17.6 C
Athens
14.6 C
Thessaloniki
Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024
More

    Έγκλημα στη βίλα του Αμαρουσίου το 1965: Σε δις εις θάνατον καταδικάστηκε ο ναυτεργάτης που έσφαξε τη θεία και τη 15χρονη εξαδέλφη του

    Ένα άγριο έγκλημα με θύματα μια 51χρονη γυναίκα και την μόλις 15 ετών ανιψιά της είχε συνταράξει το καλοκαίρι του 1965 την περιοχή του Αμαρουσίου στην Αθήνα.

    Οι δυο γυναίκες βρέθηκαν κατακρεουργημένες στην βίλλα της 51χρονης, μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ο δράστης τους είχε κόψει την καρωτίδα με μαχαίρι κουζίνας και για να τις αποτελειώσει τις χτύπησε με κατσαβίδι!

    «Πρωταγωνιστής» του στυγερού αυτού εγκλήματος, ήταν ο ανιψιός της 51χρονης και εξάδελφος της ανήλικης κοπέλας. Επρόκειτο για ένα νεαρό ναυτεργάτη, ο οποίος όπως είπε αργότερα στους αστυνομικούς, τυφλώθηκε από το μίσος του για τη θεία του και την «προστατευόμενή της». Μίσος που – όπως είπε – άρχισε να του δηλητηριάζει την ψυχή και το μυαλό επειδή έβλεπε ότι η εύπορη θεία του τον «έκανε πέρα» από τη νομή της περιουσίας της!


    Αμέσως μετά τη σύλληψή του δράστη, οι αστυνομικοί τον οδήγησαν για αναπαράσταση του εγκλήματος στο σπίτι που διέπραξε τους δυο φόνους και εκεί ο νεαρός ναυτεργάτης περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τις φρικτές πράξεις του, λιποθυμώντας μάλιστα αρκετές φορές. Όπως είπε, βρήκε τις δυο γυναίκες να κοιμούνται στην ίδια κάμαρα, απολαμβάνοντας τον μεσημεριανό τους ύπνο.

    Περιέγραψε ατάραχος το έγκλημα

    Στη συνέχεια ο ίδιος άρχισε να ξετυλίγει με απίστευτη κυνικότητα στον εισαγγελέα και τους αστυνομικούς βήμα – βήμα όλες τις πράξεις του σε αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα.


    «Χωρίς να με καταλάβουν έφθασα μπροστά στη πόρτα της κάμαρας τους. Τις κοίταζα τις ξανακοίταζα σφίγγοντας το μαχαίρι στη χούφτα μου. Βρισιές μου ήλθαν στο στόμα μου. Τις «βρώμες» δεν αξίζουν να τις λυπηθώ. Και τότε ρίχθηκα πάνω στη θεία μου πρώτα και της έκοψα το λαιμό. Την ίδια σχεδόν στιγμή ρίχθηκα στη μικρή και έκανα και σε εκείνη το ίδιο» είπε.

    Τις κοίταζα τις ξανακοίταζα σφίγγοντας το μαχαίρι στη χούφτα μου. Βρισιές μου ήλθαν στο στόμα μου. Τις «βρώμες» δεν αξίζουν να τις λυπηθώ.

    «Για να μην πεταχτεί το αίμα και μουσκέψει το κρεβάτι τις κουκούλωσα πρώτα με το σεντόνι και κουκουλωμένες τις χτύπησα πιέζοντας το κεφάλι στο μαξιλάρι. Έτσι, το αίμα πλημμύρισε το σεντόνι και το στρώμα και λίγο πετάχτηκε και στον τοίχο…» συνέχισε ο ναυτεργάτης περιγράφοντας το έγκλημά του.

    το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «μακεδονία» για το έγκλημα στη βίλα του αμαρουσίου
    Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Μακεδονία» για το έγκλημα στη βίλα του Αμαρουσίου
    το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «μακεδονία» για το έγκλημα στη βίλα του αμαρουσίου
    Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Μακεδονία» για το έγκλημα στη βίλα του Αμαρουσίου

    «Κουκουλωμένες όπως ήταν κάτω από τα σεντόνια τις ένιωθα να σφαδάζουν κάτω από αυτά, να χοροπηδούν. Άρπαξα το κατσαβίδι μου και τις χτύπησα για να σταματήσουν το χοροπηδητό τους που μου έδινε περισσότερο στα νεύρα…», είπε ο κατηγορούμενος στους αστυνομικούς.

    Μάλιστα, μετά το έγκλημά του, πλύθηκε, άλλαξε ρούχα και έφυγε από την «αιματοβαμμένη βίλλα» στην οποία επέστρεψε ώρες αργότερα για να παρακολουθήσει, -όπως χαρακτηριστικά ανέφερε – «τα σούρτα φέρτα της χωροφυλακής»! Εκείνες τις στιγμές είδε τους αστυνομικούς να βγάζουν από το σπίτι τις σορούς των δυο γυναικών και τους ζήτησε να μπει μέσα για να δει τι έγινε!

    Δεν ήθελα τα λεφτά της

    Οι εισαγγελέας ρώτησε τον κατηγορούμενο γιατί αναστάτωσε το σπίτι της θείας του ψάχνοντας τα πάντα. «Μήπως ήθελες τα λεφτά της;» ήταν η ερώτηση του εισαγγελικού λειτουργού με το δράστη να απαντά: «Όχι δεν ήθελα τα λεφτά της. Έτσι ήθελα να το καταλάβει και να μου τα δώσει μόνη της. Εκείνη όμως προτίμησε την ανιψιά της και μας έκανε πέρα, λες και εμείς δεν είμαστε συγγενείς της, δεν είμαστε και εμείς παιδιά του αδελφού της».

    «Σφάξτε το δολοφόνο, τι τον φυλάτε; Δεν χρειάζεται δίκη για τον κακούργο…» φώναζε στο δράστη πλήθος κόσμου που είχε συγκεντρωθεί έξω από τη βίλα την ώρα που εκείνος οδηγούνταν σε αυτή για την αναπαράσταση.

    Στο άκουσμα μάλιστα των αποδοκιμασιών του κόσμου ο κατηγορούμενος υπέστη νευρικό κλονισμό και υποβασταζόμενος αποχώρησε λίγο αργότερα από το σπίτι για να οδηγηθεί στα κρατητήρια.

    Δις εις θάνατον για το έγκλημα

    Οι εφημερίδες της εποχής είχαν καταγράψει με εκτενή ρεπορτάζ το στυγερό έγκλημα, τη δολοφονία των δυο γυναικών, όπως και την αναπαράσταση του εγκλήματος στην «βίλλαν του Αμαρουσίου», όπως και τη δίκη που διεξήχθη ένα χρόνο αργότερα στο Κακουργιοδικείο της Αθήνας.

    Στο κατάμεστο από κόσμο ακροατήριο η υπεράσπιση του κατηγορούμενου έδωσε «μάχη» ώστε να αποδείξει ότι εκείνος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας. Δεν τα κατάφερε όμως, καθώς το δικαστήριο έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο για το φρικτό αυτό έγκλημα και τον καταδίκασε σε δις εις θάνατον!

    Ο κατηγορούμενος «εδέχθη την απόφαση του δικαστηρίου με την αυτήν αδιαφορία του με την οποία είχε παρακολουθήσει και όλη τη διαδικασία» ανέφεραν στα ρεπορτάζ τους οι δημοσιογράφοι που κάλυψαν τη δίκη για το πολύκροτο έγκλημα.

    το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «μακεδονία» για το έγκλημα στη βίλα του αμαρουσίου
    Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Μακεδονία» για το έγκλημα στη βίλα του Αμαρουσίου

    Όταν δε, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ανακοίνωσε την απόφαση, ενημέρωσε τον καταδικασθέντα ότι έχει το δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση στον Άρειο Πάγο. Τότε, εκείνος, σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «Μακεδονία», στράφηκε στον αστυνομικό που βρίσκονταν δίπλα του και «με απόλυτον απάθεια» τον ρώτησε τι είπε ο πρόεδρος.

    Ας κάνουν ό,τι καταλαβαίνουν

    Όταν ο αστυνομικός του είπε ότι πρόκειται περί αναιρέσεως, ρώτησε με «την ίδιαν απάθειαν»: «Εγώ προσωπικώς θα το κάνω αυτό;». «Οι συνήγοροί σας» του απάντησε ο πρόεδρος του δικαστηρίου. «Ας κάνουν ό,τι καταλαβαίνουν» είπε τότε ο καταδικασθείς σε δις εις θάνατον ναυτεργάτης για το απεχθές έγκλημα!



    ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΕΙΤΕ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΡΟΗ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

    ΑΠΟΨΕΙΣ