17.7 C
Athens
10.7 C
Thessaloniki
Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024
More

    Μάτι: «Κανείς δεν μας βοήθησε, ήμασταν στο έλεος», καταθέτουν μάρτυρες – Δίκαιη τιμωρία, ζήτησε η Μαργαρίτα Φύτρου

    Για την κόλαση που έζησαν όταν η πύρινη λαίλαπα τύλιξε στις φλόγες το Μάτι και οδήγησε στο θάνατο τους δικούς τους ανθρώπους, μίλησαν σήμερα στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, όπου διεξάγεται η δίκη για τη φονική πυρκαγιά, συγγενείς θυμάτων.

    Κοινός τόπος στις καταθέσεις τους, ήταν ότι η Πολιτεία ήταν απούσα, οι κάτοικοι ήταν μόνοι τους και πάλευαν με τις φλόγες.

    «Ο καθένας δρούσε κατά βούληση», είπε στο δικαστήριο η κ. Μαργαρίτα Φύτρου, η οποία έχασε τον αδελφό της και τα δυο ανίψια της, ενώ τα μέλη της οικογένειας Τσάμπρου, μητέρα, γιος και κόρη, περιέγραψαν τις στιγμές που αναγκάστηκαν να χωριστούν ως οικογένεια για να σωθούν.


    Ωστόσο, όπως είπε η κ. Μαρία Τσάμπρου, ο πατέρας της δεν τα κατάφερε. Η ίδια τον βρήκε απανθρακωμένο μαζί με το σκυλί της οικογένειάς τους μέσα στο αυτοκίνητό του, μόλις 100 μέτρα μακριά από το σπίτι τους.

    Ειδικότερα, στην κατάθεσή της η κ. Τσάμπρου μίλησε για τις προσπάθειες της να βρει τον πατέρα της, τον οποίο τελικά εντόπισε νεκρό με τα χέρια στο κεφάλι του μέσα στο ΙΧ του. Αρχίζοντας την κατάθεσή της η συγκεκριμένη μάρτυρας ανέφερε πως εκείνη την ημέρα η ίδια βρίσκονταν σε ένα φιλικό της σπίτι στα Γλυκά Νερά.


    Χαρακτηριστικά ανέφερε: «Ξαφνικά εκεί που βλέπαμε τηλεόραση και έλεγε για τη φωτιά στη Κινέττα είδα να λένε και για φωτιά στο Ν. Βουτζά.

    Αμέσως κάλεσα το πατέρα μου, μου είπε ήταν όλοι καλά στο σπίτι. Μίλησα με τον πατέρα μου στις 17:41. Μου είπε ότι θα ξεκινήσουν να μαζεύουν τα πράγματά τους για να φύγουν, έπρεπε να βάλουν στο αμάξι τον παππού και το σκύλο μας.

    Έφυγαν με δυο αυτοκίνητα. Στο ένα ήταν ο πατέρας μου με το σκύλο μας. Στο άλλο ο αδελφός μου, η μητέρα μου και ο παππούς μου. Περίπου 100 μέτρα από το σπίτι μας ξαφνικά τους περικύκλωσε ένα μαύρο πέπλο καπνού, ο αδελφός μου έκανε αναστροφή και προσπάθησαν να φύγουν από άλλη κατεύθυνση. ….».

     

    «Κοίταξε καλύτερα….»

     

    Ακολούθως η μάρτυρας αναφέρθηκε στη συνδρομή ενός εθελοντή, ο οποίος την βοήθησε, όπως είπε, να φτάσει στο σπίτι της και να αρχίσει να αναζητά τον πατέρα της, αλλά και στις προσπάθειες που κατέβαλλε μαζί με τον αδελφό της ώστε να μάθει αν βρίσκεται στη ζωή.

    «Αρχίσαμε να ψάχνουμε. Πήγαμε στο κέντρο Υγείας Ραφήνας στις 2: 30 το βράδυ. Μας είπαν ότι το είχαν εκκενώσει. Μας προέτρεψαν να πάμε στο Λιμάνι της Ραφήνας που βγάζανε ανθρώπους με βάρκες. Δε βρίσκαμε τίποτα. Στο λιμεναρχείο μας είπαν να δηλώσουμε τον πατέρα μου αγνοούμενο. Αφήσαμε τα στοιχεία του πατέρα μου και τα τηλεφωνά μας σε κάποια άτομα που ήταν από το Ερυθρό Σταυρό, στο Λιμάνι», είπε η νεαρή κοπέλα και συνέχισε: «Μπήκαμε στο σπίτι και ενώ ψάχναμε, συνειδητοποιήσαμε ότι το σπίτι καίγονταν. …Διαπιστώσαμε ότι ο πατέρας μου δεν ήταν μέσα.. Δεν υπήρχε κανείς να ενημερώσει τους κατοίκους ότι έπρεπε να φύγουν, να εκκενώσουν.

    Απλά τους άφησαν έτσι στο έλος…. Όταν έφτασα στο αυτοκίνητο και αφού έσκυψα και κοίταξα δεν είδα τίποτα και πήγα να φύγω. Και κάποιος τότε μου φώναξε – δε ξέρω ποιός – «κοίταξε καλύτερα». Είδα τον πατέρα μου πεσμένο στη θέση του συνοδηγού με τα χέρια του να κρατάει το κεφάλι. Μου είπαν ότι δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ότι είναι ο μπαμπάς μου αυτός.

    Τους ζήτησα να ανοίξουν το πορπ μπαγκάζ, γιατί ήξερα ότι είχε βάλει το σκύλο μέσα για να μην φοβηθεί», είπε η κ. Τσάμπρου για να προσθέσει με δάκρυα στα μάτια: «Δεν το κάνανε. Το έκανα εγώ. Πήρα το κινητό μου και έριξα φως στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και είδα τον σκύλο μέσα. Τους είπα ότι σε αυτό το αμάξι βρίσκεται ο πατέρας μου.

    Το αυτοκίνητο είχε λιώσει αλλά η πινακίδα μπορούσε να αναγνωριστεί. Έφυγα, δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Τον πατέρα μου πήγαν να τον παραλάβουν στις 7 το πρωί, την άλλη ημέρα. Κανείς δεν μας ενημέρωσε για τα επόμενα στάδια. Μόνη μου έψαξα για να βρω τηλέφωνα και τις υπηρεσίες που θα έπρεπε να πάω. Μου είπαν αρχικά για Γουδί και μετά μου είπαν «κακώς σας είπαν να πάτε στο Γουδί έπρεπε να πάτε στο Σχιστό». Μετά μας έστειλαν πάλι στο Γουδί, όλη την ημέρα αυτή η ιστορία, πέρα δώθε».

    Εμφανώς φορτισμένη η μάρτυρας αναφέρθηκε όμως και σε μια άσκηση ετοιμότητας που είχε γίνει δυο περίπου μήνες πριν ξεσπάσει η πυρκαγιά.

    «Η ειρωνεία είναι ότι όταν έγινε η άσκηση υπήρχαν τα ίδια δεδομένα όπως εκείνη την ημέρα της πυρκαγιάς, ίδιοι άνεμοι, ίδιες συνθήκες. Αλλά εκεί λειτούργησαν όλα άψογα, γιατί κατάφεραν να συντονιστούν όλοι, εναέρια μέσα ΕΚΑΒ, Αστυνομία, Drones. Αλλά 2,5 μήνες μετά δεν λειτουργούσε τίποτα. Ίδια περιοχή, ίδιες συνθήκες. …Όλα πήγαν λάθος, ήταν μόνοι τους και όσοι σώθηκαν, σώθηκαν από θαύμα. Αεροπλάνα είδα την επόμενη ημέρα αφού είχε σβήσει η φωτιά. Ήταν όλες οι δυνάμεις στη Κινέττα….», είπε χαρακτηριστικά η μάρτυρας.

    Από την πλευρά του, ο γιος του θύματος Νικόλαος Τσάμπρος, ανέφερε στο δικαστήριο: «Ο πατέρας μου πήρε το σκύλο μαζί τον έβαλε στο αμάξι και γύρω στα 6:50 φύγαμε από το σπίτι.

    Έφευγαν αρκετοί, απ τη γειτονιά. 100 μέτρα από το σπίτι μας κατάλαβα πως ήταν αδύνατον να περάσω. Ο πατέρας μου ήταν ένα αυτοκίνητο πίσω από εμένα… Έκανα αναστροφή και ένας γείτονάς μου, μου φώναξε να φύγουμε από άλλο δρόμο. Ξαφνικά πέφτανε πύρινες μπάλες, ακούγονταν εκρήξεις, επικρατούσε μια κατάσταση σαν να ήταν σε πόλεμο. Θεωρούσα ωστόσο ότι ο πατέρας μου ακολουθούσε από πίσω.

    Περιμέναμε μέσα στο αυτοκίνητο τον πατέρα μου, ο οποίος δεν ακολουθούσε. Ξεκίνησα να τον παίρνω τηλέφωνο δεν το έβρισκα. Περιμέναμε χωρίς ανταπόκριση. Μετά από 30 περίπου λεπτά προσπαθήσαμε να πάμε σε ένα φιλικό σπίτι στα Γλύκα Νερά.

    Ο πατέρας μου πρέπει να απανθρακώθηκε γύρω στις 6. Ψάχναμε με την αδελφή μου σε νοσοκομείο, στο λιμενικό μήπως και τον βρούμε. Βρήκανε το αυτοκίνητή του κάθετα που σημαίνει ότι πήγε να κάνει αναστροφή όμως κάτι έγινε εκεί και δεν μπόρεσε».

    Στη δική της κατάθεση η σύζυγος του θύματος, Μαρία Τσάμπρου, ανέφερε: «Ο άντρας μου κάηκε ζωντανός, μαρτύρησε. Εγώ ο πατέρας μου και ο γιος μου ζούμε κατά τύχη, δε ξέραμε που πηγαίναμε, δεν γνωρίζαμε τίποτα. Μέσα στο κέντρο της Αθήνας είναι δυνατόν; Ένα ελικόπτερα να περάσει δεν άκουσα, μια σειρήνα να ηχήσει δεν άκουσα, τόσες οικογένειες να διαλυθούν;».

     

     

    «Το Εβιτάκι βρέθηκε νεκρό»

    Τελευταία στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε η κ. Μαργαρίτα Φύτρου, η οποία έχασε τον αδελφό της και τα δυο ανήλικα παιδιά του στο Μάτι. Η μάρτυρας αφού αναφέρθηκε στις απέλπιδες προσπάθειες που έκανε για να εντοπίσει τον αδελφό της όταν άκουσε για την πυρκαγιά, αναφέρθηκε στο τηλεφώνημα που δέχθηκε τελικά από τη νύφη της και το οποίο την έκανε να χάσει τη γη κάτω από τα πόδια της.

    Συγκεκριμένα, ανέφερε: «Στις 3 τα ξημερώματα μου τηλεφώνησε η σύζυγος του αδελφού μου και μου είπε το «Εβιτάκι βρέθηκε νεκρό» (σ.σ. η μικρή ανιψιά της). Πήγα στο Μάτι, συνάντησα τη γειτόνισσά μας που σώθηκε φεύγοντας προς Ραφήνα. Πρώτη έφυγε αυτή, πίσω ήταν αδελφός μου.

    Η διαδρομή του αδελφού μου προς διάσωση ήταν θανάσιμη. Την άλλη ημέρα ενός του οικοπέδου Φράγκου, βρέθηκε ο μικρούλης Ανδρέας και ο αδελφός μου».

    Με ψυχραιμία η κ. Φύτρου, τόνισε πως ο αδελφός της διακρινόταν για τη στοργικότητα του ως πατέρας και πως εάν είχε λάβει στοιχειώδη ενημέρωση θα είχε φύγει νωρίτερα.

    «Στις κρίσιμες ώρες που ο αδελφός μου βίωνε αυτό η Πολιτεία ήταν παντελώς ανύπαρκτη. Εάν είχε ενεργοποιηθεί το «112» θα είχαν σωθεί, όπως γίνεται σήμερα» είπε η μάρτυρας για να προσθέσει: «Καμία προετοιμασία, κανένας σχεδιασμός. Όλοι έπρατταν κατά τη δική τους κρίση. Εάν είχε δεχθεί βοήθεια θα ζούσαν. Έτσι έγινε η εκατόμβη των θυμάτων και των εγκαυματιών. Μετά από εννέα μήνες, έφυγε και ο πατέρας με αυτόν τον καημό. Είναι λελογισμένο και επιβεβλημένο όλοι αυτοί που ευθύνονται για τα λάθη και τις παραλείψεις της Πολιτείας, να οδηγηθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης και να τιμωρηθούν».

     



    ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΕΙΤΕ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΡΟΗ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

    ΑΠΟΨΕΙΣ