Το διαβατήριό του, το οποίο του είχε αφαιρεθεί από την αρμόδια διεύθυνση της Ελληνικής Αστυνομίας, μπορεί να παραλάβει τις επόμενες ώρες ο εφοπλιστής Βαγγέλης Μαρινάκης, καθώς η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) έκανε, κατά πλειοψηφία, δεκτή την σχετική αίτηση που είχε υποβάλλει ο εφοπλιστής και εκδότης.
Η αρμόδια αστυνομική διεύθυνση είχε αφαιρέσει το διαβατήριο από τον Βαγγέλη Μαρινάκη μετά την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του και μάλιστα σε βαθμό κακουργήματος. Ακόμη για τον εφοπλιστή αλλά και για τρεις συνεργάτες του είχε εκδοθεί διάταξη του εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την οποία τους τέθηκε ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από την χώρα. Ωστόσο, η τελευταία εισαγγελική διάταξη δεν είχε επικυρωθεί από το συμβούλιο Πλημμελειοδικών.
Στη συνέχεια και μετά την μη επικύρωση της διάταξης από το συμβούλιο, ο εφοπλιστής ζήτησε από την Αστυνομία τον Ιούνιο του 2018 να του επιστρέψει το διαβατήριο που του είχε αφαιρεθεί αλλά το αίτημά του δεν έγινε αποδεκτό. Έτσι, προσέφυγε στο ΣτΕ ζητώντας να ανασταλεί και να ακυρωθεί η σχετική αρνητική απόφαση της διεύθυνσης διαβατηρίων της ελληνικής αστυνομίας.
Το σκεπτικό της Ολομέλειας
Εξετάζοντας την προσφυγή του επιχειρηματία και εκδότη, η Ολομέλεια του ΣτΕ με πρόεδρο τον Αθανάσιο Ράντο και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Διομήδη Κυριλλόπουλο, την έκανε δεκτή, κατά πλειοψηφία.
Στην υπ΄ αριθμ. 357/2020 απόφασή που εξέδωσε η Ολομέλεια αναφέρει ότι ναι μεν είναι κατ’ αρχήν συνταγματικώς ανεκτές οι διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος 25/2004 που καθορίζουν τους κανόνες για τη μη χορήγηση ή αφαίρεση διαβατηρίου από πολίτη σε περίπτωση ασκήσεως, από το αρμόδιο δικαστικό όργανο, ποινικής διώξεως για κακούργημα ή για κάποια πλημμελήματα, αλλά εάν όμως το αρμόδιο δικαστικό όργανο κρίνει εν όψει νεότερων δεδομένων που ανέκυψαν, ότι δεν δικαιολογείται πλέον η διατήρηση σε ισχύ της απαγορεύσεως εξόδου από τη χώρα, τότε δεν είναι συνταγματικά νοητό να μην επιστραφεί το διαβατήριο και μάλιστα σε αόριστο βάθος χρόνου.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε το ΣτΕ, τα μέλη της Ολομέλειας που αποτέλεσαν την πλειοψηφία έκριναν ακόμη τα εξής:
«Οι ορισμοί του π.δ/τος 25/2004 για τη μη χορήγηση ή αφαίρεση από την αρμόδια διοικητική αρχή διαβατηρίου σε περίπτωση ασκήσεως, από το αρμόδιο δικαστικό όργανο, ποινικής διώξεως για κακούργημα ή για ορισμένα πλημμελήματα, είναι συνταγματικώς κατ’ αρχήν ανεκτή. Τούτο διότι η μη χορήγηση ή αφαίρεση αυτή λαμβάνει χώρα επί τη βάσει της αποφάσεως του δικαστικού οργάνου που άσκησε την ποινική δίωξη, εκτιμώντας, με τον τρόπο αυτό, ότι συντρέχουν οι προς τούτο, κατά τους ορισμούς του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, νόμιμες προϋποθέσεις και διότι περαιτέρω, το αρμόδιο διοικητικό όργανο ουδεμία διατηρεί διακριτική ευχέρεια για την λήψη ή όχι του μέτρου αλλά υποχρεούται, εξετάζοντας απλώς, κατά δεσμία αρμοδιότητα, τη συνδρομή της προϋποθέσεως ασκήσεως ποινικής διώξεως για κακούργημα να το λάβει.
Η παρεχόμενη με τις εν λόγω διατάξεις αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου έχει, όμως, ως συνταγματικό όριο την τυχόν περαιτέρω εκφερόμενη αντίθετη κρίση του κατά το Σύνταγμα και τον νόμο αρμόδιου δικαστικού οργάνου. Εάν, δηλαδή, το δικαστικό όργανο, εκκρεμούσης της ποινικής διώξεως για κακούργημα, χωρίσει σε περαιτέρω δικονομικές διαδικασίες και ενέργειες και κρίνει τυχόν, εν όψει των νεότερων δεδομένων, ότι δεν δικαιολογείται πλέον η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου της απαγορεύσεως εξόδου από τη χώρα και, κατά συνεκδοχή η μη χορήγηση ή η αφαίρεση του διαβατηρίου, δεν είναι, κατά το Σύνταγμα, νοητή η εν τούτοις διατήρηση του μέτρου ευθέως εκ του νόμου ή με πράξη διοικητικού οργάνου.
Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, θα συνέτρεχε το άτοπο να έχει κριθεί με πράξη δικαστικού οργάνου, κατόπιν εξατομικευμένης κρίσεως, ότι δεν συντρέχουν, για μια συγκεκριμένη πράξη, τιμωρούμενη σε βαθμό κακουργήματος, οι κατά το Σύνταγμα και τον νόμο προϋποθέσεις για την διατήρηση του απαγορευτικού της ελεύθερης κυκλοφορίας Έλληνα και Ευρωπαίου πολίτη μέτρου, αλλά παρά ταύτα, το μέτρο να διατηρείται σε ισχύ, και μάλιστα για αόριστο χρόνο, είτε ευθέως εκ του νόμου, είτε δυνάμει διοικητικής πράξεως. Τούτο, διότι σε αμφότερες τις τελευταίες αυτές περιπτώσεις έχει αρχικώς εκτιμηθεί προηγούμενο στοιχείο, δηλαδή μόνη η άσκηση της ποινικής διώξεως, ενώ, ήδη, κατά την πρόοδο της δικαστικής διαδικασίας για το αυτό κακούργημα, η αρμοδίως ενεργούσα δικαστική αρχή κρίνει επιγενομένως ότι δεν δικαιολογείται , πλέον, η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου».
Τέλος, η Ολομέλεια του ΣτΕ επισημαίνει πως «ουδεμία δε εν προκειμένω ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι εν λόγω διατάξεις (Κώδικας Ποινικής Δικονομίας αφ’ ενός και πδ 25/2004 αφ’ ετέρου) αναφέρονται σε εν μέρει διαφορετικά πλημμελήματα, διότι κρίσιμα εν προκειμένω δεν είναι τα διαφοροποιούμενα αυτά πλημμελήματα, αλλά ένα και το αυτό, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, αποδιδόμενο κακούργημα, για τα αυτά πραγματικά περιστατικά».