Ποινική δίωξη για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης άσκησε η Εισαγγελέας Ηρακλείου στους 3 βασικούς εμπλεκομένους στην υπόθεση της αρχαιοκαπηλίας που αποκαλύφθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης, σύμφωνα πάντα με τη δικογραφία του Τμήματος Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος.
Εν προκειμένω πρόκειται για τον ξυλουργό, τον συνταξιούχο της αρχαιολογικής υπηρεσίας και τον πρώην λιμενικό.
Οι ίδιοι επίσης, κατηγορούνται για αποδοχή και διάθεση μνημείων που αποτελούν προϊόντα εγκλήματος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας για τα οποία ο υπαίτιος γνώριζε ότι προέρχονται από αξιόποινη πράξη, τελελεσμένη (και για τους 3) και σε απόπειρα (για τον Ιταλό), σύμφωνα με το Cretalive.
Οι επτά συλληφθέντες για την υπόθεση αρχαιοκαπηλίας στο Ηράκλειο, ζήτησαν και έλαβαν προθεσμία για να απολογηθούν το μεσημέρι της Παρασκευής.
Παράλληλα, πέντε εκ των κατηγορουμένων διώκονται για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση και κάποιοι από αυτούς, ανά περίπτωση, για συνέργεια στην κατηγορία της αποδοχής και διάθεσης μνημείων.
Επίσης, ως προς τον Ιταλό, η κατηγορία είναι αυτή της απόπειρας αποδοχής και διάθεσης μνημείων, ενώ επιπλέον κάποιοι από τους κατηγορούμενους αντιμετωπίζουν διώξεις για: υπεξαίρεση μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας τελεσθείσα από κοινού, κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση κι ακόμα παράβαση της υποχρέωσης δήλωσης μνημείων τελεσθείσα από κοινού και κατ’ εξακολούθηση.
Ο Ιταλός μόλις άκουσε ότι έχει ηπιότερη αντιμετώπιση από τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους, ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης.
«Πιθανόν από το 1.400 π.Χ. τα αρχαία», λέει η διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων
Για τη μεγάλη υπόθεση αρχαιοκαπηλίας που εξάρθρωσε την Τρίτη (18/4) η ΕΛ.ΑΣ στο Ηράκλειο μίλησε η η διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηρακλείου Βασιλική Συθιακάκη.
Με δηλώσεις της στην ΕΡΤ, αναφέρθηκε στην αξία των αρχαίων που βρέθηκαν και τόνισε ότι είναι πρόωρο να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, ωστόσο εκτιμά ότι είναι πιθανόν να προέρχονται, τα περισσότερα εξ’ αυτών τουλάχιστον, από λαθρανασκαφές τις ευρύτερης περιοχής του Αγ. Μύρωνα, στο δυτικό τμήμα του νομού Ηρακλείοιυ.
«Υπάρχει περίπτωση να είναι – κάποια τουλάχιστον από αυτά – από την ευρύτερη περιοχή, στην οποία βρέθηκαν αποθηκευμένα. Από τον Άγιο Μύρωνα, από το δυτικό τμήμα του νομού Ηρακλείου πιθανόν, χωρίς να μπορώ να αποκλείσω να είναι κάποια και από τη Μεσαρά. Είναι η προσωπική μου εκτίμηση με βάση κάποιες από τις φωτογραφίες» αναφέρει χαρακτηριστικά. Και συνεχίζει:
«Οι λάρνακες θα δώσουν περισσότερα στοιχεία. Το βέβαιο είναι ότι προέρχονται – διότι τα περισσότερα φαίνεται να ανήκουν στην ίδια εποχή – από υστερομινωικό νεκροταφείο και χρονικά τοποθετούνται γύρω στο 1.400 – 1.330 πΧ. Είναι τα νεκροταφεία των λαξευτών συνήθως μικρών θολωτών τάφων της Μυκηναϊκής περιόδου που περιλαμβάνουν λάρνακες και τέτοιου είδους κτερίσματα».
Όπως εξήγησε η ίδια: «Το πρώτο μέλημα της Υπηρεσίας είναι να καταγράψει τα αντικείμενα, να κάνει την προκαταρκτική τεκμηρίωση, την οποία χρειάζονται και οι Αρχές για τις περαιτέρω διαδικασίες τους. Η προέλευσή τους θα προκύψει από την αναλυτικότερη μελέτη τους, που θα γίνει όταν αυτά μεταφερθούν στον δικό μας χώρο. Η υπηρεσία θα επιχειρήσει στην συνέχεια, μέσα από τα αρχεία, να κάνει συσχετισμό τους με προηγούμενες υποθέσεις λαθρανασκαφών, γιατί η πρώτη μας εκτίμηση είναι ότι δεν προέρχονται από πρόσφατες λαθραίες εργασίες – δεν θέλω καν να τις χαρακτηρίζω λαθρανασκαφές γιατί είναι πάντα καταστροφές».
Μάλιστα, η κ. Συθιακάκη εκτιμά πως τα ευρήματα, οι επτά λάρνακες και τα 88 αγγεία, πρέπει να ήταν αποθηκευμένα επί μακρό χρονικό διάστημα. «Και συνήθως έτσι συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, για να μην διασυνδέονται τα ευρήματα με γνωστές υποθέσεις λαθρανασκαφών που έχουν εντοπιστεί και καταγγελθεί» σημειώνει.
Τέλος, εκτιμά ότι «λόγω του όγκου του υλικού δεν είναι απίθανο να προέρχονται από διαφορετικές λαθρανασκαφές, αλλά θα πρέπει να το μελετήσουν οι συνάδελφοι που εξειδικεύονται στην συγκεκριμένη περίοδο. Έχουμε την τύχη να έχουμε εξαιρετικούς συναδέλφους με υψηλού επιπέδου κατάρτιση στην περίοδο αυτή, οι οποίοι έχουν συνδράμει στην ταυτοποίηση και άλλων αρχαιοτήτων από συλλογές του εξωτερικού που έχουν επαναπατριστεί».
Η ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ για την υπόθεση στο Ηράκλειο
Από το Τμήμα Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος της Γενικής Περιφερειακής Αστυνομικής Διεύθυνσης Κρήτης εξαρθρώθηκε εγκληματική οργάνωση που δραστηριοποιείτο στην παράνομη αγοραπωλησία αρχαιοτήτων, αποσκοπώντας στον προσπορισμό μεγάλου οικονομικού οφέλους.
Για την υπόθεση συνελήφθησαν έξι (6) μέλη της οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και τα αρχηγικά, ενώ στη δικογραφία που σχηματίστηκε περιλαμβάνονται ακόμα τρία (3) άτομα, που αναζητούνται. Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία για εγκληματική οργάνωση και παραβάσεις των νομοθεσιών περί κατοχής και εμπορίας αρχαιοτήτων και περί όπλων.
Όπως προέκυψε, τρεις από τους δράστες, τουλάχιστον από το έτος 2020, είχαν συγκροτήσει εγκληματική οργάνωση παράνομης κατοχής και εμπορίας αρχαιοτήτων με διακριτούς ρόλους και συγκεκριμένα οι δύο εξ’ αυτών είχαν το ρόλο εντοπισμού αρχαιοτήτων ή κατόχων αρχαιοτήτων, της ανεύρεσης ενδιαφερόμενου αγοραστή και της ρύθμισης των λεπτομερειών για την ολοκλήρωση της παράνομης αγοραπωλησίας, ενώ ο τρίτος είχε το ρόλο του εκτιμητή της πολιτιστικής και χρηματικής αξίας των αρχαίων αντικειμένων, λόγω εξειδικευμένων γνώσεων που κατείχε από προηγούμενη επαγγελματική εμπειρία.
Ως προς το χρονικό της υπόθεσης, στα μέσα Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους, τρεις από τους δράστες ήρθαν σε επαφή με δύο άλλους, οι οποίοι κατείχαν παρανόμως αρχαιότητες και επιθυμούσαν να διαθέσουν προς πώληση. Στη συνέχεια, ήρθαν σε επαφή με έτερο δράστη, που τους υπέδειξε ενδιαφερόμενο αλλοδαπό υπήκοο για την αγορά.
Στο πλαίσιο αυτό, βραδινές ώρες της 16-04-2023 ο αλλοδαπός έφτασε στο Ηράκλειο Κρήτης και παρελήφθη από τους τρεις πρώτους δράστες. Την επόμενη ημέρα, αφού παρέλαβαν και τους άλλους δύο δράστες μετέβησαν σε αγροικία αγροτικής τοποθεσίας του Δήμου Ηρακλείου, όπου συναντήθηκαν με τους δύο που κατείχαν τις αρχαιότητες.
Η αποδόμηση της εγκληματικής οργάνωσης πραγματοποιήθηκε σε συντονισμένη αστυνομική επιχείρηση κατά τη διάρκεια της συνάντησης, τη Δευτέρα 17 Απριλίου 2023, με τη συμμετοχή και του Τ.Ε.Κ.Α.Μ. Κρήτης, ενώ στις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε οικίες, σε επιχείρηση και σε αποθηκευτικό χώρο αυτής εντοπίστηκαν συνολικά και κατασχέθηκαν:
- 7 κιβωτιόσχημες λάρνακες, εκ των οποίων δύο σώζουν αετοματικά καλύμματα, υστερομινωικής ΙΙΙΑ2-Β περιόδου (1400-1300 π.χ.), προερχόμενες από ταφικά σύνολα, κάποιες εκ των οποίων περιέχουσες οστά,
- 88 αγγεία ιδίας περιόδου αλλά και λίθινης εποχής,
- 3 κυνηγετικά όπλα, σκοπευτικό πιστόλι, 38 φυσίγγια διαφόρων διαμετρημάτων και μεταλλική ράβδος και
- ηλεκτρονικός υπολογιστής και φορητοί δίσκοι αποθήκευσης ψηφιακών αρχείων.
Οι κατασχεθείσες αρχαιότητες αξιολογούνται ως ιδιαίτερα σπάνιες και εκτιμάται ότι η αξία τους υπερβαίνει το ποσό του 1.000.000 ευρώ.
Οι συλληφθέντες, με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους, οδηγήθηκαν στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή, ενώ η προανάκριση και οι έρευνες για τη διακρίβωση του πλήρους εύρους της εγκληματικής τους δραστηριότητας συνεχίζονται.