Κάθε ημέρα απαιτούνται περισσότερα από 15.000 τηλεφωνήματα προκειμένου οι ιχνηλάτες της γενικής γραμματείας Πολιτικής Προστασίας να ενημερώσουν τους πολίτες που είναι θετικοί στον κορονοϊό ή αποτελούν ύποπτα κρούσματα, με στόχο τον περιορισμό της εξάπλωσης της Covid-19 σε όλη τη χώρα.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του protagon.gr τα κρισιμότερα γρανάζια του μηχανισμού της γενικής γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, είναι οι ιχνηλάτες και η μαιευτική μέθοδος, την οποία χρησιμοποιούν προκειμένου να εκμαιεύσουν τις αναγκαίες πληροφορίες από τα επιβεβαιωμένα κρούσματα.
Οι ιχνηλάτες
Οι ιχνηλάτες, εργάζονται στο κτίριο «Φάρος» της ΓΓΠΠ και συνομιλούν με πιθανά ή επιβεβαιωμένα κρούσματα κορονοϊού. Τα λαγωνικά του Νίκου Χαρδαλιά αποτελούν μία σχετικά νέα υπηρεσία που έστησε μέσα σε μερικούς μήνες και οι εργαζόμενοι προέρχονται από πέντε διαφορετικούς τομείς του Δημοσίου. 190 άνθρωποι καθημερινά επιδίδονται στην «ιχνηλάτηση επαφών» από ανθρώπους που έχουν διαγνωστεί με κορονοϊό.
Η υπηρεσία ιχνηλάτησης της γενικής γραμματείας Πολιτικής Προστασίας χωρίζεται σε δύο μεγάλους τομείς και ένα μικρότερο τμήμα για καλύτερη οργάνωση. Ο πρώτος αφορά τις ιχνηλατήσεις του εσωτερικού, και ο δεύτερος σε αυτούς που έρχονται από το εξωτερικό.
«Μόλις κάποιος διαγνωστεί από τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), κοινοποιείται σε εμάς όλη η πληροφορία και ερχόμαστε σε επικοινωνία μαζί του, ώστε να του λύσουμε όποιες απορίες έχει, να τον ενημερώσουμε για το τι πρέπει να κάνει, αλλά και να ιχνηλατήσουμε τις στενές του επαφές», εξηγεί οι Σπύρος Γεωργίου, εκπρόσωπος Τύπου της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας.
Τα τηλέφωνα των θετικών περιστατικών τα δίνει ο ΕΟΔΥ και από εκεί ξεκινά η δουλειά της ιχνηλάτησης από τη ΓΓΠΠ. «Ερχόμαστε σε επαφή με το κρούσμα και από εκεί προκύπτουν όλες οι στενές επαφές του. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι που είχαν τις τελευταίες ημέρες επαφή υψηλού κινδύνου. Ομως οι επαφές υψηλού κινδύνου είναι εν δυνάμει κρούσματα και θα πρέπει να μπουν σε καραντίνα», λέει ο κ. Γεωργίου.
Η καραντίνα παρακολουθείται και ελέγχεται από την αστυνομία, η οποία και είναι υπεύθυνη να περνά από τα σπίτια ή τα ξενοδοχεία καραντίνας και να ελέγχει εάν τα ύποπτα κρούσματα ή οι θετικοί στον κορονοϊό, παραμένουν εσώκλειστοι. Ετσι, ένας αριθμός «2.900 νέα κρούσματα» από τον ΕΟΔΥ, για τους ιχνηλάτες σημαίνει 2.900 νέα τηλέφωνα, από τα οποία θα προκύψουν τουλάχιστον πέντε επαφές κατά μέσο όρο. Και αυτομάτως οι 190 ιχνηλάτες θα πρέπει να ενημερώσουν όλους αυτούς τους ανθρώπους. Δηλαδή περίπου 15.000, με όσους επιπλέον προκύψουν.
«Υπάρχει μία διαδικασία όπου πρώτα λύνουμε τις απορίες των πολιτών και ακολούθως προχωρά μία διαδικασία συνέντευξης, ώστε να γνωρίζουμε πού έχει κινηθεί και πού μπορεί να έχει αφήσει τον κορονοϊό, ώστε να προσβληθούν και κάποιοι άλλοι άνθρωποι. Αν κάποιος εργαζόταν, αν είχε συμπτώματα ή δεν είχε, ανάλογα με τα καίρια ερωτήματα, ο αλγόριθμος κατευθύνει την εξέλιξη της συνέντευξης», εξηγεί ο ίδιος.
Ακολούθως, θα πάρουν τηλέφωνο τις επαφές, θα τις ενημερώσουν και θα τις θέσουν σε καραντίνα. Οι εργαζόμενοι της ΓΓΠΠ δίνουν προσοχή και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Οι ιχνηλάτες ρωτούν για τις επαφές που είχε ένα επιβεβαιωμένο κρούσμα δύο μέρες από την ημέρα που είχε το πρώτο σύμπτωμα και ξεκινά η συνέντευξη. Άρα, αν είχε σήμερα το σύμπτωμα, η συνέντευξη θα ξεκινήσει με το «τι έκανες προχθές, με ποιον συναντήθηκες, πόση ώρα μείνατε μαζί κ.λπ.»
Στην περίπτωση που δεν έχει συμπτώματα, η συνέντευξη ξεκινά τρεις ημέρες πριν από τη λήψη του τεστ για τον κορονοϊό. Κι αυτό διότι, σύμφωνα με τους επιστήμονες, 48 ώρες πριν από το πρώτο σύμπτωμα, είναι κάποιος μεταδοτικός. Και αυτό το «κενό» είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα με τον κορονοϊό, μαζί με τους ασυμπτωματικούς οι οποίοι δεν γνωρίζουν ότι είναι θετικοί και μεταδίδουν.
Στατιστικά η χώρα μας είναι στο μέσο όρο της ΕΕ για περιπτώσεις όπου οι πολίτες αναγνωρίζουν το σύμπτωμα και δημιουργείται πρόβλημα λόγω της καθυστέρησης στη διάγνωση, σύμφωνα με την ΓΓΠΠ. Αν κάποιος θετικός παραμείνει 10 ημέρες σε καραντίνα και τα τελευταία τρία 24ώρα δεν έχει πυρετό, τότε ακόμη και αν σε νέο τεστ είναι θετικός, δεν είναι μεταδοτικός και μπορεί με ασφάλεια να επιστρέψει στις κοινωνικές του επαφές. Αυτό προβλέπει το υγειονομικό πρωτόκολλο του ΕΟΔΥ.
Το ύποπτο κρούσμα μιας επαφής παραμένει σε καραντίνα για 14 ημέρες, ώστε να θεωρηθεί η πρώτη μέρα της μόλυνσης και να υπάρχει ασφάλεια ως προς τις ημέρες μετάδοσης. Κάποιος που παραμένει με πυρετό μετά τις 10 μέρες, θα πρέπει να αξιολογηθεί από γιατρό και να πάρει άδεια για να μην επιστρέψει στη δουλειά του. Η δουλειά τη ΓΓΠΠ είναι να σταματήσει τη μεταδοτικότητα και χορηγεί άδεια μόνο τις συγκεκριμένες ημέρες.
Μαιευτική μέθοδος
Από τα 190 άτομα τα 150 εργάζονται σε τρεις βάρδιες των περίπου 50 ατόμων στο κέντρο εγχώριων κρουσμάτων. Οι υπόλοιποι κατανέμονται στην καταγραφή, εκδίδουν βεβαιώσεις για τις εργασίες θετικών ή ύποπτων επαφών κ.λπ. Ωστόσο, δεν είναι τόσο απλό να πει κάποιος τις επαφές του. Κάποιοι διστάζουν, άλλοι φοβούνται και κάποιοι εκνευρίζονται. Για να πει κάποιος τι έκανε πριν από μερικές μέρες, πρέπει ο ιχνηλάτης να γνωρίζει να κάνει ένα είδος ανάκρισης.
Γι’ αυτό και οι εργαζόμενοι σε αυτό το τμήμα προέρχονται κατά κύριο λόγο από ειδικά τμήματα από την Αστυνομία, την Πυροσβεστική και το Λιμενικό. Δουλειά τους είναι να χρησιμοποιήσουν ένα συγκεκριμένο τρόπο ώστε ο άλλος να αισθανθεί άνετα και ασφαλής και να πει ακριβώς τι έχει συμβεί.
Μέρος της ηλεκτρονικής φόρμας που συμπληρώνουν οι ιχνηλάτες της ΓΓΠΠ κατά την επικοινωνία με τους πολίτες Στις αρχές οι περισσότεροι ιχνηλάτες ήταν ανακριτικοί υπάλληλοι από τα τρία σώματα και στη συνέχεια, λόγω των αυξημένων αναγκών, προστέθηκαν υγειονομικοί από την πρωτοβάθμια υγεία και τον ΕΟΔΥ, οι οποίοι εκπαιδεύονται πάνω στο αντικείμενο. Στην ουσία είναι εργαζόμενοι από πέντε υπηρεσίες. Πάνω από το 50% πάντως είναι από το Πυροσβεστικό Σώμα.
Πηγή: Protagon.gr