Mε άρθρο του «Καθημερινή» υπό τον τίτλο «Η agenda, οι περιθωριακοί και οι ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ» ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος επισημαίνει ότι «για τον ΣΥΡΙΖΑ, οι τρομοκράτες της 17Ν, όσο και αν αποδοκιμάζεται η δράση τους στα λόγια, εξακολουθούν να θεωρούνται πολιτικοί εγκληματίες, οι οποίοι, ως τέτοιοι, δικαιούνται ευμενή μεταχείριση».
Ενώ σε άλλο σημείο τονίζει: «Σήμερα, ωστόσο, λες και μετάνιωσε για τη δεξιά παρέκκλισή του και αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί. Δεν εξηγείται διαφορετικά η σχεδόν ανοιχτή συμπόρευσή του με τους θιασώτες της βίας».
Ολόκληρο το άρθρο του Συνταγματολόγου:
Με την τελευταία τροπή της υπόθεσης Κουφοντίνα, καταφέραμε το ακατόρθωτο. Να ξαναζωντανέψουμε μιαν αντιπαράθεση που πολλοί τη θεωρούσαμε οριστικά ξεπερασμένη: τη συζήτηση για τη σχέση δημοκρατίας και πολιτικής βίας.
Γιατί τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων –και δεν αναφέρομαι μόνο στις δηλώσεις του κ. Δρίτσα– έδειξαν ότι, για τον ΣΥΡΙΖΑ, οι τρομοκράτες της 17Ν, όσο και αν αποδοκιμάζεται η δράση τους στα λόγια, εξακολουθούν να θεωρούνται πολιτικοί εγκληματίες, οι οποίοι, ως τέτοιοι, δικαιούνται ευμενή μεταχείριση. Ξαναθυμήθηκα έτσι μια σειρά αd hominem διατάξεων, που είχε ψηφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, ειδικά για τον αρχιτρομοκράτη. Μεταξύ αυτών και η δυνατότητα έκτισης της ποινής του σε αγροτική φυλακή. Μου ήρθαν επίσης στο μυαλό κάποιες άλλες διατάξεις του κ. Παρασκευόπουλου, που αντιμετώπιζαν ευνοϊκά τους διαδηλωτές όταν τα σπάνε. Και τούτο στη λογική «παιδιά είναι, δεν βαριέσαι». Πού να οφείλεται η έκδηλη αυτή συμπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ προς την πολιτική βία;
Θα ήταν, βέβαια, τραγικό λάθος να υποστηρίξει κανείς ότι την πολιτική βία ηγάπησε στον τόπο μας μόνον η Αριστερά. Και ότι είναι φαινόμενο μόνο της τελευταίας περιόδου. Θα ήταν σαν να ξεχνάει τους τρεις εμφυλίους της Επανάστασης του 1821, τη δολοφονία του Καποδίστρια, τις εξεγέρσεις κατά του Οθωνα ή –για να περάσουμε στον εικοστό αιώνα– τον Εθνικό Διχασμό, τους εμφυλίους της δεκαετίας του 1940 και, τέλος, την απαίσια βία των συνταγματαρχών.
Μακριά από μένα κάθε σκέψη ότι σήμερα ζούμε παρόμοιες περιστάσεις. Ξεπερνώντας απανωτές δοκιμασίες, με τελευταία τα μνημόνια, η μεταπολιτευτική μας δημοκρατία έδειξε ότι μπορούμε να επιλύουμε τις διαφορές μας μέσω κάλπης και όχι διά των όπλων. Στα βασικά, εξάλλου, Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούν, είτε πρόκειται για την εξωτερική πολιτική και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας είτε για τους κανόνες του παιχνιδιού: το έδειξε προ μηνών η θερμή υποδοχή του κ. Ζάεφ από την κυβέρνηση στην Αθήνα και, προ έτους, η τέταρτη αναθεώρηση του Συντάγματος. Οι διαφορές, με άλλα λόγια, των δύο μεγάλων κομμάτων σήμερα –όπως, άλλωστε και παλαιότερα, μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ– τοποθετούνται στον άξονα Δεξιά – Αριστερά και δεν υπερβαίνουν τα εσκαμμένα σε μια συνήθη δυτικοευρωπαϊκή κοινοβουλευτική δημοκρατία, παρά την ένταση με την οποία εκδηλώνονται.
Αν υπάρχει μια ελληνική ιδιομορφία, αυτή, κατά τη γνώμη μου, δεν εντοπίζεται στην ουσία, αλλά στη διαδικασία της πολιτικής. Πρόκειται για τη μοναδική στα ευρωπαϊκά δεδομένα οξύτητα της πολιτικής αντιπαράθεσης, που δυσχεραίνει τις εντοπισμένες συναινέσεις, τις τόσο αναγκαίες για να προχωρήσουν ορισμένα πράγματα.
Δεν είναι της στιγμής να αποδώσει κανείς ακριβοδίκαια ευθύνες. Σε ό,τι με αφορά, πάντως, νομίζω ότι θα ήταν άδικο να μην αναγνωρίσει κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά το δημοψήφισμα του 2015, έδωσε σοβαρά δείγματα ωρίμανσης. Όσο και αν αμαυρώνουν την εικόνα που άφησε υποθέσεις όπως οι τηλεοπτικές άδειες και η δράση του κ. Παπαγγελόπουλου, δεν ήταν αυτές που έδωσαν τον τόνο στη διακυβέρνησή του. Σήμερα, ωστόσο, λες και μετάνιωσε για τη «δεξιά» παρέκκλισή του και αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί. Δεν εξηγείται διαφορετικά η σχεδόν ανοιχτή συμπόρευσή του με τους θιασώτες της βίας.
Όσο για τη Νέα Δημοκρατία, που δεν θα πρέπει να ξεχνάει κανείς τη σημαντική συμβολή της στη διάλυση της Χρυσής Αυγής, θα μπορούσε να πει κανείς ότι, υπό τη σημερινή ηγεσία της, έκανε σημαντικά βήματα για την κατοχύρωση της ισονομίας και για τον σεβασμό των κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού. Με κριτήριο τα ισχύοντα στην Ευρώπη, οι μομφές που διατυπώνονται εις βάρος της για «αστυνομοκρατία» είναι αστειότητες. Μόνον αρρωστημένα μυαλά μπορούν να θεωρούν ότι περιστατικά όπως η διαπόμπευση του πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου, οι καταλήψεις δημόσιων κτιρίων για ψύλλου πήδημα και οι βόμβες μολότοφ στις «ειρηνικές» διαδηλώσεις συνιστούν κανονικότητες, που θα πρέπει κανείς να τις ανέχεται στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης.
Αυτή τη διαφαινόμενη προσέγγιση ως προς τον τρόπο της πολιτικής αντιπαράθεσης τη δηλητηριάζει η υπόθεση Κουφοντίνα. Από τη σκοπιά μου, δεν πίστεψα ούτε στιγμή ότι η διαφορά είναι νομική. Μια απρόσεκτη διατύπωση του νόμου –πώς τους ξέφυγε εκείνο το «επαναμετάγεται στο κατάστημα κράτησης από το οποίο μετήχθη»– σε συνδυασμό με την επιπολαιότητα του χειρισμού της υπόθεσης από την αρμόδια γενική γραμματέα στο πρώτο στάδιο της σημερινής σύγκρουσης έδωσαν λαβή να προβληθεί ως παραβίαση ενός δικαιώματός του η μεταγωγή του στις φυλακές του Δομοκού. Τέτοιο δικαίωμα, ωστόσο, δεν υπήρξε ποτέ ούτε υπάρχει, και ορθά αυτό επισημαίνεται από την κυβέρνηση.
Η υπόθεση, με άλλα λόγια, είναι αμιγώς πολιτική. Με αυτό το δεδομένο διερωτώμαι: Είναι, μα είναι δυνατό, τραβώντας τα πράγματα ώς τα άκρα, ο έγκλειστος να είναι αυτός που καθορίζει την ημερήσια διάταξη, την agenda της πολιτικής αντιπαράθεσης; Γιατί, ας μην κοροϊδευόμαστε, με την ουσιαστική συμπόρευση του ΣΥΡΙΖΑ με τον Κουφοντίνα δεν έχουμε πια να κάνουμε με την αντιπαράθεση ενός τρομοκράτη, από τη μια μεριά, και της κυβέρνησης από την άλλη. Βρισκόμαστε ξανά, όπως το 2008 και το 2011, ενώπιον μιας ακόμη εκδοχής της προνεωτερικής σύγκρουσης Δεξιάς και Αριστεράς για την ανοχή που θα πρέπει να επιδεικνύεται στην πολιτική βία.
Δεν ανήκει σε μένα να υποδείξω τρόπους εξόδου από το σπιράλ της έντασης. Η Δικαιοσύνη έχει επιληφθεί και θέλω να πιστεύω ότι θα κάνει καλά τη δουλειά της. Στο πολιτικό, ωστόσο, επίπεδο νομίζω ότι τα πράγματα είναι πιο απλά: αν η υπόθεση Κουφοντίνα αντιμετωπισθεί στις πραγματικές της διαστάσεις, αν δηλαδή θεωρηθεί ως σύγκρουση ενός περιθωριακού ρεύματος ιδεών κάποιων αμετανόητων υποστηρικτών της ένοπλης βίας με τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, νομίζω ότι η ένταση θα πέσει.
Για να γίνει όμως αυτό, την κύρια ευθύνη τη φέρει ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι καιρός να το αντιληφθεί ο κ. Τσίπρας.