στη βάση τους. Οι δεύτεροι ξεκίνησαν από το Λιτόχωρο την Κυριακή του πρωί στις 6. Πέρασαν από τη Διασταύρωση κατά τις 7. Ο καιρός ήταν καλός. Το χιόνι κατάλληλο για περπάτημα. Σκοπός τους να φτάσουν την ίδια μέρα στο καταφύγιο όπου να διανυκτερεύσουν ενώ τις επόμενες μέρες θα πραγματοποιούσαν αναρριχητικές διαδρομές στις ορθοπλαγιές των κορυφών. Ο Δημήτρης Νικηφορίδης ετοίμαζε μαζί με το Θανάση Αβραμόπουλο να κάνει «χειμερινή» τη διαδρομή «Λιάγκου-Τσακμακίδη-Καπετανάκη 1957» στην Πλάκα του Σκολιού. Συζητούσαμε κατά την ανάβαση το σχέδιό του. Επειδή όμως τις προθέσεις του μου τις είχε πει από την Αθήνα πήρα μαζί μου όλο το σχετικό υλικό που είχα για τυχόν διανυκτερεύσεις σε ορθοπλαγιές. Ο Δήμητρας με τα πάντοτε, με την καλή έννοια, φιλόδοξα σχέδιά του είχε, όπως κάθε φορά, σχετικά βαρύ σάκο γεμάτο αναρριχητικό υλικό. Δεν μπόρεσα, όσες φορές προσπάθησα, να τον πείσω να αλλάξει τακτική. Με το γλυκό, ευγενικό του ύφος ήθελε κάθε φορά να με πείσει ότι δεν είναι τόσο βαρύς όσο φανταζόμουνα. Νομίζω ότι πρέπει να έπαιξε κάποιο ρόλο ο σάκος του στον άδικο χαμό του. Είμαι βέβαιος ότι δεν θα το παραδεχότανε αν μπορούσε να μιλήσει. Ας ήταν δυνατό ν” ακούγαμε πάλι την ευγενικιά του φωνή με όλο το αγαθό της περιεχόμενο κι ας ερχότανε σε αντίθεση με τη δικιά μας γνώμη.
Στου Μπάρμπα καθόμαστε λίγο, ανταλλάζουμε φαγητά. Το ίδιο στο Διάσελο Κόκα της Πυκνής Οξιάς. Παρατηρώ ότι και του Μπαλτόπουλου ο σάκος είναι σχετικά βαρύς. Και αυτός έχει την κακιά συνήθεια να κουβαλά περισσότερα πράγματα από τις δυνάμεις του, το ξέρω από άλλη φορά. Του ζητώ να πάρω μερικά. «Όχι προς το παρόν. Όταν έχω ανάγκη θα σου πω» μου λέει. Στην Πηγή Αποστολίδη μου δίνει τα κραμπόν του, το γκαζιεράκι του και ένα άλλο δέμα. Συνεχίζουμε ευθεία επάνω στον Στράγκο. Τραγουδώ τα τραγούδια που ξέρω ότι αρέσουν στην παρέα μου. Φτάνουμε στη Σκούρτα. Περνάμε το Λαιμό. Όλα πάνε θαυμάσια. Τίποτα δεν μαρτυρά την δραματική συνέχεια. Γύρω στις 4 βρισκόμαστε στο πέρασμα του Γιόσου. Ανεβαίνει πρώτος ο Μπουντόλας. Δεύτερος ο Νικηφορίδης. Μένω τελευταίος. Με ασφαλίζει ο Δημητρός. «Έχω κουραστεί», φωνάζει, «είναι όλα παγωμένα. Δεν μπορώ να σε ασφαλίσω. Πρόσεχε μη γλιστρήσεις». Όταν φτάνω επάνω έχει σκοτεινιάσει. Είναι πράγματι όλα γυαλί. Βοηθώ τον Δημητρό να περάσουμε μαζί το επικίνδυνο σημείο. Ο Νικηφορίδης έκανε εδώ το μεγάλο, το μοιραίο λάθος να ασφαλίσει, μέσα στην παγωνιά, αυτός όλους συνέχεια τους συντρόφους του. Λάθος που ήταν συνέπεια της άφταστης αλτρουϊστικής του ψυχολογίας. Φωνάζω τους αμέσως μπρος από μας Αβραμόπουλο και Βουτσαρίδη να περιμένουν. Βρισκόμαστε πάνω στο οροπέδιο, διαπιστώνουμε ότι δεν είμαστε βέβαιοι για τη θέση του καταφυγίου. Έχουμε χάσει τον προσανατολισμό μας. Κάνουμε μερικές εξορμήσεις δεξιά-αριστερά μήπως πέσουμε επάνω του. Άκαρπες προσπάθειες.
Η νύχτα προχωρά, η ομίχλη πυκνώνει, ο αέρας δυναμώνει, το χιόνι μας χτυπά σκληρό στο πρόσωπο. «Δημητρό πώς είσαι; «ωραία», ποτέ του δεν έλεγε το αντίθετο. Καταλαβαίνω όμως ότι κάτι δεν πάει καλά. Ανοίγω τον σάκο του, τον ξελαφρώνω από το βάρος μερικών καρφιών. Αρχίζω να “χω μια ανησυχία για τον φίλο μου, τον εξαίρετο ορειβάτη, το πιο καλό παιδί του ΣΕΟ. Κανείς μας δεν μπορούσε να του πάρει την πρωτιά της αγάπης που του δίναμε όλοι μας, χωρίς καμιά αμφισβήτηση. Δεν περνά ακόμα από το νου μου το κακό που έμελλε να συμβεί. Συναντάμε μια κατηφόρα. Λέμε μήπως είναι η Λάκα μπρος από το Στεφάνι όπου η στέρνα, ή αν δεν είναι, ας πάμε τουλάχιστον προς τα κάτω, ίσως βρούμε υπήνεμο να διανυκτερεύσουμε. Κατεβαίνουμε. Υπήνεμο δεν συναντάμε, ούτε είναι η Λάκα του Στεφανιού. Ο Δημητρός δεν μας ακολουθεί εύκολα, του παίρνουμε το σάκο.
Αποφασίζουμε να μείνουμε κάπου, σκάβουμε το χιόνι στην πλαγιά να έχουμε τα νώτα μας προφυλαγμένα από το δυνατό αέρα. Κατά μήκος του τοίχου που δημιουργείται βολεύονται ένας-ένας καθιστοί ή ξαπλωμένοι, προφυλαγμένοι μέσα στους υπνόσακους ή στις βέστες, σκεπασμένοι με αδιάβροχα ή αντιανεμικό. Έχω μαζί μου έναν «σάκο διαβίωσης», αυτός καλύπτει 5 άτομα, τακτοποιώ όσο μπορώ καλύτερα το Δημητρό. Μένουμε όρθιοι οι Μπουντόλας, Μυστακίδης κι εγώ. Κατά διαστήματα σηκώνονται μερικοί και ξανακοιμούνται, όσο είναι δυνατό να κοιμηθείς εκεί. Τους ξεχιονίζω συνέχεια. Ο δυνατός αέρας τους σκεπάζει με χιόνι κάθε λίγο ολόκληρους. Με φωνάζουν ο ένας μετά τον άλλον. Όρθιος παρακολουθώ τις ώρες να περνούν αργά. Αφάνταστα αργά. Δώδεκα, μία, δύο. Πότε θα ξημερώσει; Σκοτάδι, ομίχλη αμετακίνητη, αν και φυσά δυνατός αέρας. Αγωνία…
Πότε θα ξημερώσει; Θ’ ανοίξει άραγε καθόλου να δούμε που βρισκόμαστε; Μια κόψη, μια κορυφογραμμή ν” αντικρίσουμε, θα καταλάβουμε που είμαστε. «Φαίδων βγάλε το χιόνι από το σβέρκο μου», φωνάζει ο Θανάσης. «Σκέπασε τα πόδια μου με το αδιάβροχο», μου ζητά ο άλλος. Τον Δημητρό τον παρακολουθώ συνέχεια. Λέει ότι δεν κρυώνει. Κοιμάται στον υπνόσακο, σχετικά καλά προφυλαγμένος με το μεταλλικό μονωτικό κάλυμμα. Αλλά πότε θα ξημερώσει; Σκέψεις βαριές με βασανίζουν. Ώρα 3. Άλλες 4 ώρες θέλουμε το λιγότερο αν βέβαια ανοίξει λίγο ο καιρός, αλλιώς με την πυκνή ομίχλη δεν υπάρχει πάλι ελπίδα. Στις 7 δεν βλέπουμε ακόμα τίποτα.
Σκοτάδι…
Στις 8 η ομίχλη κάθεται πυκνή, ο Μπουντόλας πηγαίνει προς τ’ απάνω να προσανατολιστεί. Ο ένας μετά τον άλλον σηκώνονται, αρχίζουν να ετοιμάζονται για το οποιοδήποτε ξεκίνημα. Όλα παγωμένα. Σάκοι, υπνόσακοι, αδιάβροχα, γάντια, ξυλιασμένα. Μερικά πράματα μας τα σκέπασε το χιόνι. Στην κατάσταση που βρισκόμαστε δεν υπάρχει χρόνος να σκάψεις να τα βρεις. Προτιμάς να τ’ αφήσεις. Ο Μπουντόλας φωνάζει να πάμε προς τ’ απάνω γιατί από κανένα δυο βράχια που είδε φαντάζεται πού περίπου πρέπει να πέφτει το καταφύγιο, χωρίς όμως να ‘ναι απόλυτα βέβαιος. Ξεκινάμε προς τ’ απάνω ο ένας πίσω από τον άλλο. Σε λίγο ο Δημητρός αρχίζει να καθυστερεί. Δυσκολεύεται. Κάνει, όπως πάντα, ότι μπορεί. Οι δυνάμεις του δεν είναι σαν τις δικές μας… Έφτασε η στιγμή που τόσο πολύ φοβόμουνα. Βλέπω το δράμα, διαισθάνομαι την τραγωδία… Ζητώ να βρούμε δρόμο προς τα κάτω.
«Μη μου ζητάς Γαληνέ, δεν γίνεται», απαντά ο Μπουντόλας. Γκρεμοί απάτητοι μας κλείνουν την κατάβαση. Τι πρέπει να κάνουμε;… Ο Δήμητρας είναι σύντροφός μας στο βουνό, στην ορειβασία, στην παρέα μας, αχώριστοι, ένα κομμάτι από τον εαυτό μας. Παρακαλώ τους Μυστακίδη, Βουτσαρίδη να τον κρατάν από δεξιά και αριστερά. Βαδίζω ακριβώς μπροστά του, ακολουθώντας τα βήματα των προηγουμένων που πριν προλάβω καλά-καλά να τα πατήσω καλύπτονται. Πηγαίνουμε όλοι τον ρυθμό του. Συνειδητοποιώ την πολύ άσχημη θέση. Δεν υπάρχει μέρος να κάτσεις, δεν υπάρχει τόπος να σταθείς. Η κίνηση όμως εξαντλεί. «Που οδηγείς τον αγαπητό σου φίλο;…». Δεν τολμάς ν’ απαντήσεις. Πάγωσε η λαλιά, πάγωσε η σκέψη. Σκληρό χιόνι μας χτυπά το πρόσωπο. Φυσά δυνατά. Ο θάνατος γυρίζει γύρω μας. Χορεύει το χορό του, γελά, μας περιπαίζει. Αποφασίζουμε να μην ψάξουμε άλλο για το καταφύγιο αλλά να φύγουμε πίσω από το πέρασμα του Γιόσου μια που στο μεταξύ ο Μπουντόλας το είχε εντοπίσει.
Ο Δημητρός είναι πια πολύ βαρύς. Μόλις καταφέρνουν να τον κρατούν. Γύρω στις 2.30′ σωριάζεται χάμω. Βγάζω από το σάκο μου τον υπνόσακό του, τον βάζουμε μέσα να ζεσταθεί. Ο Σούλας του δίνει το φιλί της ζωής. Πριν προφτάσουμε καλά-καλά να κάνουμε οτιδήποτε, ο νους του σκοτείνιασε, η γλώσσα του μπερδεύτηκε, η ευαίσθητη και τόσο φλογερή καρδιά του έπαψε να χτυπά. Νεκρική σιγή απλώνεται στο Οροπέδιο και ας σφυρίζουν οι άνεμοι. Δεν τους ακούμε. Δεν έχουμε αυτιά ν’ ακούμε.
Δεν έχουμε μάτια να δούμε. Δεν έχουμε μυαλό να σκεφτούμε. Μια καρδιά χτυπά ακόμα στο στήθος μας. Μόνο το συναίσθημα ζει. Αυτό είναι έντονο, ολοκληρωμένο. Ο Δημητρός είχε την ευαισθησία και την τρυφεράδα του οραματιστή, ονειροπόλου. Υπήρξε θύμα της μεγάλης του αλληλεγγύης προς τους συντρόφους του. Μιας αλληλεγγύης που δεν μπορείς να περιγράψεις με λέξεις, δεν μπορείς να την πεις με λόγια. Την ζούσες όμως όταν τον είχες δίπλα σου, σε άγγιζε, σε κάλυπτε συνέχεια. Μιας αλληλεγγύης που όμοιό της δεν έχω γνωρίσει. Μπροστά στο μεγαλείο του η δικιά μας προσφορά την ώρα της αγωνίας του φαίνεται αστεία. Μηδενίζεται. Λες ότι δεν έκανες τίποτα. Μια φωνή ουρλιάζει μέσα σου. «Γιατί τον άφησες να πεθάνει;». Αρχίζεις να ελπίζεις στον μύθο της άλλης ζωής μήπως κάποτε τον συναντήσεις να συγχωρέσει τις παραλείψεις σου που μόνο αυτός τις ξέρει. Δένουμε τον ιερό νεκρό με ένα ορειβατικό σχοινί στο πιολέ του μην τον σύρουν οι άνεμοι, τον χαιρετάμε και απομακρυνόμαστε με βήματα αργά χωρίς να ξέρουμε αν θα πρέπει να πηγαίνουμε μπρος ή πίσω.
Στο πέρασμα φτάνουμε γύρω στις 4 το απόγευμα. Αρχίζουμε ένας-ένας δεμένοι να κατεβαίνουμε. Τελευταίος κατεβαίνει ο Μπουντόλας. Τον ασφαλίζω. Ζητώ από τους υπόλοιπους να συνεχίσουνε την πορεία τους προς τον Λαιμό χωρίς να περιμένουν. Μαζεύουμε οι δυο μας τα σχοινιά. Πρώτος φεύγει ο Μπουντόλας. Τον ακούω να λέει σ’ έναν που έμεινε τελευταίος: «Έλα κατέβαινε μην καθυστερείς». Το ίδιο του λέω κι εγώ ύστερα από λίγο, χωρίς να προσέξω ποιος ήταν αυτός που καθυστερούσε γιατί είχε καλά το πρόσωπο σκεπασμένο. Παρατηρώ όμως ότι ο σύντροφός μου δεν λέει να κινηθεί. Του πιάνω το χέρι να τον βοηθήσω, τότε βλέπω ότι είναι ο αγαπητός μου Γιώργος Σούλας, το θαυμάσιο αυτό παιδί από τη Χαλκίδα. Με τον Γιώργο, αν και η γνωριμία μας δεν ήταν παλιά, είχαμε γίνει πολύ καλοί φίλοι. Μπήκε στο πνεύμα μας, στην ψυχή μας σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. «Τι συμβαίνει φοβάσαι;». Με φωνή που μόλις ακούγεται μου απαντά: «Έχω πάθει χειρότερα από τον καημένο το Δημητρό» ήταν τα λόγια που ξεχώρισα. «Γιώργο, Γιώργο…». Κάτι ασυνάρτητα μου ψιθυρίζει χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα. Προσπαθώ να τον σηκώσω να τον κάνω να περπατήσει. Αδύνατο. Συμφορά… Εδώ στην αρχή της σωτηρίας μας, οι δυο μας μόνοι. Εκείνος σχεδόν αναίσθητος, εγώ ανήμπορος για οποιαδήποτε βοήθεια. Τι αστροπελέκι! Δεν τελείωσαν οι θυσίες μας; Η τραγωδία συνεχίζεται; Τι έχουμε να δούμε ακόμα;… Στο μεταξύ ο Μπουντόλας, που είδε ότι δεν κατεβαίνουμε, επιστρέφει. Οι δυο μαζί προσπαθούμε να κατεβάσουμε το Γιώργο πιο χαμηλά. Τον γλιστράμε σιγά-σιγά πάνω στο χιόνι. Βρίσκουμε ένα επίπεδο, ίσιο μέρος. Βγάζω τον υπνόσακό μου. Βάζουμε μέσα το Γιώργο να ζεσταθεί, αλλά η ίδια η πριν από 3 ώρες σκηνή επαναλαμβάνεται με μαθηματική ακρίβεια. Έχουμε χάσει ένα δεύτερο σύντροφο. Το ψυχικό μας δράμα είναι μεγάλο, δεν χωρά μέσα μας. Δεν έχουμε τη δύναμη να σηκώσουμε τη δεύτερη απώλεια – Γιατί δεν μπορούμε να βοηθήσουμε τους συντρόφους μας σε τέτοιες περιπτώσεις; Γιατί δεν υπάρχει τρόπος;…- Δεν συζητάμε. Είμαστε βουβοί. Μας βασανίζουν και τους δυο οι ίδιες σκέψεις. Τυλίγουμε τον νεκρό σ” ένα κόκκινο αλουμινοκάλυμμα για να φαίνεται. Μπήγουμε στο χιόνι το πιολέ. Αφήνουμε εκεί το σάκο του. Δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε. Τι είδηση θα φέρουμε στους άλλους που μας περιμένουν στη Σκούρτα; Ούτε ξέρουν, ούτε υποψιάζονται τίποτα από τις τελευταίες δραματικές μας στιγμές. Ξεκινάμε, ο νους μας όμως μένει πίσω και θα μένει για όλη μας τη ζωή εκεί στον λευκό Όλυμπο. Στην Σκούρτα συναντάμε τους άλλους. Κατευθυνόμαστε όλοι μαζί για τον Στράγκο.
Μετά τον Πύργο ο Μπαλτόπουλος δείχνει σημεία κόπωσης. Πάει να πέσει στο κενό, που βρίσκεται στα δεξιά μας. Τον αρπάζω πάνω στο χείλος από την πλάτη. Του παίρνουμε οι πιο γεροί εναλλάξ τον σάκο. Λίγο πιο πέρα γκρεμίζεται ο Τρόμπακας. Ευτυχώς πέφτει στα μαλακά. Τον ανεβάζουμε με σχοινί. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που τους τραβούσε στον γκρεμό. Σύμπτωση ή άλλος λόγος;
Κατεβαίνουμε τον Στράγκο. Αρκετοί είναι οι κουρασμένοι, αλλά η συνοχή, η πειθαρχία, η αλληλεγγύη της ομάδας είναι πλήρης. Κατά τις 9 ο Βασίλης δηλώνει αδυναμία να προχωρήσει. Ξαπλώνει στο έδαφος λιπόθυμος. Τον πιάνουν στα χέρια τους ο Βουτσαρίδης και Μυστακίδης. Προσπαθούν να τον συνεφέρουν, τον χτυπούν στο πρόσωπο, τον ταϊζουν με το ζόρι. Ο Μπουντόλας τρέχει μια ώρα πιο κάτω να φέρει νερό. Αυτό που είχαμε πάγωσε μέσα στα παγούρια. Εδώ δεν φυσά, δεν χιονίζει, δεν κάνει κρύο. Βρισκόμαστε μέσα σε δάσος. Ο Μπουντόλας επιστρέφει τα μεσάνυχτα με δύο γεμάτα παγούρια. Τρέχουν όλοι να πιουν. Ήταν 40 ώρες χωρίς νερό. Λέω να μην πιει κανείς γιατί την μεγαλύτερη ανάγκη την είχε ο Μπαλτόπουλος. Όλοι πειθαρχούν χωρίς εξαίρεση και χωρίς καμία συζήτηση. Στο μεταξύ ο Βασίλης με τις φροντίδες των Μυστακίδη, Βουτσαρίδη έχει συνέλθει. Πίνει το ένα παγούρι. Δεν αποφασίζουμε να τον μετακινήσουμε, να τον αναγκάσουμε να περπατήσει. Ξέρουμε ότι μια τέτοια προσπάθεια θα τον εξαντλήσει με κίνδυνο πολύ σύντομα να μας οδηγήσει σε απώλεια μιας ακόμα ζωής. Είμαστε πολύ προσεκτικοί! Ο καλύτερος τρόπος είναι να μείνει προσωρινά εκεί που είναι, μέσα στον υπνόσακο, καλά προφυλαγμένος, σε κατάλληλη θέση. Του δίνουμε το δεύτερο παγούρι. Του υποσχόμαστε την άλλη μέρα να του στείλουμε ελικόπτερο και ομάδα διάσωσης. Είμαστε βέβαιοι πως βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Κάνουμε την πιο σωστή πράξη για τη σωτηρία του. Κατά τις 3 το πρωί Χριστούγεννα φεύγουμε οι υπόλοιποι για κάτω. Με οδηγό τον Μπουντόλα περνάμε νύχτα τις απότομες χιονισμένες πλαγιές.
Στις 9 το πρωί φτάνουμε στη Διασταύρωση. Τους αφήνω όλους εκεί. Φεύγω τροχάδην για Λιτόχωρο. Όλα γύρω λευκά. Το χιόνι έφτασε πολύ χαμηλά. Κοντά στο Σταυρό σταματά δίπλα μου ένα αυτοκίνητο. Ήταν ο Βαγγέλης Συμεωνίδης που έμαθε από τους υπόλοιπους της παρέας μου το ατύχημα και έτρεξε αμέσως να με βρει. Στο χωριό δίνω την είδηση στον Διοικητή Χωροφυλακής κ. Καρακωντίνο που μαζί φροντίζουμε για ελικόπτερο και ομάδα βοηθείας. Με τον μοίραρχο κ. Καρακωντίνο γινόμαστε γρήγορα καλοί φίλοι. Η συμπαράστασή του είναι αμέριστη. Άοκνος πάντοτε καλοπροαίρετος, άξιο παράδειγμα προς μίμηση. Πόσο καλύτερα θα ήμασταν αν είχε παντού η Διοίκηση Καρακωντίνους!…
Το ελικόπτερο έρχεται αμέσως, παίρνει τον Μπουντόλα. Πετάει προς το Στράγκο. Η ομίχλη δεν του επιτρέπει να κατέβει στο σημείο που βρίσκεται ο Μπαλτόπουλος. Στο μεταξύ φεύγει μια ομάδα από Λιτοχωρινούς με το Ζολώτα και λίγο αργότερα μια άλλη από τους Θεσσαλονικιούς Σπανούδη, Γεωργιάδη, Αρζόγλου, Σκουτέλη. Οι ομάδες διάσωσης βρίσκουν τον Βασίλη στο σημείο που τον αφήσαμε. Τον κατεβάζουν στη Διασταύρωση, όπου τον παραλαμβάνει αυτοκίνητο της Χωροφυλακής. Εδώ τελειώνει το δράμα των ζωντανών, αρχίζει η ταλαιπωρία των νεκρών. Ο Όλυμπος επιστράτευσε όλες του τις δυνάμεις να τους κρατήσει στα λευκά τους σάβανα. Ύστερα από πολυήμερες μεγάλες προσπάθειες μπορέσαμε να τους αποσπάσουμε. Ήθελε να τους αρνηθεί το θάρρος τους; Ήθελε να τιμωρήσει εμάς; Ή επιθυμούσε να τους κρατήσει για πάντα, σαν άλλος Μίνωας, κοντά του; Δυστυχώς δεν είμαι φιλόλογος να εξιστορίσω, δεν είμαι ποιητής να υμνήσω λυρικά τα φοβερά γεγονότα και συναισθήματα που ζήσαμε. Δεν είμαι ραψωδός να ψάλω τον πόνο μας, πόνος που έμεινε μέσα μας για πάντα, σφραγίζοντας όλη μας τη ζωή. Μια άλλη πένα χρειαζόταν για την ιστορία αυτή.
Στο μνημείο που στήθηκε στη μνήμη τους αναγράφεται: «ΗΘΕΛΑΝ ΝΑ ΖΟΥΝ ΑΙΩΝΙΑ, ΠΕΘΑΝΑΝ ΣΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ»
Πηγή: advendure.com