Στην απόρριψη των αγωγών που είχαν κατατεθεί σε βάρος της ΔΕΗ για την ακύρωση της ρήτρας αναπροσαρμογής στα τιμολόγια ρεύματος προχώρησε το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας, κρίνοντας ότι η ρήτρα αναπροσαρμογής «όχι μόνο δεν είναι αδόκιμη αλλά συνιστά συναλλακτικώς αποδεκτή πρακτική στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας».
Να σημειωθεί ωστόσο ότι η χρέωση ρήτρας έχει ανασταλεί προς το παρόν και θα χρεώνεται ξανά από 1η Ιουλίου 2023.
Συγκεκριμένα, στη σχετική απόφαση που εξέδωσε το δικαστήριο επικαλείται, μεταξύ άλλων, τις οδηγίες και τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ηλεκτρική ενέργεια αλλά και την εναρμόνιση της χώρας μας με τον κοινοτικό δίκαιο, για τη σταδιακή απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
«Η αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας έχει πλέον αναχθεί σε χρηματιστηριακό προϊόν και διαμορφώνεται από το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας, η ρήτρα όχι μόνο δεν είναι αδόκιμη αλλά συνιστά μία συναλλακτικώς αποδεκτή πρακτική στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου η τιμολογούμενη προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας να ανταποκρίνεται στην αρχής της κοστοστρέφειας», αναφέρουν οι δικαστές στην απόφαση που εξέδωσαν.
Ακόμη στην απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναφέρονται ακόμη τα εξής: «Οι ρήτρες αναπροσαρμογής αφενός μεν επιδρούν στον καθορισμό του τιμήματος, αφετέρου δε είναι απολύτως αναμενόμενες στις συμφωνίες κυμαινόμενου τιμολογίου.
Ο καταναλωτής που επιλέγει να συνάψει σύμβαση προμήθειας ενέργειας όχι σε σταθερή τιμή αλλά σε κυμαινόμενο τιμολόγιο, ασφαλώς γνωρίζει ότι η διακύμανση γίνεται στη βάση μιας συμβατικής ρήτρας, της ρήτρας αναπροσαρμογής. Ως εκ τούτου οι εν λόγω ρήτρες, όπως κάθε ρήτρα για την αναπροσαρμογή του τιμήματος στην περίπτωση κυμαινόμενου ύψους της παροχής δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας αλλά μόνο σε έλεγχο διαφάνειας».
Σύμφωνα με την απόφαση η ΔΕΗ προχώρησε στην ενεργοποίηση της ρήτρας αναπροσαρμογής από τις 5 Αυγούστου του 2021 καθ’ υπόδειξη της ΡΑΕ, αφού είχε γνωστοποιήσει στο καταναλωτικό κοινό την πρόθεση εφαρμογής της από τις 11 Μαρτίου του 2021.
«Κατά το χρόνο εισαγωγής της ρήτρας, ο καταναλωτής είχε στη διάθεσή του όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες που απαιτούνται για να λάβει μία τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής», επισημαίνει η απόφαση ενώ σε άλλο σημείο αυτής αναφέρεται:
«Σε κάθε περίπτωση, σκοπός της σχετικής ρήτρας δεν είναι ούτε το όφελος ούτε η βλάβη του πελάτη αλλά η συμμόρφωση της εναγόμενης προς τις προβλεπόμενες στον ΚΠΗΕ αρχές τιμολόγησης ήτοι την αρχή διαφάνειας ως εξειδικεύτηκε με την 409/2020 απόφαση της ΡΑΕ».
Πάντως, η απόφαση αναφέρει πως με βάση τον Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΦΕΚ Απρίλιο του 2013), οποιοσδήποτε μηχανισμός αναπροσαρμογής των τιμολογίων πρέπει να είναι διαφανής, σαφής ως προς τον υπολογισμό του στον καταναλωτή και να του προσφέρει επαρκείς επιλογές στη διαχείριση του κινδύνου διαχρονικής διακύμανσης των τιμών, ενώ «ο προμηθευτής υποχρεούται να παράσχει στον αντισυμβαλλόμενό του τη δυνατότητα να λύσει τη σύμβαση, οφείλει δηλαδή να του επιτρέπει να αποδεσμευτεί από τη σύμβαση στο μέτρο που κρίνει ότι είναι ασύμφορη για αυτόν η αναπροσαρμογή».
Υπενθυμίζεται ότι αγωγές σε βάρος της ΔΕΗ είχαν καταθέσει καταναλωτικές οργανώσεις, Δικηγορικοί Σύλλογοι, ομοσπονδίες επαγγελματιών και καταναλωτές.