Σύμφωνες με τις συνταγματικές επιταγές και τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) είναι οι δυο διαδοχικές μειώσεις των αποδοχών των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα που έγιναν το 2011 και το 2012, με νόμους, αποφάνθηκε, κατά πλειοψηφία, η Πλήρης Ολομέλεια του Αρείου Πάγου
Σύμφωνα με το νόμο 4024/2011 το προσωπικό του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπέστη την 1.11.2011 μειώσεις επί των αποδοχών του, μέχρι ποσοστού 25%. Στη συνέχεια με τον ν. 4093/2012 το ίδιο προσωπικό υπήχθη από 1.1.2013 στο μισθολόγιο και βαθμολόγιο καθεστώς του στενού δημόσιου τομέα, με συνέπεια να υποστεί περαιτέρω μειώσεις μέχρι 25% επί των ήδη μειωμένων αποδοχών του.
Ωστόσο, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) μετά την έκδοση του νόμου 4092/2012, εξέδωσε εγκύκλιο σύμφωνα με την οποία οι εργαζόμενοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα των οποίων οι αποδοχές είχαν περικοπεί το 2011 μέχρι 25% σε σχέση με τις αποδοχές που ελάμβαναν την 31.10.2011 έπρεπε να υποστούν ξανά, για δεύτερη φορά, περικοπή μέχρι το 25% των αποδοχών που ελάμβαναν.
Παρ΄ όλα αυτά, η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου το 2014 αποφάνθηκε ότι η επίμαχη εγκύκλιος του Ν.Σ.Κ. ήταν αστήρικτη. Παρ’ όλα αυτά, το τελευταίο ζητούσε την εφαρμογή της εγκυκλίου του.
Κατόπιν αυτών, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. 1/2021 απόφασή της (πρόεδρος η Αγγελική Αλειφεροπούλου και εισηγήτρια η αρεοπαγίτης Αρετή Παπαδιά) έκρινε κατά πλειοψηφία ότι οι νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις που προέβλεψαν τις επίμαχες δυο περικοπές «δεν αντίκεινται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.».
Η μειοψηφία (αντιπρόεδρος Δήμητρα Κοκοτίνη και οι αρεοπαγίτες Διονυσία Μπιτζούνη και Σταματική Μιχαλέτου) εξέφρασε αντίθετη άποψη.