Δικάστηκε δίκαια ο Ιησούς; «Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος αχαρίστου» είναι μία Αρχαιοελληνική ρήση η οποία δύναται να αποδώσει άριστα το νόημα της Δίκης του Χριστού. Αυτούς τους οποίους έτρεφε ο Θεός σαράντα χρόνια στην έρημο με το μάννα, αυτοί μαστιγώσανε, εξύβρισαν, προσέβαλαν και σταυρώσανε τον ίδιο τον Θεό και Υιό του.
Τον Ιούλιο του 1931 έγινε στην Ιερουσαλήμ προεδρεύοντος του DR. VELDEISSEL επανάληψη της Δίκης του Ιησού στην οποία κηρύχτηκε αθώος σε μία προσπάθεια αποτινάξεως από επάνω τους πάσας ευθύνης για την άδικη και παράτυπη απόφαση η οποία βαρύνει με μορφή κατάρας όλο το γένος των Θεοκτόνων Εβραίων. Στα πλαίσια της διερευνήσεως της αιτίας του έντονου παγκόσμιου αντισημιτισμού οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα – όπως αναφέρει ο Λ. Φιλιππίδης – ότι οφείλεται στην ευθύνη διά την θανάτωση του Χριστού. Εμβαθύνοντας κάποιος Νομικός εύκολα μπορεί να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι δεν επρόκειτο καν για Δίκη παρά για Δικαστική παρωδία κατευθυνόμενη από απύθμενο μίσος προς τον ίδιο τον Χριστό και μάλιστα αναίτιο – όπως άλλωστε αναίτια είναι και η κακία. Στο αυτό συμπέρασμα περί δικαστικής παρωδίας κατέληξε τόσο ο DUPIN ο οποίος δέχτηκε ότι ο Χριστός δεν δικάστηκε με τις ισχύουσες δικονομικές και ουσιαστικές διατάξεις όσο και ο Γάλλος Νομικός JACQUENOT.
Ειδικότερα στην εποχή του Χριστού υπήρχαν δύο δίκαια το Ρωμαϊκό και το Εβραϊκό. Το Ρωμαϊκό λίγο υστερούσε από το σημερινό Ευρωπαϊκό ενώ το Εβραϊκό ήταν Ιεροκρατικό και στηριζόταν στον Μωσαϊκό Νόμο. Τα Εβραϊκά Δικαστήρια ήταν πολυμελή, ως ανώτατο Δικαστήριο ήταν το Μέγα Συνέδριο το οποίο εδράζονταν στην Ιερουσαλήμ και αποτελούνταν από 120 μέλη με Πρόεδρο τον Αρχιερέα ο οποίος διέταζε στρατιωτική δύναμη τη λεγόμενη ΄΄Κουστωδία΄΄. Οι θανατικές καταδίκες έπρεπε να επικυρωθούνε από την Ρωμαϊκή εξουσία και προβλέπονταν για αρκετά αδικήματα αλλά σπάνια επιβάλλονταν.
Τα χαρακτηριστικά της Εβραϊκής Δίκης
Η εκτέλεση της θανατικής καταδίκης γινόταν με διαφόρους τρόπους όπως λιθοβολισμό, μαστίγωμα αλλά ο επί του σταυρού ήταν ο πιο βασανιστικός και εξευτελιστικός. Στην Εβραϊκή Δικονομία η προανάκριση ήταν άγνωστη, η απόφαση δε στηρίζονταν στην ομολογία αλλά σε 2 τουλάχιστον μάρτυρες και δεν υπήρχε δημόσιος κατήγορος ήτοι ο Εισαγγελέας.
Τα χαρακτηριστικά της Εβραϊκής Δίκης ήταν ότι γινόταν πάντοτε την ημέρα, με ανοιχτές τις πόρτες και ενώπιον του λαού. Ξεκινούσε πρώτα με τους μάρτυρες υπερασπίσεως και κατόπιν με τουλάχιστον 2 μάρτυρες κατηγορίας οι οποίοι έπρεπε να δώσουνε σαφή και πανόμοια μαρτυρία βάζοντας το δεξί χέρι πάνω στο κεφάλι του κατηγορουμένου. Εάν καταδικάζονταν τότε έπρεπε να συμμετέχουνε στην εκτέλεση και να ρίξουν τις πρώτες πέτρες εάν γινόταν με λιθοβολισμό.
Έως ότου καταδικαστεί υπήρχε το τεκμήριο της αθωότητας και δεν τηρούνταν πρακτικά αλλά η απόφαση εκδιδόταν με διάταγμα. Ο χρόνος εκτέλεσης της θανατικής καταδίκης ήταν 4 ημέρες, την 1η ημέρα έβγαινε η απόφαση, την 3η ημέρα γινόταν η επικύρωση και τελική απόφαση και την 4η ημέρα η εκτέλεση. Στον τόπο της εκτελέσεως τον κατηγορούμενο τον συνόδευε έφιππος δικαστής ο οποίος πριν την εκτέλεση ρωτούσε το πλήθος εάν υπήρχε κανένα ελαφρυντικό. Εάν υπήρχε τότε σταματούσε η εκτέλεση! Η ανάκριση και η κακοποίηση του κατηγορουμένου απαγορευόταν από το Εβραϊκό δίκαιο.
Δικονομικές παραβάσεις της δίκης
- Η δίκη έγινε νύχτα αντί για ημέρα
- Η στρατιωτική κουστωδία δεν πήγε τον Χριστό στο Δικαστήριο αλλά στο πεθερό του Αρχιερέα Καϊάφα, τον Άννα, ο οποίος ήταν παλαιότερα Αρχιερέας και τον ανέκρινε χωρίς εξουσία ενώ παράλληλα οι υπηρέτες τον έβριζαν και τον έδερναν.
- Χωρίς να προϋπάρχει σαφή κατηγορία η οποία από 2 μάρτυρες οι οποίοι θα κινούσαν τη δίκη.
- Οι 2 μάρτυρες βρέθηκαν μετά την έναρξη της δίκης και διαστρέβλωσαν τα λόγια του Χριστού ότι θα γκρεμίσει και θα ξαναχτίσει το Ναό του Σολομώντα σε 3 ημέρες.
- Οι μαρτυρίες κατηγορίας δεν ταίριαζαν μεταξύ τους και δόθηκαν με ταυτόχρονη παρουσία και των δύο (σύμφωνα με το Δευτερονόμιο οι μάρτυρες αυτοί έπρεπε να καταδικαστούνε σε θάνατο για την ψευδομαρτυρία τους).
- Η απόφαση στηρίχτηκε στην ομολογία του Χριστού όταν τον ρώτησε ο Καϊάφας “εσύ είσαι ο Υιός του Θεού” και ο Χριστός απάντησε “συ είπας” καθώς και στις παράτυπες καταθέσεις των μαρτύρων.
- Δεν υπήρξε καθόλου υπεράσπιση την οποία αναλάμβανε ένας Δικαστής
- Ο Αρχιερέας Καϊάφας διέρρηξε τα ιμάτια του (γεγονός το οποίος απαγορεύει ο Λευϊτικός νόμος στους Ιερείς, Λευϊτικό).
- Η ψηφοφορία των Δικαστών έγινε ταυτόχρονα ενώ έπρεπε με τη σειρά και πρώτα ο νεότερος Δικαστής για να μην επηρεαστεί από την κρίση των αρχαιότερων αλλά και μεταξύ των.
- Μεταβολή της κατηγορίας κατά τη διάρκεια της Δίκης. Ενώ η αρχική κατηγορία ήταν ότι είπε ο Χριστός ότι θα γκρεμίσει και θα χτίσει το Ναό σε 3 μέρες εν΄τέλει καταδικάστηκε διότι ομολόγησε ότι είναι ο Υιός του Θεού, δηλαδή για βλασφημία.
Βέβαια για να θεραπευτούνε οι δικονομικές αυτές παραβάσεις και να τηρηθούνε κάπως τα προσχήματα ανέμεναν να ξημερώσει και επαναλήφθηκε η συνεδρίαση για να επικυρώσουνε την καταδίκη στο κτίριο του Μεγάλου Συνεδρίου. Από τα 71 μέλη του Συνεδρίου οι υποστηρικτές του Χριστού οι οποίοι μειοψήφησαν ήταν 2, ο Ιωσήφ ο από Αριμαθέας και ο Νικόδημος.
Μία νέα Ρωμαϊκή δίκη ξεκινά
Το πρωί της Παρασκευής οι Εβραίοι οδηγούνε τον Χριστό στον Πιλάτο, έξω από το Πραιτώριο. Δεν μπήκανε μέσα γιατί ήταν ειδωλολάτρης και θεωρούσανε ότι θα μολυνθούνε και η Ρωμαϊκή αυτή τη φορά Δίκη γίνεται στο λιθόστρωτο.
Δικονομικές παραβάσεις Ρωμαϊκής δικής
- Ο κατηγορούμενος (Χριστός) ήταν δέσμιος κατά τη διάρκεια της Δίκης
- Διαφορετική κατηγορία. Η κατηγορία στο Εβραϊκό Δικαστήριο ήταν η βλασφημία ενώ στο Ρωμαϊκό ότι προέτρεπε να μην πληρώνουνε φόρους στον Καίσαρα.
- Εφόσον η Ρωμαϊκή Δίκη ήταν επικύρωση Εβραϊκής απόφασης έπρεπε να υπήρχανε 2 στοιχεία, γραπτή αίτηση και η Πρωτόδικη απόφαση. Τίποτα από τα δύο δεν υπήρχε.
- Μετά την αθώωση από τον Ηρώδη οδηγήθηκε ξανά στον Πιλάτο αντί να αφεθεί ελεύθερος
- Κακοποίηση πριν την καταδίκη (του βάλανε Βασιλικό μανδύα και τον εξευτέλισαν.
- Τον αθωώνει ξανά ο Πιλάτος αλλά δεν τον ελευθερώνει και πάλι
Ο Πιλάτος δεν τήρησε τίποτα από όλα αυτά. Αντιθέτως κατεβαίνει από το Πραιτώριο και συνομιλεί με τον κατηγορούμενο κάνοντας μια μορφή ανάκρισης. Τον ρωτάει “συ ει ο Βασιλεύ των Ιουδαίων”; Και ο Χριστός αποκρίνεται “Η Βασιλεία η εμή ουκ εστί εκ΄του κόσμου τούτου, εγώ εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον ίνα μαρτυρήσω τη αλήθεια”. Ο Πιλάτος αμέσως αντιλήφθηκε ότι ο Ιησούς είναι Πνευματικός ηγέτης και όχι κοσμικός άρχοντας συνεπώς δεν ευσταθεί η κατηγορία, ο Ιησούς δεν είναι ένοχος και δεν υφίσταται αντιποίηση εξουσίας. Άρα έχουμε την 1η αθώωση από τον Πιλάτο την οποία την ανακοινώνει αλλά ο όχλος έκανε θόρυβο και επέμενε εις θάνατον.
Εν΄συνεχεία ο Πιλάτος επικαλείται τοπική αναρμοδιότητα του κατηγορουμένου (Γαλιλαία απ΄όπου καταγόταν ο Χριστός) και τον στέλνει στον Βασιλιά Ηρώδη τον Αντύπα.
Στον Ηρώδη ο Χριστός δεν δίνει καμία απάντηση και τότε ο Ηρώδης επικαλέστηκε δήθεν κι αυτός τοπική αναρμοδιότητα διότι η Εβραϊκή καταδίκη έγινε έξω από τα σύνορα της Γαλιλαίας (2η αθώωση).
Αντί να αφεθεί ελεύθερος οδηγήθηκε ξανά στον Πιλάτο και του βάλανε τον Βασιλικό μανδύα και τον εξευτέλισαν. Ο Πιλάτος τότε βγαίνει ξανά έξω στο Πραιτώριο και τον ξανααθωώνει για 3η φορά επηρεασμένος και από τη σύζυγο του Αγία Πρόκλα (27 Οκτωβρίου) αλλά δεν τον απολύει. Τότε οι Εβραίοι του αποκαλύπτουνε την αλήθεια ότι το Μέγα Συνέδριο τον καταδίκασε για βλασφημία.
Ευθύς ο Πιλάτος κάνει την 7η δικονομική παράβαση, δηλ. παραβίασε τη νόμιμη αρχή του Ρωμαϊκού δικαίου “non bis in idem” δηλ. “όχι δις επί της αυτής υποθέσεως” και ξαναανακρίνει τον Χριστό για νέα αυτή τη φορά κατηγορία!!! Ο Πιλάτος συγχύστηκε και συγκλονίστηκε, ξανασυζητά με τον Χριστό και τον αθωώνει για 4η φορά!!! Το ανακοινώνει στο πλήθος και τότε οι Εβραίοι τον απειλούνε και τον πιέζουν έμμεσα λέγοντας του “εάν τούτον απολύης, ουκ ει φίλος του Καίσαρος. Πας ο Βασιλεύ εαυτόν ποιών αντιλέγει τω Καίσαρι”. Το τέχνασμα αυτό των Εβραίων προς τον Πιλάτο τον συγκλόνισε καθότι ήταν ήδη σε δυσμένεια με τον Αυτοκράτορα Τιβέριο και προτίμησε να σώσει τον εαυτό του παρά να υπερασπιστεί τη Δικαιοσύνη και ζητά νερό να νίψει τας χείρας του (5η αθώωση).
Και η 6η αθώωση του Χριστού έρχεται μετά θάνατον από τον Αυτοκράτορα Τιβέριο ο οποίος πληροφορήθηκε τα όσα παράνομα έγιναν στα Ιεροσόλυμα και ελέγχει δριμύτατα τον Πιλάτο χαρακτηρίζοντας τον ανάξιο, βέβηλο και πορωμένο “επειδή άδικον εψήφισε θάνατον κατά του Ιησού”.
Όλη αυτή η μεγίστη αδικία εις βάρος του Χριστού είχε ως συνέπεια την απόσυρση της ευλογίας του Θεού από το γένος των Εβραίων με συνέπειες βαρύτατες έως και σήμερα δεδομένης της αμετανοησίας των. Ήδη 37 χρόνια μετά τον θάνατο του Ιησού ήτοι το 70 μ.Χ. η Ιερουσαλήμ περικυκλώθηκε από τον Ρωμαίο Στρατηγό Τίτο με αποτέλεσμα μετά την πεντάμηνη πολιορκία της πόλεως οι νεκροί να ξεπεράσουνε το 1 εκατομμύριο ενώ 90 χιλιάδες υπουδουλώθηκαν.
Χιλιάδες ακόμη πεθάνανε από ασθένειες και πρωτοφανή πείνα σε σημείο μανάδες να τρώνε τα βρέφη τους αφού πρώτα τα φονεύανε όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ιώσηπος με ειδική αναφορά στην Μαρία, κόρη του ευγενούς Ελεαζάρου. Η εξορία αναρίθμητων Εβραίων – μέχρι και σήμερα -ήταν η ελάχιστη συνέπεια της απομάκρυνσης και δη της εναντίωσης στον Θεό. Συγκεκριμένα ο Στράβων αναφέρει ότι στην εποχή του Σύλλα δεν υπήρχε πόλη στην οποία να μην έχουν διασκορπιστεί οι Εβραίοι.
Ανάλογο ήταν και το τέλος των Καϊάφα και Πιλάτου. Μετά την Ανάσταση του Χριστού κλήθηκαν και οι δύο στην Ρώμη από τον Αυτοκράτορα Τιβέριο για να απολογηθούνε. Το πλοίο στο οποίο επέβαινε ο Καϊάφας ναυάγησε στα ανοικτά της Κρήτης και βγήκε κοντά στο Ηράκλειο. Εκεί αρρώστησε και πέθανε. Επτά φορές τον θάψανε και επτά φορές ξερνούσε το σώμα του η γη μαυρισμένο και άλυωστο μέχρι που το πλήθος τον έθαψε με κατάρες κάτω από έναν σωρό από πέτρες.
Για το τέλος του Πιλάτου υπάρχουνε 3 εκδοχές, η μία αναφέρει ότι οδηγήθηκε δέσμιος στη Ρώμη και εκτελέστηκε από τον ίδιο Αυτοκράτορα Τιβέριο, η άλλη ότι εξορίστηκε στη Βιέννη της Γαλλίας όπου και αυτοκτόνησε και η τρίτη ότι τον σκοτώσανε στη Ρώμη, πετάξανε το πτώμα του στον Τίβερη και προκάλεσε πλημμύρες. Εκούσιο το πάθος του Χριστού για την σωτηρία μας, εκούσια και η επιλογή μας να ακολουθήσουμε τον δρόμο της αρεσκείας μας επιλέγοντας συνάμα και τις συνέπειες αυτών μας των πράξεων.
Πηγή: orthodoxia.info