«Με τον νόμο 48 30 του 21 θεσμοθετήθηκε η δημιουργία, η σύσταση του Εργαστηρίου Φύλαξης και Ανάλυσης Γενετικού Υλικού Ζώων συντροφιάς. Το εργαστήριο αυτό, εδρεύει στο Ίδρυμα Ιατρο-βιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, το μεγαλύτερο και το πιο έγκυρο επιστημονικό κέντρο της χώρας. Ποιος είναι ο σκοπός αυτού του ιδρύματος; Το ίδρυμα αυτό θα δέχεται δείγματα γενετικού υλικού, αίμα ουσιαστικά, για να το πούμε απλά, από ζώα ιδιοκτητών που δεν θέλουν να στειρώσουν το ζώο τους. Και όσοι δεν θέλουν να στειρώσουν το ζώο τους, θα στέλνουν αίμα το οποίο θα το παίρνει ένας κτηνίατρος και θα το αποστέλλει στο ΕΦΑΓΥΖΣ όπου εκεί θα διατηρείται και θα γίνεται έλεγχος ταυτοποίησης σε περίπτωση που προκύψει ανάγκη για κάτι σχετικό. Να δούμε αν τα νεογέννητα τα οποία έχουν εγκαταλειφθεί ή τα κακοποιημένα ζώα προέρχονται από κάποιο συγκεκριμένο γεννήτορα. Το DNA θα παραμένει εκεί για 12 έτη για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για επιστημονικούς, ερευνητικούς σκοπούς» δήλωσε στο Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «ZOIGR» με την Χριστίνα Βίδου, όπου βρέθηκε καλεσμένη, η Μάρσα Δημοπούλου, Ειδική Γραμματέας για την προστασία των ζώων συντροφιάς.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στη πορεία της συνομιλίας της με τη δημοσιογράφο «το δείγμα του DNA είναι αίμα το οποίο περισυλλέγεται από κτηνίατρο. Με άλλα λόγια, δεν είναι κάτι που πρέπει να τρομοκρατεί τον κόσμο. Είναι μία απλή αιμοληψία. Υπάρχει και η εναλλακτική του σιέλου από τα ούλα αλλά προτιμούν-όχι εμείς-οι επιστήμονες το αίμα ως πιο αποτελεσματικό στην έρευνα».
Ερωτηθείσα έπειτα για το πώς μπορούμε να εντοπίσουμε τον ιδιοκτήτη ή αυτόν που έχει πετάξει το ζώο-γεγονός που συμβαίνει-η κα Δημοπούλου επισήμανε το εξής «όταν υπάρχει υποψία για κάποιον που έχει ζώα-όπως έγινε και στην περίπτωση των Μεγάρων, για την οποία ενημερωθήκαμε και από τη Φιλοζωική γενικά, αλλά και από τους δημοσιογράφους για το αποτέλεσμα-όταν υπάρχει υποψία με εισαγγελική εντολή, κάτι που ουσιαστικά έκανε η αστυνομία στην περίπτωση των Μεγάρων-με εισαγγελική εντολή ζητήθηκε να ληφθεί δείγμα γενετικού υλικού από τα ζώα του συγκεκριμένου κυρίου και μάλιστα να πούμε εδώ ότι ο κύριος αρνούνταν ότι ήταν δικό του ζώου (κάτι που ταυτοποιήθηκε) δηλαδή η μητέρα των κουταβιών ήταν δικό του ζώο και είχε δηλώσει ότι ήταν αδέσποτο. Οπότε με εντολή εισαγγελέα λήφθηκε το δείγμα πολύ δύσκολα, απ’ ότι πληροφορηθήκαμε, διότι τα ζώα ήταν επιθετικά, ιδιαιτέρως μέσα σε ένα χώρο όλα μαζί δεν υπήρχε συνεργασία με τον ιδιοκτήτη των ζώων, αλλά δύο εξαιρετικοί εθελοντές, ένας εκπαιδευτής και ένας που ασχολείται με τις συλλογές κατάφεραν από το συγκεκριμένο ζώο, το οποίο ορίζει εντολή να πάρουν το δείγμα, το αίμα και μαζί με τα κουταβάκια που δυστυχώς δεν τα κατάφεραν με το αίμα, το DNA των κουταβιών που δυστυχώς δεν τα κατάφεραν να αποσταλούν στο ΕΦΑΓΥΖΣ για να δουν αν υπάρχει ταυτοποίηση».
Τέλος, η κα Μάρσα Δημοπούλου ανέφερε «ανοίγει πλέον ένας μεγάλος δρόμος, ο οποίος δεν είναι μεν εύκολος, αλλά είναι κάτι το οποίο θα μας οδηγεί πλέον σ’ ένα αποτέλεσμα. Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό για τη χώρα μας και είναι κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί σε καμία άλλη χώρα του κόσμου και μάλιστα θα γνωρίζετε, έχει αμφισβητηθεί πάρα πολύ. Ο κτηνιατρικός σύλλογος εναντιώνεται, κάνει απεργίες για το συγκεκριμένο πράγμα. Πλέον έχουμε απτή απόδειξη και μπορούμε να απαντήσουμε σε όλες τις αντιδράσεις και μπορούμε πλέον να βρίσκουμε τους ανθρώπους που προβαίνουν σε εγκληματικές πράξεις κατά των ζώων».