Στις 15 Φεβρουαρίου 1965, ένα διπλό φονικό συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία.
Τότε, ένας 65χρονος μεγαλοδικηγόρος βρέθηκε νεκρός στη βίλα του, ενώ η κόρη του, βαριά τραυματισμένη, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της, ψέλλισε:
«Βοήθεια! Ο άντρας της παραδουλεύτρας μας σκοτώνει!». Δυστυχώς, υπέκυψε στα τραύματά της λίγες ημέρες αργότερα.
Διπλό φονικό: Ποιος ήταν ο δράστης
Ο δράστης ήταν ο 50χρονος σύζυγος της οικιακής βοηθού της οικογένειας και κουμπάρος του θύματος.
Σύμφωνα με την ομολογία του, υποψιαζόταν ότι η γυναίκα του διατηρούσε ερωτική σχέση με τον δικηγόρο. Το βράδυ του εγκλήματος, παρακολουθούσε τη βίλα και, όταν είδε φώτα στην κρεβατοκάμαρα, εισέβαλε στο σπίτι.
Ισχυρίστηκε ότι ο δικηγόρος τον απείλησε με πιστόλι, αλλά κατάφερε να του το αποσπάσει και να τον πυροβολήσει στο μάτι. Στη συνέχεια, πυροβόλησε την κόρη του δικηγόρου, νομίζοντας ότι ήταν η σύζυγός του.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, η υπεράσπιση υποστήριξε ότι ο δράστης ενήργησε σε αυτοάμυνα, ενώ η κατηγορούσα αρχή τόνισε ότι το έγκλημα ήταν προμελετημένο, με κίνητρο τη ζήλια και την επιθυμία εκδίκησης, καθώς ο δικηγόρος βοηθούσε τη σύζυγο του δράστη να εκδώσει διαζύγιο υπέρ της.
Το δικαστήριο έκρινε τον κατηγορούμενο ένοχο για διπλή ανθρωποκτονία εκ προθέσεως.
Παρά τον κόσμο που ζητούσε θανατική ποινή, ο 50χρονος καταδικάστηκε σε 14 χρόνια κάθειρξη για τον φόνο του δικηγόρου, 18 για τον φόνο της κόρης και λίγους μήνες επιπλέον για την οπλοφορία και την οπλοχρησία.
Το έγκλημα αυτό έμεινε γνωστό ως «η ματωμένη βίλα» και αποτελεί μία από τις πιο συγκλονιστικές υποθέσεις στην ιστορία της ελληνικής εγκληματολογίας.