του Μιχάλη Τεζάρη
«Έχω δείρει έναν βιαστή ανήλικου και τον Κώστα Σακκά των «Πυρήνων». Καλό παιδί ήταν αλλά κάποια στιγμή σχολίασε αρνητικά κάτι εικόνες και φωτογραφίες του πατέρα μου που είχε πεθάνει πρόσφατα και έφαγε κάτι μπουνιές».
Οι σκληρές εικόνες του ξυλοδαρμού του 19χρονου Α. Λ. που κατηγορείται για την άγρια δολοφονία της φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη στη Ρόδο, σόκαραν την κοινή γνώμη. Η ωμή βία που δέχτηκε από τουλάχιστον 20 συγκρατούμενούς του μέσα σε κελί των φυλακών Ανηλίκων του Αυλώνα, είναι καθημερινότητα στον βίαιο κόσμο των φυλακών και ενδεικτικά του σαθρού οικοδομήματος των σωφρονιστικών καταστημάτων της χώρας.
Το Newpost, εξασφάλισε αποκλειστικές συνεντεύξεις δύο ατόμων που έζησαν εκ των έσω τoν κόσμο των φυλακών και αποκαλύπτουν σoκαριστικές λεπτομέρειες της ζωής των κρατουμένων. Όπως τονίζουν, «τα φαινόμενα ξυλοδαρμών, επιθέσεων και βίας, αποτελούν ρουτίνα» και επισημαίνουν πως «στη φυλακή δεν μπορείς να εμπιστευτείς κανέναν και σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να αισθανθείς ασφαλής οπουδήποτε».
Στις φυλακές πληρώνεις για προστασία και κινητά
Ο Νίκος στα 20 μόλις χρόνια του, αποφάσισε μαζί με φίλους του να πραγματοποιήσουν ένοπλη ληστεία σε τράπεζα στην Πάτρα. Το κίνητρό του ήταν η απόκτηση μια μοτοσικλέτας μεγάλου κυβισμού. Μετά τη ληστεία αφαίρεσε το αυτοκίνητο διερχόμενου πολίτη και διέφυγε. Οι συνεργοί του συνελήφθησαν σχεδόν αμέσως.
Οι αστυνομικοί τον εντόπισαν μετά από 7 μήνες σε ένα ξενοδοχείο στο Αίγιο. Καταδικάστηκε σε 25 χρόνια πρωτόδικα και οδηγήθηκε αρχικά στις φυλακές Αυλώνα, στη συνέχεια στο Ναύπλιο και τέλος στην Πάτρα από όπου και αποφυλακίστηκε μετά από 5,5 χρόνια.
«Αν δεν ανοίξει ο φύλακας την πόρτα δεν γίνεται τίποτα. Όταν είδα τα πλάνα κατάλαβα ποιο ήταν το κελί που έδειραν τον Αλβανό, εκεί είχα πάει κι εγώ στην αρχή. Κανονικά θα έπρεπε να του δώσουν το φαί μέσα στο κελί, όχι να του ανοίξουν την πόρτα» λέει σχολιάζοντας το συμβάν. Όσα δηλώνει είναι αποκαλυπτικά.
«Να ξέρεις ότι στις φυλακές υπάρχουν ομάδες που δέρνουν και ομάδες που εκβιάζουν, κάνουν ψυχολογικό πόλεμο και αν σε βρουν φοβισμένο περνάς δύσκολα. Υπήρχαν άτομα που έδιναν 700 ευρώ το μήνα σε μπράβους μέσα στις φυλακές για να μην τους ενοχλεί κανείς. Με 800 ευρώ εγώ είχα αγοράσει κινητό τηλέφωνο, εξασφάλισα ακόμη και θέση στα μαγειρία με 1.200 ευρώ. Αν πληρώσεις τα κατάλληλα άτομα στην φυλακή όλα γίνονται. Κάθε μέρα δέρνουν κόσμο στις φυλακές. Εγώ είχα δείρει τρία άτομα γι αυτό και πέρασα πειθαρχικό και με έδιωξαν από τις φυλακές Αυλώνα. Όλα μαθαίνονται για τους νεοεισερχόμενους στις φυλακές. Έχω δείρει έναν βιαστή ανήλικου και τον Κώστα Σακκά των «Πυρήνων». Καλό παιδί ήταν αλλά κάποια στιγμή σχολίασε αρνητικά κάτι εικόνες και φωτογραφίες του πατέρα μου που είχε πεθάνει πρόσφατα και έφαγε κάτι μπουνιές».
Το χειρότερο που έχω δει, υποστηρίζει ο Νίκος, «ήταν ένα περισταστικό αυτοκτονίας στις φυλακές της Πάτρας το 2012. Ένας Αλβανός είχε αγοράσει 270 γραμμάρια κόκας από τον αρχηγό, έναν επίσης Αλβανό και καθυστέρησε δύο μήνες να τον εξοφλήσει. Εκτός αυτού του έκλεψε και πράμα από το κελί του ενώ έλειπε. Είδα πέντε άτομα να του περνούν σχοινί στο λαιμό, αυτοκτόνησε είπαν…». Σήμερα ο Νίκος έχει αφήσει πίσω του τα 5,5 χρόνια φυλακής, έχει ανοίξει επιχείρηση, ζει στην Αθήνα και ετοιμάζεται να παντρευτεί.
Απο υπηρέτης του νόμου, πίσω από τα κάγκελα
Ο Β.Ν. πέρασε 7 μήνες πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, όταν κατηγορήθηκε για ληστεία, εκβίαση και σύσταση εγκληματικής ομάδας. Αρχικά του είχε επιβληθεί η ποινή των 14 χρόνων κάθειρξης. Από τη μία στιγμή στην άλλη, βρέθηκε από την πλευρά του νόμου, στην άλλη, της παρανομίας. Ο Β.Ν. ήταν πρώην αστυνομικός και υπηρετούσε σε υπηρεσία της Αττικής.
«Στη φυλακή γίνονται όλα όσα ακούγονται και ακόμη περισσότερα. Οι ξυλοδαρμοί και οι συμπλοκές είναι καθημερινά φαινόμενα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα πρωί σε φυλακή της Πελοποννήσου όπου ήμουν, όταν συνεπλάκησαν δύο ομάδες, η μία Ρομά, επικίνδυνα άτομα, όχι αστεία. Είχαν καταδικαστεί για μπραβιλίκια νυχτερινών κέντρων στο Μπουρνάζι και απαγωγές – και μιας Αλβανών. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά εμφανίστηκαν ρόπαλα, λοστοί και μαχαίρια. Ακολούθησε μάχη μέχρις εσχάτων, όλα τέλειωσαν όταν επενέβησαν οι φύλακες, όλα τα ελέγχουν και όλα τα γνωρίζουν οι φύλακες» λέει με νόημα.
Ο Β.Ν. βρέθηκε στις φυλακές την ίδια ακριβώς περίοδο με τον νυν δήμαρχο Βόλου, Αχιλλέα Μπέο, καθώς και με τον Γιώργο Λίτσα, που εκτελέστηκε από αγνώστους στους Αγίους Αναργύρους με Καλάσνικοφ.
«Στη φυλακή βλέπεις κάθε καρυδιάς καρύδι. Εγώ επειδή γνώριζαν ότι είμαι αστυνομικός, δέχτηκα μια φορά επίθεση από ένα πρεζάκι, που μου έριξε γροθιές από πίσω. Άλλη μια φορά τρία άτομα με πέτυχαν σε ένα υποτυπώδες χώρο που πίναμε καφέ, αλλά ένας παλιός κρατούμενος, τους ξεκαθάρισε πως «σήμερα δεν είναι η μέρα σας» και έφυγαν. Στη φυλακή όσο πιο σκληρός είσαι τόσο πιο πολύ σε σέβονται», λέει.
Οι «καμαριέρες», οι πλύστρες και οι ανέσεις
Στην φυλακή υπάρχουν οι κρατούμενοι πολυτελείας και οι «σάπιοι» όπως αναφέρει ο Β.Ν. «Αν έχεις λεφτά έχεις τα πάντα. Θυμάμαι στις φυλακές που ήμουν, είχαμε έναν Ρουμάνο που για έναν καφέ ή μερικά ευρώ, καθάριζε τα κελιά, κανονική καμαριέρα, ενώ ένας άλλος, σου έπλενε τα ρούχα στο χέρι. Αν έχεις λεφτά μέσα στη φυλακή όλα μπορείς να τα βρεις. Ποτά, τσιγάρα, κινητά τηλέφωνα και προφανώς ναρκωτικά, όλα αυτά περνάνε στις φυλακές είτε από επισκεπτήρια, είτε από άτομα που έρχονται με άδειες και από τους φύλακες. Οι εύποροι κρατούμενοι, όπως ήταν ένας τραπεζικός που είχε καταδικαστεί για υπεξαίρεση ή ένας παπάς που προσπάθησε να πατήσει με το αυτοκίνητό του τον πρώην σύντροφό του περνούσαν καλά. Σκέψου ο παπάς πλήρωνε για να έχει έξτρα μερίδα φαγητού ή ακόμη και ειδικές παραγγελίες, όπως μπιφτέκια και μπριζόλες. Κάποιοι Ρομά δε, έπαιζαν ακόμη και μπαρμπούτι στα κελιά τους. Τα ναρκωτικά μοιράζονταν μαζί με το φαγητό. Υπήρχαν άτομα που έφτιαχναν τατουάζ, με μετατροπή της ηλεκτρικής οδοντόβουρτσας».
Σε ερώτηση για το πόσο εύκολο είναι να τρελαθείς στις φυλακές, ο Β.Ν. δηλώνει, «πολύ εύκολο, δεν γίνεται να μπεις φυλακή και να μην σου αφήσει κάποιο πρόβλημα ή κάποιο κουσούρι. Εγώ στην αρχή άπλωνα την δικογραφία στο πάτωμα, τη διάβαζα και σημείωνα ό,τι θεωρούσα χρήσιμο. Δεν μπορώ να σου περιγράψω το συναίσθημά μου όταν έκλεισε η πόρτα του κελιού πίσω μου την πρώτη μέρα».