Υποχρεωμένη να καταβάλλει σε ιδιώτη αποζημίωση ύψους 3.640 ευρώ επειδή του πούλησε εν γνώσει της ΙΧ με κρυφό ελάττωμα είναι εταιρεία εμπορίας μεταχειρισμένων οχημάτων, σύμφωνα με απόφαση που εξέδωσε Ειρηνοδικείο της Αθήνας. Η απόφαση θωρείται πολύ σημαντική, δεδομένου ότι δεν είναι λίγοι οι αγοραστές μεταχειρισμένων ΙΧ, οι οποίοι στην κυριολεξία έχουν πέσει θύματα επιτήδειων, ειδικά δε τη περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Συγκεκριμένα με την απόφαση του Ειρηνοδικείου της Αθήνας (2230/2020) κρίθηκε ότι ο πωλητής του οχήματος έχει ευθύνη έναντι του αγοραστή, για αντικατάσταση του ελαττωματικού οχήματος, ή για μείωση του τιμήματος του ή και για αποζημίωση του αγοραστή για την ζημία την οποία εκείνος έχει υποστεί.
Με το σκεπτικό αυτό, το δικαστήριο επιδίκασε στον αγοραστή του ελαττωματικού οχήματος τις δαπάνες επισκευής του. Επίσης του επιδίκασε χρηματικό ποσό για τη μείωση της αξίας του οχήματος καθώς και αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστην «από την αδικοπραξία που τέλεσε σε βάρος του ο πωλητής, αποκρύπτοντας από αμέλεια ή δόλο την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος του οχήματος κατά την πώληση».
Το ιστορικό
Όπως προκύπτει από το ιστορικό της απόφασης, ο ιδιώτης είχε αγοράσει ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο από εταιρεία εμπορίας οχημάτων έναντι 14.450 ευρώ. Η εταιρεία παρείχε στον αγοραστή εγγύηση καλής λειτουργίας του οχήματος τριών ετών, διαβεβαιώνοντας τον ότι το αυτοκίνητο δεν αντιμετωπίζει κάποιο ελάττωμα και ότι είναι ατρακάριστο.
Ωστόσο, όπως αναφέρεται στη απόφαση οι διαβεβαιώσεις αυτές «αποδείχθηκαν απατηλές και φρούδες» καθώς η εταιρεία «απέβλεψε να τον εξαπατήσει (τον αγοραστή), με σκοπό το αθέμιτο κέρδος της και του πώλησε ελαττωματικό αυτοκίνητο, εν γνώσει της ότι κατά τη πώληση του αυτό έφερε κρυμμένο σοβαρό μηχανικό ελάττωμα και δη προϋπάρχουσα βλάβη του κινητήρα του».
Η βλάβη αυτή στο όχημα εμφανίστηκε τρεις μήνες από το χρόνο της πώλησης του και είχε ως συνέπεια την πρόκληση και περαιτέρω ζημιών του. Μάλιστα, την ώρα που εκδηλώθηκε η βλάβη μέσα στο όχημα βρίσκονταν ο ιδιοκτήτης, ο γιος του και η σύζυγος του.
Συγκεκριμένα, ενώ το όχημα βρίσκονταν εν κινήσει η θερμοκρασία μέσα στην καμπίνα του, «έφθασε σε σημείο ανυπόφορο και τα ηλεκτρολογικά του συστήματα επεδείκνυαν με ανάλογο φωτισμό μηχανική βλάβη». Αμέσως ο ιδιοκτήτης του οχήματος σταμάτησε και στο σημείο έφτασε τεχνικός που τον ενημέρωσε ότι «μάλλον είχε καεί η φλάντζα του αυτοκινήτου, ότι είχαν χυθεί σε όλο το χώρο της μηχανής του υγρά του ψυγείου της από την υπερθέρμανση και ότι αυτό δεν μπορούσε να κινηθεί αυτοδυνάμως».
Στη συνέχεια, το αυτοκίνητο μεταφέρθηκε σε συνεργείο της πωλήτριας εταιρείας προκειμένου να επισκευασθεί με έξοδα και δαπάνες της, με βάση την τριετή εγγύηση. Παρότι, όμως «το αυτοκίνητο παρέμεινε εκεί επί 27 ημέρες, η εναγομένη αδιαφορώντας δεν προέβη σε επισκευή του, οπότε ο ενάγων αναγκάστηκε να μεταφέρει εκ νέου το αυτοκίνητο στο άνω εξουσιοδοτημένο συνεργείο … προς επισκευή του, για την οποία καταβλήθηκε συνολικά το ποσό των 3.200 ευρώ».
Το δικαστήριο εξετάζοντας όλα τα στοιχεία της υπόθεσης έκρινε ότι η εταιρεία ήταν σε θέση να γνωρίζει για τη βλάβη στο αυτοκίνητο, πλην όμως προτίμησε να το πουλήσει. Με το σκεπτικό αυτό το δικαστήριο υποχρέωσε την εταιρεία να καταβάλλει στον ιδιώτη το ποσό των 3.640 ευρώ, ως αποζημίωση του και για χρηματική ικανοποίηση του, με το νόμιμο τόκο.