Επτά χρόνια συμπληρώνονται από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.
Ήταν Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018, όταν η περιοχή μετατράπηκε σε θάλαμο φρίκης, σε έναν ομαδικό τάφο με φόντο καμένα σπίτια, απανθρακωμένα οχήματα και ανθρώπους που πάλεψαν μάταια να σωθούν.
Ήταν η μέρα που ο χρόνος σταμάτησε για δεκάδες οικογένειες. Η μέρα που το κράτος έμεινε σιωπηλό και ανίκανο μπροστά στην ταχύτητα της φωτιάς και την ανάγκη για οργανωμένη εκκένωση.
Η πυρκαγιά ξεκίνησε από την περιοχή της Νταού Πεντέλης, όταν -όπως αποδείχθηκε- ένας 65χρονος έκαιγε ξερά χόρτα στον κήπο του.
Σε μια από τις πιο επικίνδυνες για πυρκαγιά ημέρες του καλοκαιριού, με ανέμους που έφταναν τα 12 μποφόρ, η φωτιά εξαπλώθηκε ταχύτατα προς τα νότια, περνώντας τη λεωφόρο Μαραθώνος και κατευθυνόμενη ανεξέλεγκτη προς τον οικισμό στο Μάτι.
Σε λιγότερο από 90 λεπτά, η πύρινη λαίλαπα είχε φτάσει στη θάλασσα, παρασύροντας στο πέρασμά της εκατοντάδες ανθρώπους που βρέθηκαν εγκλωβισμένοι χωρίς καμία κρατική καθοδήγηση ή οργανωμένο σχέδιο εκκένωσης.
Το αποτέλεσμα ήταν εφιαλτικό: 104 νεκροί, ανάμεσά τους παιδιά, ηλικιωμένοι, ακόμη και ένα βρέφος έξι μηνών.
Πολλοί πέθαναν μέσα στα σπίτια τους ή στα αυτοκίνητα, προσπαθώντας να διαφύγουν την τελευταία στιγμή.
Είκοσι έξι άνθρωποι βρέθηκαν σφιχταγκαλιασμένοι λίγα μέτρα από την παραλία, προσπαθώντας να φτάσουν στη θάλασσα αλλά προλαβαίνοντας μόνο τον θάνατο.
Περίπου 400 άτομα βούτηξαν στα νερά της Ραφήνας για να σωθούν, με τις φλόγες να τους καταδιώκουν κυριολεκτικά μέχρι το κύμα.
Οι εικόνες εκείνης της ημέρας συγκλόνισαν την Ελλάδα και ολόκληρο τον κόσμο. Καμένα κορμιά στους δρόμους, πυροσβέστες να παλεύουν χωρίς επαρκή εντολή, κάτοικοι να ψάχνουν συγγενείς και φίλους στα αποκαΐδια. Το κράτος ήταν απών.
Η Πολιτική Προστασία δεν ενεργοποίησε ποτέ την εκκένωση της περιοχής.
Η Πυροσβεστική δεν είχε επιχειρησιακό σχέδιο. Η Αστυνομία έκλεισε δρόμους αντί να καθοδηγήσει τις ροές προς τη θάλασσα.
Οι πολίτες αφέθηκαν μόνοι.
Η χώρα κήρυξε εθνικό πένθος, αλλά κανείς δεν παραιτήθηκε. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν έξι χρόνια για να ολοκληρωθεί η πρώτη δίκη.
Τον Απρίλιο του 2024, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας έκρινε ένοχους έξι από τους συνολικά 21 κατηγορούμενους – ανάμεσά τους τον 65χρονο που άναψε τη φωτιά και πέντε αξιωματικούς του Πυροσβεστικού Σώματος.
Τραγωδία στο Μάτι: Οι ποινές φυλάκισης
Οι ποινές ήταν επιεικείς.
Οι συγγενείς των θυμάτων αντέδρασαν με οργή, φωνάζοντας πως δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη χωρίς παραδειγματική τιμωρία.
Η υπόθεση οδηγήθηκε στο Εφετείο. Στις 3 Ιουνίου 2025, το Πενταμελές Εφετείο Πλημμελημάτων ανέτρεψε τη μισή πρωτόδικη απόφαση. Καταδίκασε συνολικά 10 κατηγορούμενους, μεταξύ αυτών πρώην υψηλόβαθμους αξιωματικούς του Πυροσβεστικού Σώματος και της Πολιτικής Προστασίας.
Τέσσερις οδηγήθηκαν άμεσα στις φυλακές, καθώς το δικαστήριο έκρινε πως έφεραν βαρύτατη ευθύνη για την απόφαση να μην δοθεί εντολή εκκένωσης.
Οι υπόλοιποι έλαβαν ποινές με αναστολή ή μετατράπηκαν σε χρηματικά πρόστιμα.
Συνολικά, επιβλήθηκαν ποινές άνω των 340 ετών, χωρίς όμως η νομοθεσία να επιτρέπει την πραγματική έκτιση πάνω από 5.
Το ερώτημα παραμένει: πόσο απέχει η απονομή δικαιοσύνης από την ουσιαστική ευθύνη; Μπορεί ποτέ το κράτος να ξεπληρώσει το χρέος του σε εκείνους που κάηκαν ζωντανοί επειδή δεν υπήρχε σχέδιο;
Η απάντηση είναι σκληρή, αλλά αναγκαία. Το Μάτι δεν κάηκε μόνο από τη φωτιά. Κάηκε από την αδιαφορία, την προχειρότητα, την έλλειψη πολιτικής βούλησης και την απουσία σεβασμού στη ζωή.
Σήμερα, επτά χρόνια μετά, η περιοχή έχει αρχίσει να ξαναχτίζεται. Οι δρόμοι έχουν καθαριστεί, κάποια σπίτια ανακατασκευάστηκαν, και τα δέντρα σιγά σιγά ξαναφυτρώνουν. Όμως οι πληγές παραμένουν ανοιχτές.
Οι συγγενείς των θυμάτων συνεχίζουν να τιμούν τους δικούς τους ανθρώπους κάθε χρόνο, σε μια σιωπηλή τελετή μνήμης που δεν επιδιώκει εκδίκηση – μόνο αναγνώριση και αλλαγή. Η φωτιά του Ματιού δεν ήταν μόνο μια φυσική καταστροφή.
Ήταν το αποτέλεσμα ενός συστήματος που δεν σεβάστηκε τον πολίτη, μιας κρατικής μηχανής που απέτυχε σε όλα τα επίπεδα. Κι όσο δεν αλλάζει η λογική του «βλέποντας και κάνοντας», όσο δεν δημιουργούνται πραγματικά σχέδια πρόληψης και εκκένωσης, όσο οι υπεύθυνοι συνεχίζουν να παραμένουν στο απυρόβλητο, κινδυνεύουμε να θρηνήσουμε ξανά.
Όχι μόνο από φωτιές – αλλά από την ίδια την αδιαφορία.
Το Μάτι ήταν και παραμένει μια μαύρη επέτειος. Ένα κραυγαλέο «ποτέ ξανά» που δυστυχώς, ακόμη δεν έχουμε διασφαλίσει πως δεν θα επαναληφθεί.