Σύμφωνη με τις συνταγματικές επιταγές αλλά και τις σχετικές διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) η αναστολή χορήγησης των συντάξεων σε όσους έχουν καταδικαστεί σε φυλάκιση άνω των έξι μηνών και για όσο χρόνο εκτίουν την ποινή τους σε φυλακές της χώρας.
Όπως έκρινε η πλειοψηφία των δικαστών του ΣτΕ (Α΄ Τμήμα), δεν παραβιάζουν το Σύνταγμα «ούτε αντίκεινται σε άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη ή αρχή, οι διατάξεις του αναγκαστικού νόμου (α.ν.) 1846/1951, που ορίζουν ότι αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης εάν ο συνταξιούχος εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη των έξι μηνών για όσο χρόνο την εκτίει και ότι, εφόσον υπάρχουν πρόσωπα που σε περίπτωση θανάτου του συνταξιούχου θα λάμβαναν σύνταξη, αυτά δικαιούνται σε απόληψη της σύνταξης που θα τους καταβαλλόταν σε περίπτωση θανάτου του συνταξιούχου».
Οι εξαιρέσεις
Αντίθετα, σύμφωνα με το ΣτΕ από το «πάγωμα» της χορήγησης της σύνταξης θα πρέπει να εξαιρούνται όσοι έχουν καταδικασθεί σε ποινή άνω των έξι ετών και βρίσκονται σε καθεστώς υφ΄ όρων απόλυσης με ηλεκτρονικό βραχιολάκι, η ποινή τους έχει μετατραπεί σε κοινωφελή εργασία, ή έχει ανασταλεί, κ.ά. Και αυτό καθώς, όπως έκρινε το ΣτΕ, «ως έκτιση δε ποινής στερητικής της ελευθερίας, νοείται αποκλειστικώς ο φυσικός εγκλεισμός του καταδικασθέντος σε κατάστημα ή τμήμα καταστήματος που προορίζεται γι’ αυτήν και μόνο για όσο χρόνο ο εγκλεισμός αυτός διαρκεί, ενώ δεν υφίσταται «έκτιση ποινής» στις προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, περιπτώσεις της υποχρεωτικής και δυνητικής αναστολής εκτέλεσης της ποινής και της αναστολής υπό επιτήρηση, της υφ’ όρον απόλυσης, της μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και της αναβολής ή διακοπής της εκτέλεσης της ποινής».
Μεταξύ άλλων στο σκεπτικό της απόφασης που εξέδωσε το ΣτΕ, αναφέρεται πως η αναστολή της καταβολής της σύνταξης «δεν έχει ως κύριο σκοπό την αποτροπή των ασφαλισμένων ή συνταξιούχων από τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων ή την εκδήλωση αποδοκιμασίας για την επιδειχθείσα εγκληματική συμπεριφορά τους ή την επιβολή σε αυτούς μιας επί πλέον κύρωσης, αλλά στοχεύει πρωτίστως στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος σκοπού να μην υφίσταται το κοινωνικό σύνολο τη διπλή οικονομική επιβάρυνση της καταβολής στον εκτίοντα την ποινή των συγκεκριμένων ποσών συντάξεων που αναλογούν στον χρόνο που την εκτίει και της ανάληψης από το Δημόσιο των δαπανών διαβίωσής του κατά τον ίδιο χρόνο».
Η υπόθεση που απασχόλησε το ΣτΕ
Η υπόθεση που εξέτασε το ΣτΕ αφορά σε συνταξιούχο του ΙΚΑ -ΤΕΑΜ (ήδη e-EΦΚΑ) ο οποίος το 2002 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για τη δολοφονία της συζύγου του. Το έγκλημα διαπράχθηκε το Μάρτιο του 2001. Μετά την καταδίκη του συνταξιούχου από τη ποινική δικαιοσύνη το ΙΚΑ, σε εφαρμογή του αναγκαστικού νόμου (α.ν.) 1846/1951, ανέστειλε την καταβολή της κύριας και επικουρικής σύνταξης στον καταδικασθέντα και παράλληλα καταλογίστηκαν σε βάρος του, εντόκως, τα ποσά της σύνταξης που του είχαν ήδη καταβληθεί από 1.7.2002 έως 31.1.2003.
Κατά των αποφάσεων αυτών, ο καταδικασθείς προσέφυγε στα Διοικητικά Δικαστήρια, υποστηρίζοντας, ότι ο α.ν. 1846/1951, αντιβαίνει στις συνταγματικές επιταγές περί ισότητας, μεριμνάς του κράτους για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, αρχή χρηστής διοίκησης, κ.ά.
Τα διοικητικά δικαστήρια (σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό) έκριναν πως οι διατάξεις του επίμαχου νόμου είναι αντίθετες στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας αλλά και στην συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας για μέριμνα κοινωνικής ασφάλισης.
Με την σειρά του ο e-EΦΚΑ προσέφυγε στο ΣτΕ και ζήτησε να αναιρεθεί η απόφαση που εξέδωσε για το θέμα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Διοικητικό Εφετείο). Το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ , κατά πλειοψηφία, έκανε δεκτή την αίτηση του ασφαλιστικού φορέα, αναίρεσε την εφετειακή απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση για νέα κρίση στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών.