Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται η συνέχιση της αγόρευσης της Εισαγγελέως του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, Κυριακής Στεφανάτου, στη δίκη της Χρυσής Αυγής και ειδικότερα επί των εφέσεων που άσκησαν οι πρωτοδίκως καταδικασθέντες.
Η αγόρευση της είναι κρίσιμη καθώς θα διαμορφώσει την πορεία της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου σχετικά με τον χαρακτηρισμό του κόμματος ως εγκληματικής οργάνωσης.
Στα πρώτα δείγματα γραφής, που έδωσε η εισαγγελική λειτουργός κατά την έναρξη της αγόρευσής της στις 12 Δεκεμβρίου υπογράμμισε ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που αξιολόγησε, η Χρυσή Αυγή λειτούργησε ως εγκληματική οργάνωση, επισημαίνοντας ότι η συμμετοχή της στις εκλογές αποτέλεσε «βιτρίνα» για τη δράση της.
Σύμφωνα με το dikastiko.gr, η εισαγγελέας έκανε αναδρομή στη δημιουργία της οργάνωσης από τον Νίκο Μιχαλολιάκο τη δεκαετία του 1980 και στην εξέλιξή της σε πολιτικό σχηματισμό.
Ανέφερε ότι η οργάνωση υιοθέτησε στοιχεία και σύμβολα που παραπέμπουν στον εθνικοσοσιαλισμό, σημειώνοντας ότι μάρτυρας είχε καταθέσει πως ακόμη και η επιλογή του ονόματος έγινε με σχετική έμπνευση. Σύμφωνα με την εισαγγελέα, τα κίνητρα των κατηγορουμένων συνδέονται με την ιδεολογική βάση της οργάνωσης.
Αναφορά έγινε και σε ομιλία του Νίκου Μιχαλολιάκου, όπως αυτή εντοπίστηκε σε ηλεκτρονικό αρχείο, όπου ο ίδιος υποστήριζε ότι η Χρυσή Αυγή «δεν είναι κόμμα». Η εισαγγελέας υποστήριξε ότι η οργάνωση λειτούργησε ως κόμμα μόνο τυπικά από το 1982, ενώ εντόπισε την έναρξη της οργανωμένης δράσης της στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Κατά την ανάπτυξη της πρότασής της, η κ. Στεφανάτου αναφέρθηκε και στη μαρτυρία του Ιωάννη Περδικάρη, συνιδρυτή και στενού συνεργάτη του Μιχαλολιάκου.
Ο Περδικάρης περιέγραψε τη στελέχωση της οργάνωσης και τον τρόπο λειτουργίας της, σημειώνοντας ότι πολλά μέλη της αναζητούσαν μία μορφή υποστήριξης ή ένταξης. Υποστήριξε επίσης ότι η Χρυσή Αυγή αποτελεί «συμμορία» και όχι εγκληματική οργάνωση, θέση που κατά την εισαγγελέα είχε ως στόχο να ενισχύσει την υπεράσπιση του Μιχαλολιάκου.
Η εισαγγελέας, σχολιάζοντας τη συγκεκριμένη μαρτυρία, επεσήμανε ότι η οργάνωση διέθετε δομή και λειτουργία που, σύμφωνα με την ίδια, υπερέβαινε τα χαρακτηριστικά μιας άτυπης ομάδας. Στο πλαίσιο αυτό παρέθεσε και δηλώσεις του Μιχαλολιάκου, όπως το ότι η Χρυσή Αυγή «δεν είναι αγέλη ατάκτων, αλλά στρατός», επισημαίνοντας ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση αντικατοπτρίζει τον τρόπο λειτουργίας της.
Δίκη Χρυσής Αυγής: Το ενδεχόμενο αυστηρότερων ποινών
Η απόφαση του Εφετείου μπορεί να ανατρέψει, προς το δυσμενέστερο, τις ποινές των πρωτόδικα καταδικασθέντων ως διευθυντών εγκληματικής οργάνωσης αλλά και όσων καταδικάστηκαν για την απόπειρα δολοφονίας κατά του Αιγύπτιου αλιεργάτη Αμπουζίντ Εμπάρα καθώς άσκησε έφεση ο Εισαγγελέας Εφετών Στέλιος Κωσταρέλλος.
Ο κ. Κωσταρέλλος, ο οποίος ήταν και αναπληρωτής εισαγγελέας στην πρωτόδικη δίκη, έκρινε ότι το δικαστήριο έπρεπε να επιβάλει μεγαλύτερες ποινές για τις εν λόγω εγκληματικές πράξεις.
Η ενέργεια του εισαγγελέα Κωσταρέλλου είναι κρίσιμη, καθώς αίρει τη δέσμευση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου από το άρθρο 470 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), το οποίο προβλέπει ότι το Εφετείο δεν μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή από αυτήν που επέβαλε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Συνεπώς, στην περίπτωση της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης, η πρωτόδικη ποινή των 13 χρόνων μπορεί να φτάσει και τα 15 χρόνια, όπως και στην περίπτωση της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά του Αιγύπτιου αλιεργάτη.
Όσον αφορά στους διευθύνοντες την εγκληματική οργάνωση -τον Νίκο Μιχαλολιάκο, τον Ηλία Κασιδιάρη, τον Χρήστο Παππά, τον Ιωάννη Λαγό, τον Γιώργο Γερμενή, τον Ηλία Παναγιώταρο και τον Αρτέμη Ματθαιόπουλο- ο κ. Κωσταρέλλος σημειώνει στην έφεσή του:
«Οι καταδικασθέντες ασκούσαν πλήρη κυριαρχία πάνω σε όλα τα εγκληματικά γεγονότα (ανθρωποκτονία Φύσσα, επίθεση κατά Αιγυπτίων αλιεργατών κ.λπ.), αφού είχαν συγκροτήσει έναν πλήρη, αυτοματοποιημένο μηχανισμό, με δομή και ιεραρχία, ώστε οι επιδιώξεις της ηγεσίας να διαβιβάζονται και να εκτελούνται αμέσως από κατώτερα όργανα.
Οι καταδικασθέντες δεν χρειαζόταν να γνωρίζουν τον “εκτελεστή” ούτε να δώσουν ρητά την εντολή, αφού τα εκτελεστικά όργανα ήταν “αντικαταστά”».