H εισβολή στο Aμερικανικό Καπιτώλιο ήταν μια μαύρη σελίδα στην ιστορία των ΗΠΑ και προκάλεσε σοκ στο εσωτερικό τους, αλλά και διεθνώς, λόγω μιας επίθεσης που αφορούσε τη δημοκρατία γενικότερα. Τώρα, ο αποκλεισμός Τραμπ από όλα τα social media, εξ αιτίας των ηθικών ευθυνών του για τα πρωτοφανή γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου, έρχεται να δημιουργήσει έντονους προβληματισμούς για τα όρια της δύναμης των μέσων αυτών και την έλλειψη σοβαρών κανόνων για τη λειτουργία τους.
Η εν λόγω απαγόρευση, καταδεικνύει ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εκτός από τον καθοριστικό ρόλο τους στην κοινωνική και οικονομική συμπεριφορά πολλών ανθρώπων, γίνονται πλέον «συστημικοί παίκτες» και της πολιτικής, χωρίς κανείς να τους έχει αναθέσει μια τέτοια ευθύνη. Τέλος, η όλη εξέλιξη φανερώνει τις βαθιές αδυναμίες του τρόπου με τον οποίο οργανώνονται οι κοινωνίες μας στον ψηφιακό κόσμο.
Tα όρια των social media για αποκλεισμούς
Είναι γνωστό ότι ο Ντόναλντ Τραμπ απολάμβανε να μοιράζεται κάθε σκέψη του μέσα σε 140 χαρακτήρες, από το προσφιλές του Twitter. Έτσι, ο 45ος πρόεδρος της Αμερικής απέκτησε 88 εκατ. «ακολούθους», ενώ είχε στείλει πάνω από 56.000 tweets, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του «Χέμινγουεϊ των 140 χαρακτήρων».
Αρκετά από αυτά τα σύντομα μηνύματα είχαν προκαλέσει και στο παρελθόν αιτία αντιπαραθέσεων και κριτικών από την πλατφόρμα. Όμως, τούτη τη φορά το Twitter έλαβε τη δραστική απόφαση να καταργήσει το λογαριασμό του Τραμπ, στερώντας του το πιο αγαπημένο του μέσο επικοινωνίας. Σχεδόν αμέσως το Facebook, το Instagram, το Reddit, το Snapchat, το Twitch και το YouTube –δηλαδή όλα τα διαδεδομένα social media- ακολούθησαν και μπλόκαραν τους λογαριασμούς του -για ακόμη λίγες μέρες- Αμερικανού Προέδρου. Επιπλέον, ένα ιδιαίτερο δίκτυο που είχε δημιουργήσει ο Τραμπ και οι οπαδοί του για να διακινούν τις απόψεις τους -ονόματι Parler- αφαιρέθηκε κι αυτό από τα ηλεκτρονικά καταστήματα της Google και τη Apple και η Amazon αποφάσισε να το βγάλει από τους servers της, αποφάσεις που ισοδυναμούν με κλείσιμό του.
Κι απ’ ότι φαίνεται δεν πρόκειται για προσωρινούς αποκλεισμούς, έως π.χ. τη μέρα ορκωμοσίας Μπάιντεν, ώστε να μη διαταραχθεί ξανά το εύθραυστο κοινωνικό κλίμα. H Facebook δήλωσε πως το μπλοκάρισμα θα ισχύσει επ’ αόριστον, εφόσον υπάρχει αναμόχλευση παθών. Επίσης, αφαίρεσε από όλα τα post των χρηστών της το σύνθημα «stop the steal» (σταματήστε την κλοπή), το οποίο ο Τραμπ είχε φροντίσει να διαδώσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η συγκεκριμένη πλατφόρμα αποφάσισε να διατηρήσει, εν γένει, μεγάλο μέρος των κανόνων που προβλέφθηκαν αρχικά για τις εκλογές και που ήταν η αφαίρεση όλων των καταχωρήσεων που συνδέονται με την πολιτική και τις εκλογές. Κι όπως όλα δείχνουν, παρόμοιες πρακτικές θα ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα μέσα.
Η εξέλιξη αυτή ήρθε να θυμίσει ότι οι εν λόγω πλατφόρμες, αν και έχουν φτάσει να φιλοξενούν ένα υπολογίσιμο μέρος του δημόσιου διαλόγου, δεν παύουν να είναι ιδιωτικές αμερικανικές επιχειρήσεις, που η κάθε μια έχει κανόνες χρήσης και λειτουργίας, τους οποίους έχει ορίσει η ίδια και όχι κάποια νομοθετική ή ρυθμιστική αρχή. Ορισμένοι από αυτούς τους κανόνες είναι αρκετά σαφείς και μπορεί κανείς να τους διαβάσει στις ιστοσελίδες τους. Π.χ. απαγορεύεται η αναπαραγωγή φυλετικών ή άλλων στερεοτύπων, η απεικόνιση θυμάτων του Ολοκαυτώματος ή συμβόλων όπως η σβάστικα, φράσεις όπως «εύχομαι να πάθεις καρκίνο». Όμως, για πολλές άλλες περιπτώσεις, όπως τα τελευταία γεγονότα με την αμφισβήτηση των αμερικανικών εκλογών, την επίθεση στο Καπιτώλιο και τον ρόλο του Τραμπ, συγκεκριμένες αρχές δεν υπάρχουν και τις σχετικές αποφάσεις λαμβάνουν απλώς οι CEO αυτών των εταιριών. Εκεί, όμως, τίθεται το κρίσιμο ερώτημα για την εξουσία αυτών επιχειρήσεων και των επικεφαλής τους να καθορίζουν που βρίσκονται τα όρια ελευθερίας λόγου, ποια είναι τα κριτήρια, ποιος τα τηρεί και με τι τρόπο. Και σήμερα είναι ο Τραμπ, αύριο κανείς δεν ξέρει τον επόμενο, όσο αυτό επαφίεται στα γούστα και τα συμφέροντά τους και όχι σε κάποια μορφή ρύθμισης, δημοκρατικά θεσμοθετημένης και ελεγχόμενης.
Έντονοι προβληματισμοί για την εξουσία των τεχνολογικών κολοσσών
Ο εξοστρακισμός του προέδρου των ΗΠΑ χαιρετίστηκε από πολλούς, κυρίως στην ίδια την Αμερική, αλλά επικρίθηκε κι από άλλους τόσους. Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονται οργανώσεις για τις ελευθερίες και τα δικαιώματα, διανοητές, αλλά και πολιτικοί ηγέτες ενός φάσματος που ξεκινά από την κεντροδεξιά καγκελάριο της Γερμανίας Άγκελα Μέρκελ και φτάνει στον κεντροαριστερό Μεξικανό πρόεδρο Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ. Κοινός παρονομαστής όλων η ανησυχία για την ισχύ που διαθέτουν πλέον τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι μηχανές αναζήτησης, καθώς και μεγάλο πλέον φάσμα εταιριών ψηφιακής τεχνολογίας. «Το γεγονός ότι ένας διευθύνων σύμβουλος μιας εταιρείας μπορεί να βγάλει από την πρίζα το μεγάφωνο του προέδρου των ΗΠΑ προξενεί προβληματισμό», έγραψε χαρακτηριστικά ο Γάλλος Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς της Ε.Ε. Τιερί Μπρετόν στην ιστοσελίδα Politico.
Επίσης, αρκετοί ήταν οι αρθρογράφοι σε ΜΜΕ διεθνούς απήχησης που αποφάνθηκαν ότι είναι πλέον σαφές πως έχουμε «ισχυρότερες πλατφόρμες από μερικές κυβερνήσεις» και πως «οι επιχειρηματίες τεχνολογικών κολοσσών δεν μπορούν να αποφασίζουν ποιον πολιτικό θα καταδικάζουν σε αφωνία, σαν να κατείχαν ένα διακόπτη Οn/Off, που να άνοιγε και να έκλεινε για τους ασκούντες εξουσία».
Μεταξύ άλλων, έντονη, καθώς και ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη, ήταν η ενασχόληση των γερμανικών ΜΜΕ με το θέμα. Τα περισσότερα από τα εν λόγω Μέσα επικρότησαν το σφράγισμα των λογαριασμών του προέδρου Τραμπ στο διαδίκτυο, αλλά διατύπωσαν έντονους προβληματισμούς για την ισχύ αυτών των Μέσων, διερωτώμενα αν συνιστούν πλέον τον τέταρτο πυλώνα εξουσίας σε ένα κράτος. Χαρακτηριστικός ήταν ο τίτλος της έγκυρης και μετριοπαθούς Welt: «Το πραξικόπημα των ολιγαρχών της τεχνολογίας» Η δε Süddeutsche Zeitung έγραφε: «Κατ’ ουσίαν οι αποφάσεις του Twitter και του Facebook είναι σωστές, όμως η διαδικασία είναι λανθασμένη. Μια μικρή ομάδα επικεφαλής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αποφάσισε να κλείσει το στόμα στον πρόεδρο Τραμπ μόνον μετά τα δραματικά γεγονότα στο Καπιτώλιο, όταν επί τέσσερα χρόνια διακινούσε τα τοξικά μηνύματά του».
Ορισμένοι αναλυτές θεώρησαν, πάλι, πως το Twitter δεν έκανε λάθος που έκλεισε το λογαριασμό @realdonaldtrump στις 8 Ιανουαρίου του 2021, αλλά ολιγώρησε που δεν τον είχε πράξει στις 20 Μαΐου του 2020, όταν ο Πρόεδρος της Αμερικής αποκαλούσε τους διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ “αλήτες” και απειλούσε πως “εφόσον ξεκινήσουν οι βανδαλισμοί, θα αρχίσουν κι οι πυροβολισμοί”. Άλλοι πάλι υπογραμμίζουν πως όλα τα Social Media περίμεναν την οριστική πτώση του Τραμπ για να πάρουν μέτρα εναντίον του, ενώ για παρόμοια περιεχόμενα κατέβαζαν αμέσως άλλους λογαριασμούς άγνωστων ή λιγότερο επιδραστικών χρηστών. Επίσης, ο ίδιος ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος του Twitter, Τζακ Ντόρσεϊ, δήλωσε πως «το μπλοκάρισμα του Τραμπ στην πλατφόρμα ήταν μεν η σωστή απόφαση, αλλά δημιούργησε επικίνδυνο προηγούμενο, ως προς την εξουσία που έχουν οι μεγάλες εταιρείες. Επρόκειτο για αποτυχία από μέρους μας να κάνουμε υγιή συζήτηση»…
Αναζητώνται τώρα ρυθμίσεις για τις πλατφόρμες σε ΗΠΑ και Ευρώπη
Ο Ντόναλντ Τραμπ βασίστηκε τα προηγούμενα χρόνια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να αναρριχηθεί στην εξουσία. Πριν και μετά την εκλογή του ως Προέδρου διακίνησε στοιχεία και πληροφορίες που αποδείχθηκαν από ανακριβή έως ψευδή, με γλώσσα που πολλές φορές ήταν αταίριαστη με τον θεσμικό του ρόλο. Ωστόσο, ούτε το Twitter, ούτε τα υπόλοιπα social media πήραν μέτρα για τους λογαριασμούς του, με το επιχείρημα ότι αυτοί ανήκαν στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, δηλαδή έναν θεσμό του οποίου ο λόγος έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και πρέπει να προστατεύεται με διαφορετικά κριτήρια. Οι απαγορεύσεις ήρθαν μετά τα γεγονότα του Καπιτωλίου, με το επιχείρημα πως η έκφραση των απόψεών του υπερέβαινε τα όρια και συνιστούσε δημόσιο κίνδυνο.
Ποια ήταν, όμως, αυτά τα διαφορετικά κριτήρια πριν, ποια τα όρια τώρα και ποιος τα ορίζει όλα αυτά; Εν τέλει είναι οι εταιρείες ιδιοκτήτες των εν λόγω πλατφορμών που καθορίζουν τα πάντα, αποδεικνυόμενες ισχυρότερες από έναν -έστω απερχόμενο- Πρόεδρο των ΗΠΑ. Επιπλέον, τα ίδια social media εξακολουθούν να παρέχουν ελευθερία λόγου σε πλείστους άλλους πολιτικούς «τύπου Τραμπ» ή και χειρότερους και βέβαια σε εκατομμύρια κάθε μέρα τρολ που λυμαίνονται τα δίκτυα αυτά, εκτοξεύοντας ακραίες απειλές και χυδαίες επιθέσεις, με ανωνυμία και ατιμωρησία.
Προφανώς οι εταιρείες αυτές είναι ιδιωτικές και έχουν το δικαίωμα να αποκλείουν όποιον θέλουν, όποτε θέλουν και για όποιο λόγο θέλουν. Όμως, εδώ και καιρό έχουν εξελιχθεί σε κατ’ ουσίαν μονοπωλιακούς διαχειριστές των πιο σημαντικών δημόσιων φόρουμ της εποχής. Έτσι, οι επιχειρήσεις social media διαχειρίζονται ένα αγαθό όπως τον δημόσιο διάλογο και την προσπέλαση σ’ αυτόν όπως εκείνες νομίζουν. Και το κομμάτι αυτό είναι μόνον ένα μέρος της ισχύος τους, μια και σε τούτο πρέπει να προστεθεί η σχεδόν πλήρης πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα των χρηστών τους, όχι με εξαναγκασμό, αλλά με εθελούσια παραχώρηση, προκειμένου να χρησιμοποιούνται «δωρεάν» τα προϊόντα τους.
Σε ό,τι αφορά την περίπτωση με το black out στον ακόμη για λίγο Πρόεδρο της Αμερικής, σύμφωνα με τον Τζο Μομ, καθηγητή Νομικής του Πανεπιστημίου Durham στη Β. Αγγλία, το γεγονός ότι έφθασαν τα πράγματα έως εδώ προδίδει την αποτυχία των θεσμών, που έπρεπε να είχαν λειτουργήσει πριν χρειαστεί να επέμβουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Θα μπορούσε να είχε διωχθεί με βάση τη νομοθεσία που απαγορεύει την υποκίνηση μίσους, θα μπορούσε να είχε καθαιρεθεί από το κόμμα του. Το γεγονός ότι το Facebook και το Twitter προχώρησαν σε μια τέτοια δυσάρεστη ενέργεια είναι αποτέλεσμα αποτυχίας σε αυτούς τους τομείς», τονίζει ο Βρετανός νομικός.
Από την πλευρά του, ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν έχει στο παρελθόν επικρίνει την «τρομακτική αλαζονεία» των κορυφαίων εκπροσώπων των εταιρειών τεχνολογίας. Έτσι, ορισμένοι ειδικοί και πολίτες προσδοκούν ότι θα αναλάβει δράση και στον τομέα αυτό και θα πάρει μέτρα για τη μείωση της ισχύος τους. Μάλιστα, οι φόβοι των επενδυτών ότι επίκεινται νομοθετικές ρυθμίσεις και περιορισμοί στον τρόπο λειτουργίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης οδήγησαν τις προηγούμενες μέρες τις μετοχές τους σε πτώση.
Η ίδια αναζήτηση φαίνεται πως υπάρχει και στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τον προαναφερόμενο Ευρωπαίο Επίτροπο Μπρετόν, τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 μπορεί να αποδειχθούν τόσο καθοριστικά για τον έλεγχο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης όσο η 11η Σεπτεμβρίου 2001 για τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Και ο ίδιος δηλώνει ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επεξεργάζεται κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους εκείνο που είναι παράνομο στην κανονική ζωή να είναι παράνομο και στο Διαδίκτυο»…
Πηγή: ΕΡΤ/Πολυδεύκης Παπαδόπουλος