«Κατά τη διάρκεια του ελέγχου που κάναμε ακούγαμε μια φωνή από τους πάνω ορόφους του σπιτιού να φωνάζει βοήθεια χωρίς όμως είναι να είναι καθαρά αυτά που λέει… Μου έδωσε την εντύπωση πως αν δεν του έβγαζα την ταινία γρήγορα μπορεί και να πέθαινε».
Την εικόνα αυτή έδινε ο κατηγορούμενος πιλότος για τη δολοφονία της Καρολάιν στα Γλυκά Νερά όταν οι αστυνομικοί είχαν μπει για πρώτη φορά στο σπίτι του και εκείνος τους έλεγε το σενάριο του περί ληστείας. Αυτή την εικόνα του 32χρονου δίνει με κατάθεση που έδωσε στους συναδέλφους του, ο ένας από τους αστυνομικούς που μπήκαν πρώτοι στη μεζονέτα όπου δολοφονήθηκε η νεαρή γυναίκα και μητέρα.
Οι περιγραφές του αστυνομικού -όπως και ενός ακόμη συναδέλφου του- κυριολεκτικά σοκάρουν, με δεδομένη πλέον την ομολογία του πιλότου ότι εκείνος σκότωσε τη Καρολάιν του και έπειτα έβαλε το 11 μηνών βρέφος τους να ακουμπήσει πάνω της. Ο τρόπος που είχε δεθεί ο 32χρονος αλλά και το γεγονός ότι καλούσε σε βοήθεια, μόλις κατάλαβε ότι οι αστυνομικοί είχαν φτάσει στη μεζονέτα, παραπέμπει σε σενάριο ταινίας, αν σκεφτεί κανείς ότι επί εβδομάδες προέβαλλε το σενάριο της ληστείας για να μην ξεσκεπαστεί.
Συγκεκριμένα, ο ένας εκ των αστυνομικών που μπήκε στη μεζονέτα στην κατάθεση του αναφέρει τα εξής για τα όσα είδε όταν πια είχε μπει στο σπίτι. Λέει χαρακτηριστικά: «Άκουσα μια αντρική φωνή, η οποία ακουγόταν σαν να είναι φιμωμένη, και η οποία φώναζε «βοήθεια» και μας καλούσε να σπάσουμε την πόρτα ώστε να μπούμε στο σπίτι… Ανεβήκαμε χρησιμοποιώντας μία εσωτερική σκάλα στο ισόγειο που υπήρχε το σαλόνι και η κουζίνα. Αφού διαπιστώσαμε πως δεν υπάρχει κανένα άτομο στο χώρο μέσω της εσωτερικής σκάλας κατευθυνθήκαμε προς τους πάνω ορόφους. Τότε, είδαμε ότι από το κάγκελο της σκάλας που βρίσκεται ανάμεσα στο πρώτο όροφο και το ισόγειο είναι κρεμασμένο από το λαιμό ένα σκυλί το οποίο δε ζούσε. Το σκυλί ήταν κρεμασμένο με ένα λουρί δερμάτινο μαύρου χρώματος. Ακολούθως, ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο, όπου υπήρχαν δύο δωμάτια και ένα μπάνιο. Δε βρήκαμε ούτε εκεί κανέναν και έτσι ανεβήκαμε στο δεύτερο όροφο της μεζονέτας όπου υπήρχε μια κρεβατοκάμαρα….Πάνω στο κρεβάτι υπήρχε μια γυναίκα, γυρισμένη και ξαπλωμένη μπρούμυτα, η οποία είχε τα χέρια της δεμένο πισθάγκωνα με μία γκρι ζακέτα. Γύρω από το λαιμό της είχε τυλιγμένο ένα γκρι ύφασμα, ενώ απ’ όσο καταλάβαμε δεν είχε τις αισθήσεις της. Πάνω στην πλάτη της γυναίκας υπήρχε ένα μωρό, το οποίο ήταν εν ζωή. Στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού όπως κοιτούσαμε εμείς και στο πάτωμα βρισκόταν ένας άνδρας δεμένος ο οποίος καλούσε σε βοήθεια. Τα πόδια του άντρα ήταν προς την πόρτα και το κεφάλι του προς το προσκέφαλο του κρεβατιού. Ο άντρας αυτός φορούσε μόνο το εσώρουχο του και ήταν κι αυτός δεμένος. Συγκεκριμένα τα χέρια του ήταν δεμένα μεταξύ τους με σπάγκο μπροστά στο σώμα του. Επίσης με σπάγκο ήταν δεμένα και τα δύο του πόδια και τέλος με σπάγκο ήταν δεμένα μεταξύ τους τα πόδια του με τα χέρια του και ήταν σε εμβρυακή στάση. Ακόμη στο λαιμό του ήταν πολύ σφιχτά δεμένη κολλητική ταινία καφέ χρώματος η οποία συνεχίζεται στο στόμα και στα μάτια του άντρα. Ενώ η κολλητική ταινία στο λαιμό του άντρα ήταν σφιχτά δεμένη στο σώμα και τα μάτια ήταν πιο χαλαρά δεμένη».
Ο αστυνομικός αναφέρει στην κατάθεσή του πως πήρε τη μικρή Λυδία από το σπίτι για να την φροντίσει. «…Πήρα το μωρό στα χέρια μου, το σκέπασα με μια κουβέρτα που πήρα από την κούνια του, η οποία βρισκόταν δεξιά από το κρεβάτι και κατέβηκα στο ισόγειο. Άνοιξα την κεντρική είσοδο του σπιτιού, την πόρτα ασφαλείας που σας είπα πριν και βγήκα έξω από το σπίτι. Νομίζω πως η πόρτα του σπιτιού ήταν ξεκλείδωτη και πως απλά κατέβασα το χερούλι για να βγω αλλά δεν το θυμάμαι καλά γιατί εκείνη τη στιγμή είχα μεγάλη ένταση. Μετά από λίγο έξω από το σπίτι βγήκαν και οι συνάδελφοι μου μαζί με τον άντρα που βρέθηκε δεμένος».
«Μόλις τον έλυσα, σηκώθηκε και πήρε αγκαλιά το μωρό»
Ο δεύτερος αστυνομικός στην κατάθεση που έδωσε στους συναδέλφους του περιγράφει: «Φτάνοντας στο ισόγειο είδαμε ένα χώρο όποιος ήταν περιφραγμένος με σύρμα και η πόρτα ήταν ανοιχτή. Έτσι καταλάβαμε ότι μέσα στο σπίτι υπήρχε σκυλί. Στο χώρο εκείνο υπήρχαν και περιττώματα του σκύλου. Στη συνέχεια προσπαθήσαμε να ανέβουμε στον πάνω όροφο και στο κάγκελο της σκάλας είχαμε κρεμασμένο το σκυλί με το λουρί του. Ανεβήκαμε προς τους πάνω ορόφους ερευνώντας ένα-ένα τα δωμάτια και καταλήξαμε στην σοφίτα. Αν θυμάμαι καλά πρώτος στη σοφίτα μπήκα εγώ. Μπαίνοντας είδα στο κρεβάτι του δωματίου μια γυναίκα να είναι μπρούμυτα δεμένη πισθάγκωνα με ένα ρούχο. (…) Μισό πάνω στην γυναίκα και μισό στο κρεβάτι ήταν ένα μωρό το οποίο με κοίταζε χωρίς να κλαίει.
Στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι αριστερά του κρεβατιού όπως κοιτάζουμε από την πόρτα υπήρχε ένας άντρας, οποίος ήταν δεμένος χειροπόδαρα με ένα λευκό σπάγκο, με μέτωπο στο κρεβάτι. Για να καταλάβετε καλύτερα τα χέρια και τα πόδια του άντρα ήταν δεμένα μαζί και προς το σώμα. Δεν ήταν δεμένα πίσω. Επίσης υπήρχε μονωτική ταινία χρώματος καφέ δεμένη στο λαιμό αρκετές φορές αρκετά σφιχτά στο στόμα τουλάχιστον 4-5 φορές και μια φορά περασμένη στα μάτια. Πλησίασα τον άντρα οποίος ήταν σε κατάσταση πανικού και με ένα σουγιά έκοψα προσεκτικά την ταινία αρχικά στο λαιμό και μετά στο στόμα. Μου έδωσε την εντύπωση πως αν δεν του έβγαζα την ταινία γρήγορα μπορεί και να πέθαινε.
Η ταινία από τα μάτια έπεσε μόνη της. Άφησα την ταινία δίπλα και ξεκίνησα να κόβω τον σπάγκο στα χέρια και στα πόδια με τον ίδια σουγιά. Δίπλα απ’ το κεφάλι του άντρα υπήρχε ένα κινητό τηλέφωνο ανοιχτό. Μόλις τον έλυσα, σηκώθηκε και πήρε αγκαλιά το μωρό. Μας είπε ότι μπήκαν μέσα με όπλα τρεις άντρες, ο ένας κρατούσε πιστόλι και όλους περίστροφο, και του ζήτησαν λεφτά. Μας ρώτησε επίσης για την σκότωσαν την γυναίκα του αφού τους είπε που είναι τα λεφτά. Στην συνέχεια κατεβήκαμε κάτω και βγήκαμε έξω από την κεντρική πόρτα του σπιτιού η οποία ήταν ξεκλείδωτη και τα κλειδιά δεν ήταν από πίσω. Βγήκε και ο άντρας μετά από λίγο και έδωσε τα στοιχεία στους συναδέλφους. Ειδοποιήσαμε το κέντρο και μετά από λίγο ήρθε το ασθενοφόρο. Σε άλλο σημείο του σπιτιού δεν είδαμε παραβίαση, πέρα από το παράθυρο στο ημιυπόγειο. Επίσης όλα τα δωμάτια ήταν ανακατεμένα και ψαγμένα…».