Την αθώωση του Πέτρου Φιλιππίδη λόγω αμφιβολιών για την απόπειρα βιασμού σε βάρος της πρώτης καταγγέλλουσας ζήτησε ο εισαγγελέας της έδρας.
«Η αμφιβολία είναι ταγμένη υπέρ του κατηγορούμενου», υπογράμμισε, επισημαίνοντας ότι οποιαδήποτε αβεβαιότητα ή αποδεικτικό κενό δεν μπορεί να επιτρέπει την επιβολή ποινής για τόσο σοβαρό αδίκημα.
Στάθηκε με ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι και οι δύο βασικές καταγγελίες της υπόθεσης υποβλήθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση: η πρώτη έντεκα χρόνια μετά το φερόμενο περιστατικό και η δεύτερη επτά.
Επισήμανε πως, αν και το τραύμα στα θύματα έμφυλης βίας είναι υπαρκτό και συχνά αποτρέπει την άμεση καταγγελία, η αποδεικτική διαδικασία σε μια δίκη δεν μπορεί να βασίζεται σε συναισθηματικές ενδείξεις ή σε αναμνήσεις χωρίς χρονική εγγύτητα με τα γεγονότα.
Παράλληλα, είπε δεν υπήρξε ούτε ένας αυτόπτης ή αυτήκοος μάρτυρας του περιστατικού. Οι μαρτυρίες που προσκομίστηκαν -από φίλους, πρώην σύντροφο, σύζυγο και συναδέλφους της καταγγέλουσας- προέρχονται αποκλειστικά από τη διήγηση της ίδιας της παθούσας, χωρίς ανεξάρτητη επιβεβαίωση.