20.2 C
Athens
18 C
Thessaloniki
Κυριακή 28 Απριλίου 2024
More

    Ημερήσια ανάπαυση και αδιάθετο – Άρθρο του Γιάννη Βεναρδή


    Οι διατάξεις που ρυθμίζουν την εφαρμογή του χρόνου εργασίας αστυνομικού προσωπικού πάντα αφήνουν περιθώρια ευελιξίας και προβλέπουν κατ’ εξαίρεση αποκλίσεις από τους γενικούς κανόνες προς κάλυψη κι αντιμετώπιση υπηρεσιακών αναγκών, είτε αυτές είναι γνωστές, αυξημένες κι ανελαστικές είτε είναι έκτακτες και ειδικές.

    Ωστόσο, οι κατ’ εξαίρεση προβλέψεις και τα περιθώρια ευέλικτης/διασταλτικής ερμηνείας των διατάξεων, που προβλέπουν το χρόνο εργασίας, δεν θα πρέπει να βαίνουν πάντα σε βάρος των εργαζομένων.


    Επί συγκρούσεως εργασιακών δικαιωμάτων και υπηρεσιακών αναγκών, η διοίκηση καλείται να βρει τη σολομώντεια λύση. Σε τέτοιες περιπτώσεις η επιλογή εξυπηρέτησης μόνο του υπηρεσιακού συμφέροντος είναι αυτονόητο ότι αποτελεί παρωχημένη αντίληψη.

    Δεδομένου ότι η εκτίμηση των υπηρεσιακών αναγκών έχει χαρακτήρα υποκειμενικής κρίσης, θα πρέπει πρωτίστως να λαμβάνεται υπόψη η υποχρεωτική εφαρμογή της νομιμότητας ως προς τα εργασιακά δικαιώματα, τα οποία προβλέπονται ρητώς και ειδικώς από διατάξεις δικαίου, έναντι άλλων γενικότερων προβλέψεων.

    Η στενή και τυπική ερμηνεία, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, ως προς την εφαρμογή του χρόνου εργασίας θα παρέχει τα αναγκαία εχέγγυα προστασίας διοικούντων και διοικουμένων – άλλωστε ταυτοχρόνως και στις δύο κατηγορίες ανήκει το σύνολο του αστυνομικού προσωπικού – έναντι σχετικών παρερμηνειών κι αιτιάσεων, μην αφήνοντας περιθώρια προσωπικών απόψεων και «συναινετικών» αποκλίσεων από τα προβλεπόμενα.


    Δύο σημαντικά θέματα, που άπτονται του χρόνου εργασίας αστυνομικού προσωπικού είναι η ημερήσια ανάπαυση και το αδιάθετο αλλαγής.

    Η χορήγηση ημερήσιας ανάπαυσης έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα για τη Διοίκηση και η λήψη αυτής δεν εξαρτάται από τη βούληση ή μη του αστυνομικού προσωπικού.

    Η πρόβλεψη αυτή έχει προστατευτικό χαρακτήρα, για το κατά τεκμήριο αδύναμο μέρος στις υπηρεσιακές σχέσεις, που είναι ο διοικούμενος. Το δικαίωμα λήψης ημερήσιας ανάπαυσης του εργαζομένου σχετίζεται άρρηκτα με την προστασία της προσωπικής και οικογενειακής ζωής και είναι σχεδόν απαραβίαστο.

    Σύμφωνα με την παρ.5 του αρ.2 Π.Δ. 394/2001 η ημερήσια ανάπαυση αρχίζει από την 06.00΄ ώρα της επόμενης ημέρας από την ημέρα λήξης της υπηρεσίας του αστυνομικού προσωπικού και διαρκεί τουλάχιστον 24 ώρες. Το αστυνομικό προσωπικό που κάνει χρήση ημερήσιας ανάπαυσης απουσιάζει νόμιμα και η αδυναμία έγκαιρης επιστροφής στην Υπηρεσία του για λόγους ανωτέρας βίας δεν θεωρείται υπέρβαση της ημερήσιας ανάπαυσης και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του άρθρου 24 του Π.Δ.27/1986 (Φ.Ε.Κ.-11/Α΄).

    Η ημερήσια ανάπαυση, άπαξ προγραμματισθεί και ανακοινωθεί, δεν ανακαλείται, με την επιφύλαξη του άρθρου 12 παρ. 1 του π.δ.27/1986 (Φ.Ε.Κ.-11/Α΄), ήτοι σχετικής απόφασης Υπουργού ή άλλου κατ’ εξουσιοδότηση αρμοδίου.

    Η ημερήσια ανάπαυση χορηγείται υποχρεωτικά εντός ενός καθορισμένου χρονικά πλαισίου, που είναι η εβδομάδα, που γεννά το δικαίωμα λήψης και κατ’ εξαίρεση η επόμενη ή η μεθεπόμενη εβδομάδα, στις οποίες προστίθενται αθροιστικά οι οφειλόμενες ημερήσιες αναπαύσεις των προηγούμενων εβδομάδων.

    Ειδικότερα, σύμφωνα με την παρ.3 του αρ.1 του Π.Δ. 394/2001 «Η χορήγηση της ημερήσιας ανάπαυσης είναι υποχρεωτική εντός της εβδομάδας, που γεννάται το δικαίωμα λήψης της. Κατ΄ εξαίρεση, επιτρέπεται ο συμψηφισμός των ημερησίων αναπαύσεων σε διάστημα δύο εβδομάδων.
    Στις περιπτώσεις αυτές οι ημερήσιες αναπαύσεις χορηγούνται εντός της εβδομάδας που γεννάται το δικαίωμα λήψης της τελευταίας ημερήσιας ανάπαυσης.
    Σε περίπτωση υποχρεωτικής παροχής εργασίας την έκτη και έβδομη ημέρα εργασίας έναντι καταβολής δύο αποζημιώσεων και χορήγησης δύο ημερών ανάπαυσης εντός του ιδίου δεκαπενθημέρου, ο αστυνομικός διατίθεται υποχρεωτικά σε εκτέλεση υπηρεσίας εντός του 24ωρου που ακολουθεί τη λήξη των δύο συνεχόμενων ημερησίων αναπαύσεων.
    Το αστυνομικό προσωπικό στο οποίο δεν χορηγήθηκαν οι ημερήσιες αναπαύσεις, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα προηγούμενα εδάφια, μετά το πέρας του δεκαπενθημέρου, κάνει, αυτοδικαίως, χρήση των οφειλόμενων ημερησίων αναπαύσεων, κατόπιν αναφοράς γνωστοποίησης, που υποβάλλει αμέσως στην Υπηρεσία του, για συγκεκριμένες ημέρες, τις οποίες ο διοικητής δύναται να διαφοροποιεί εντός της ιδίας εβδομάδας, που υποβλήθηκε η αναφορά, εφόσον συντρέχουν έκτακτες και απρόβλεπτες υπηρεσιακές ανάγκες.
    Οι διευθυντές, διοικητές και προϊστάμενοι των Υπηρεσιών κάνουν χρήση της ημερήσιας ανάπαυσης αφού αναφέρουν στον άμεσο προϊστάμενό τους, ο οποίος δύναται να διατάξει την αναβολή λήψης αυτής μόνον όταν τούτο επιβάλλεται για την αντιμετώπιση έκτακτων και απρόβλεπτων υπηρεσιακών αναγκών, που αφορούν και την Υπηρεσία που προΐσταται ο δικαιούχος.

    Στην περίπτωση αυτή ο δικαιούχος κάνει χρήση της ημερήσιας ανάπαυσης το αργότερο εντός εβδομάδας από την άρση του κωλύματος και σε ημέρα της επιλογής του, κατόπιν ενημέρωσης του άμεσου προϊσταμένου του».

    Κατόπιν των ανωτέρω συνάγεται ότι το «ρεπό» όταν ανακοινωθεί «κόβεται/αναβάλλεται» μόνο για τους διευθυντές, διοικητές και προϊσταμένους Υπηρεσιών. Για το υπόλοιπο αστυνομικό προσωπικό στην πράξη δεν υφίσταται τέτοια πρόβλεψη, καθότι η μη δυνατότητα χορήγησης ημερήσιας ανάπαυσης και ο συμψηφισμός, αφορά εκ των προτέρων μη δυνατότητα προγραμματισμού και χορήγησης αυτής εκ μέρους της διοίκησης και όχι ανάκλησή ήδη ανακοινωθείσας.

    Όσον αφορά το αδιάθετο, σύμφωνα με την παρ.3 του αρ.2 Π.Δ. 394/2001 «Νυκτερινή υπηρεσία είναι κάθε υπηρεσία, που εκτελείται μεταξύ 22.00΄ νυχτερινής ώρας και της 06.00΄πρωινής ώρας.

    Η νυκτερινή αλλαγή (βάρδια) θεωρείται εργασία της ημέρας λήξης αυτής». Στην παρ.2 του αρ.3 του ιδίου Π.Δ/τος προβλέπεται ότι «Η διάθεση του αστυνομικού προσωπικού σε υπηρεσία δύο αλλαγών στο ίδιο ημερολογιακό 24ωρο, δεν επιτρέπεται, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 4 του αρ.1 και της παρ.3 του αρ.2 του παρόντος διατάγματος».

    Από τη συνδυαστική μελέτη των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι η διάθεση αστυνομικού προσωπικού σε υπηρεσία κατά τη διάρκεια του αδιαθέτου αλλαγής, προς αντιμετώπιση εκτάκτων υπηρεσιακών αναγκών, τυπικά δεν προσκρούει στις ρυθμίσεις του ανωτέρω Π.Δ.. Ωστόσο, αυτές οι υπηρεσιακές ανάγκες πρέπει να είναι όντως έκτακτες, σοβαρές και ειδικές, ώστε να μην αποτελούν αφορμή για επαναλαμβανόμενη διάθεση αστυνομικού προσωπικού σε υπηρεσία κατά τη διάρκεια του αδιαθέτου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην υπηρεσιακή απόδοση και καταπόνησή του.

    Πληθώρα υπηρεσιακών διαταγών έχουν εκδοθεί επί των ανωτέρω θεμάτων, φρονούμε όλες προς τη σωστή κατεύθυνση της αναγκαίας και υποχρεωτικής τήρησης του ισχύοντος πλαισίου.

    Για την άπαξ και δια παντός επίλυση του θέματος θα αρκούσε η υλοποίηση του αιτήματος για πλήρη αντιστοιχία των διατάξεων του Π.Δ. 394/2001 με τις επίσημες ηλεκτρονικές καταχωρήσεις στο Βιβλίο Υπηρεσίας μέσω του συστήματος POL, το οποίο δεν πρέπει να δέχεται εγγραφές μη προβλεπόμενες στο ως άνω Π.Δ., έστω και με υποτιθέμενη «συναίνεση» του αστυνομικού προσωπικού.

    ΒΕΝΑΡΔΗΣ Ιωάννης

    Αντιπρόεδρος Επιτροπής Δικαιωμάτων & Ισότητας

    Αστυνομικού Προσωπικού Π.Ο.ΑΣ.Υ.

    Αντιπρόσωπος Ε.ΑΣ.Υ.Α.


    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΡΟΗ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

    ΑΠΟΨΕΙΣ