Το βράδυ της 10ης Απριλίου του 1826 γράφτηκε μία από τις κορυφαίες στιγμές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου, μετά από ένα χρόνο αγώνων και στερήσεων, αποφάσισαν την ηρωική έξοδο, με σκοπό τον αιφνιδιασμό και τη διάσπαση των πολιορκητών.
Τα σχέδιο όμως, ανατράπηκε και οι πολιορκητές σκότωσαν έναν-έναν, σχεδόν όλους τους Αγωνιστές. Όσες γυναίκες και παιδιά δεν σκοτώθηκαν, πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα.
Λίγοι κατάφεραν να σωθούν. Όσοι έμειναν στην πόλη, κλείστηκαν στις μπαρουταποθήκες και αυτοπυρπολήθηκαν για να μην ατιμωθούν.
Η πολιορκία και η έξοδος του Μεσολογγίου ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες, λόγιους, ζωγράφους και ποιητές. Ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε το ποίημα «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», ο Θεόδωρος Βρυζάκης ζωγράφισε το έργο «Η έξοδος του Μεσολογγίου».
Ο ηρωισμός και η θυσία των Ελεύθερων Πολιορκημένων Ελλήνων συγκίνησε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και έδωσε νέα ώθηση στο φιλελληνικό απελευθερωτικό κίνημα.
Με αφορμή την ημέρα αυτή, ο υφυπουργός Παιδείας Άγγελος Συρίγος «αντιγράφει» από τα ενθυμήματα του Νικόλαου Κασομούλη στο syrigos.gr:
Το βράδυ του Σαββάτου του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων του 1826 οι υπερασπιστές του Μεσολογγίου, επιχείρησαν με αιφνιδιαστική έξοδο από την πόλη να διασπάσουν την πολιορκία. Το Μεσολόγγι υπερασπίζονταν περίπου 4.000 μαχητές, ενώ μέσα στην πόλη ήταν τουλάχιστον 6.000 γυναικόπαιδα. Είχαν να αντιμετωπίσουν 25.000 Τούρκους, Τουρκαλβανούς και Αιγυπτίους υπό τον οθωμανό Κιουταχή και τον αιγύπτιο Ιμπραήμ.
Η έξοδος ήταν επιβεβλημένη. Ο ελληνικός στόλος υπό τον Ανδρέα Μιαούλη είχε διασπάσει την πολιορκία φέρνοντας τρόφιμα για τελευταία φορά τον Φεβρουάριο του 1826. Μετά από μερικές εβδομάδες άρχισε η πείνα. Στην αρχή κάποιοι έφαγαν κρυφά κάποια ζώα:
«Μία μεσολογγίτισσα, Βαρβαρήνα ωνομάζετο… ετελείωσεν την θροφήν της και μυστικά μαζί με άλλαις δύο φαμελλιαίς μεσσολογγίτικες έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι, και το έφαγαν… Μία συντροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν έναν σκύλον και, κρυφά και αυτοί, τον έσφαξαν και τον μαγείρευσαν. Εμαθεύθη και τούτο»
Όσο περνούσαν οι ημέρες και αυξανόταν η πείνα, έπαψε να θεωρείται ντροπή να σφάζουν άλογα και γαϊδούρια:
«Ημέραν παρ’ ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν και η πρόληψις και όλα… άρχισαν αναφανδόν πλέον να σφάζουν άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια… Τρεις ημέραις απέρασαν και ετελείωσαν και αυτά τα ζώα».
Στη συνέχεια στράφηκαν στους σκύλους και στις γάτες:
«ο αγιομαυρίτης ιατρός Στεφανίτσης εμαγείρευσεν τον σκύλον του με λάδι»
«ο συνεργάτης του κου Μεσθενέα τυπογράφου…. έσφαξεν και έφαγεν μίαν γάταν»
«Οι στρατιώται πλέον αυθαδίασαν και άρπαζαν οποιονδήποτε σκύλον ή γάτα εύρισκαν εις το δρόμον»
«εις ολίγαν ημέρας γάτα δεν έμεινεν…»
Όταν τελείωσαν τα οικόσιτα ζώα:
«Αρχίσαμεν περί τας 15 Μαρτίου, ταις πικραλήθραις, χορτάρι της θαλάσσης. Το εβράζαμεν πέντε φοραίς έως ότου έβγαινεν η πικράδα και το ετρώγαμεν με ξείδι και λάδι ωσάν σαλάτα… Εδόθησαν και εις τους ποντικούς, πλην ήταν ευτυχής όστις εδύνατο να πιάση έναν. Βατράχους δεν είχαμεν κατά δυστυχίαν.
Από την έλλειψιν θροφής αύξαναν αι ασθένειαι, πονόστομος και αρθρίτις»
Στις 2 και 3 Απριλίου 1826 οι πολιορκημένοι είδαν την αποτυχημένη προσπάθεια του ελληνικού στόλου να διασπάσει τον κλοιό και να φέρει τροφές. Μετά από αυτή την εξέλιξη αποφάσισαν να προχωρήσουν σε ένοπλη έξοδο. Με επιστολή ζήτησαν από τους επαναστάτες οπλαρχηγούς που βρίσκονταν στα γύρω υψώματα, να επιτεθούν στο τουρκικό στρατόπεδο την ώρα που θα γινόταν η έξοδος για να προκαλέσουν σύγχυση. Στην επιστολή τους έγραφαν:
«Μετά τοσαύτας νίκας και θριάμβους, βλέποντες ότι δεν ημπορούμεν περισσότερον να βοηθηθούμεν ούτε από την θάλασσαν ούτε από την ξηράν, αποφασίσαμεν την έξοδόν μας… Όποιος αγαπά τον Χριστόν και Θεόν και την Πατρίδα να τρέξη να κινδυνεύση μαζί με ημάς… Εις τας δύο της νυκτός εσείς να ριχθήτε οι μεν εις το εν το στρατόπεδον [του Κιουταχή], οι δε εις το άλλον [του Δράμαλη] και ημείς να πέσωμεν εις τούτους οπού ευρίσκονται εδώ και μας πολιορκούν… Εάν τους νικήσωμεν και τους διώξωμεν, μένομεν κύριοι της θέσεώς των και πάλι το Μεσολόγγι είναι εδικό μας. Εάν όχι, πάλιν όλοι μαζί τραβούμεν τον ανήφορον και πολεμούντες να γλυτώσωμεν τους λαβωμένους, τους ασθενείς και τα γυναικόπαιδα. Εάν δεν κινηθήτε, να όψεσθε, να όψεσθε, να όψεσθε.
Μισολόγγι, 3 Απριλίου
Αντί να υπογράψουν με τα ονόματά τους, έβαλαν για υπογραφή τρεις φορές το σημείο του σταυρού: + + +. Όπως λέει ο Κασομούλης:
«Τους τρεις σταυρούς έκαμαν ως σημείον ότι άλλην φοράν δεν ξαναγράφομεν και πρέπει να τρέξουν δια την αγάπην του Σταυρού.»
Οι αντίξοες καιρικές συνθήκες στις 8 Απριλίου εμπόδισαν τους οπλαρχηγούς και κυρίως τον Καραϊσκάκη να πλησιάσει. Οι πολιορκημένοι όμως είχαν φτάσει στα όριά τους και θα προχωρούσαν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες σε έξοδο την 10η Απριλίου 1826. Εν τω μεταξύ η πείνα συνέχιζε να θερίζει:
«ένας Κραβαρίτης έκοψεν κρέας από το μηρί ενός φονευμένου και το έφαγεν».
«ένας ήρως στρατιώτης, επήγαινεν εις την εκκλησίαν να προσευχηθή… Μόλις έβαλεν το ποδάρι του εις το κατώφλιον…πίπτει ως ξερριζωμένον δένδρον καταγής. Τον πιάνω, τον τρίβω, τον παρηγορώ με την επικείμενην φυγήν μας.
–‘Θα φύγωμεν’, με ερωτά;
-Σήμερον μάλιστα’ τον λέγω.
Τον έφερα νερόν, έπιεν, εσηκώθη.
-‘Αν φύγωμεν σήμερον’, με λέγει, ‘ίσως βαστάξω, ειδέ δεν δύναμαι περισσότερον’»
Το σχέδιο, όμως, της εξόδου προδόθηκε από δύο αυτόμολους: έναν χριστιανό αιχμάλωτο βουλγαρικής καταγωγής και έναν νεαρό Τούρκο που είχε βαπτισθεί το 1821 και ήταν ψυχογυιός ενός από τους σουλιώτες οπλαρχηγούς. Για να αποτρέψουν άλλες αυτομολήσεις και προδοσίες, οι οπλαρχηγοί αποφάσισαν να σκοτώσουν όλους τους αιχμαλώτους
«…δια να σωθή το περισσότερον μέρος ημών πρέπει να προλάβωμεν τα αίτια, τα οποία υποπτεύομεν ότι εις την έσχατην ώρα ή από δειλίαν ή από φιλοζωΐαν δύνανται να μας προδώσουν. Αποφασίσθη να φονεύσωμεν όσους αιχμαλώτους έχομεν εις φυλακήν… … Αμέσως εφόνευσαν όλους τους ιππείς μουσουλμάνους Κοζάκους, έως 30, όπου είχομεν αιχμαλώτους μέσα και άλλους χριστιανούς μαστόρους, όπου δούλευαν [για] τον εχθρόν σκάπτοντες και συλλήφθησαν παρ’ ημών, καθώς και όλους τους Τούρκους. Η καρδία μας εσκληρύνθη τότες τόσον, ώστε δεν ηξεύραμεν τι εκάμναμεν».
Πέραν της φρικτής σφαγής των αιχμαλώτων συζητήθηκε να σκοτώσουν τις γυναίκες για να μην πέσουν αιχμάλωτες στα χέρια των Τούρκων και τα μικρά παιδιά για να μην προδοθούν από τις φωνές και τα κλάματά τους. Μετά την έντονη αντίδραση του επισκόπου Ρωγών, Ιωσήφ, οι σκέψεις αυτές δεν υλοποιήθηκαν.
Οι πολιορκημένοι όμως έφεραν βαρέως ότι θα εγκατέλειπαν την πόλη. Την παραμονή το μεσημέρι οι οπλαρχηγοί συναντήθηκαν με τον εκπρόσωπο της διοικήσεως Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο (έναν από τους πλέον ανιδιοτελείς ηγέτες της ελληνικής επαναστάσεως):
«-Κύριε Παπαδιαμαντόπουλε, αποφασίσαμεν την έξοδόν μας και εγκατάλειψιν της πόλεως … Μας φαίνεται ως πολεμικοί άνδρες ότι εκτελέσαμεν περισσότερον από το χρέος μας και προς το Έθνος και προς την Διοίκησιν και προς εσέ τον Αντιπρόσωπόν της… Είσαι μάρτυς όλων τούτων; Και είθε να σωθούμεν ώστε να γίνης εσύ ο διερμηνεύς των υπηρεσιών μας εις το Έθνος μας.
-Και ως Παπαδιαμαντόπουλος, αποκρίνεται αυτός, και ως μέλος Διοικητικόν του τόπου τούτου, εις κάθε μέρος θα φωνάζω την αλήθειαν, ότι εκάμετε περισσότερον από το στρατιωτικό χρέος σας και εις την Πατρίδαν και εις τον Θεόν ακόμα».
Στη συνέχεια οι οπλαρχηγοί κατέγραψαν τον τρόπο με τον οποίο θα γινόταν η έξοδος. Τα προβλήματα ήσαν δύο: ο μεγάλος αριθμός αμάχων που έπρεπε να ακολουθήσει τους μαχητές και οι τραυματισμένοι και ανήμποροι που εκ των πραγμάτων θα έμεναν πίσω. Μεταξύ άλλων το σχέδιο έγραφε:
«Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος
Βλέποντες τον εαυτόν μας, το στράτευμα και τους πολίτας εν γένει μικρούς και μεγάλους…υστερημένους από όλα τα κατεπείγοντα αναγκαία της ζωής προς 40 ημέρας και ότι εκπληρώσαμεν τα χρέη μας ως πιστοί στρατιώται της πατρίδος εις την στενή πολιορκίαν ταύτην και ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τους δρόμους όλοι…αποφασίσαμεν ομοφώνως: Η Έξοδός μας να γίνη βράδυ εις τας δύο ώρας της νυκτός της 10ης Απριλίου, ημέρα Σάββατον και ξημερώνοντας των Βαΐων, κατά το εξής σχέδιον, ή έλθη ή δεν έλθη βοήθεια…
Επειδή θα πληγωθούν και πολλοί εξ ημών εις τον δρόμον, κάθε σύνδροφος χρεωστεί να βοηθή τον πληγωμένον και να παίρνει σηκώνων τα άρματά του…
Οι φαμελλίται όλοι, άμα προκαταλάβουν τους δύο [εχθρικούς] προμαχώνας αι άλλαι δύο κολώναι [που αποτελούνταν από τους μαχητές της Φρουράς του Μεσολογγίου] θέλουν κινηθούν αμέσως, ώστε να περιστοιχισθούν από την οπισθοφυλακήν [επικεφαλής της οποίας ήταν ο Κίτσος Τζαβέλας]…
Τα μικρά παιδιά όλα να τα ποτίσουν αφιόνι οι γονείς, άμα σκοτεινιάσει…».
Όσοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν θα έμπαιναν σε κάποια οχυρά σπίτια όπου θα συνέχιζαν τον πόλεμο, όταν θα πατούσαν οι Τούρκοι το Μεσολόγγι. Στο τέλος τα σπίτια θα ανατινάζονταν. Ο Κασομούλης, που είχε αναλάβει να ενημερώσει για το σχέδιο, συναντήθηκε κάποια στιγμή με τον Χρήστο Καψάλη που ήταν 75 ετών και δεν μπορούσε να ακολουθήσει. Το σπίτι του είχε μετατραπεί σε αποθήκη με πυρομαχικά:
«Φθάνοντας εις τον Ανεμόμυλον, αμέσως πήγα και ηύρα και τον Καψάλην εις την πυριτοθήκην. Εκοινοποίησα προς αυτόν τι ώρα έπρεπε να βάλη φωτιά. Αυτός μ’ αποκρίθη:
-Δεν θέλω ορμήνεια, μόνον ώρα σας καλή και όταν φθάσετε προς τον ριζόν του βουνού, ακούτε και βλέπετε τον Καψάλην σας που θα απετά.»
Ακολούθως άρχισαν να συγκεντρώνονται στα σημεία του τείχους που θα γινόταν η έξοδος.
«οι πατέρες με τα γιαταγάνια εις το εν χέρι κρεμασμένα, τα δουφέκια από το λυρί εις τον ώμον και με το άλλον ο καθένας να βαστά ή κανέν παιδάκι του ή την συζυγόν του και να πηγαίνουν. Πολλαί γυναίκαι ενδύθησαν ανδρίκεια και αρματώθησαν και δεν εδιακρίνοντο εις το βάδισμα από τους άνδρας»
Ενώ πλησίαζε η προσδιορισμένη για την έξοδο ώρα, η σελήνη σκεπάσθηκε με ένα σύννεφο και έβρεξε λίγο. Μέχρι την τελευταία στιγμή οι πολιορκημένοι ήλπιζαν ότι θα έλθη βοήθεια από τους Έλληνες που βρίσκονταν στα γύρω υψώματα.
«Περιμείναντες τόσης ώρα να κτυπήση η ‘βοήθεια’ το στρατόπεδον [των Τούρκων], είδαν οι εμπροσθινοί μας ότι καμία τέτοια βοήθεια δεν φαίνεται. Μας ειδοποίησαν να είμεσθεν έτοιμοι και αμέσως ορμήσαντες προς το δεξιόν εχθρικόν προμαχώνα οι δε προς τον αριστερόν…
Ή από τον κρότον και τριγμόν των γεφυριών ή διότι είδαν οι φύλακες τας σημαίας αναπεπταμένανς και κινούμενας κατ’ αυτών, άρχισαν οι εχθροί να πυροβολούν… Το σύννεφον, το οποίον εκάλυπτε την Σελήνην εις όλο τούτο το διάστημα διαλυθέν… η Σελήνη έφεξεν ωσάν ημέρα. Ετοιμάσθημεν και με μίαν φωνήν:
-Α, α!, α! Επάνω τους! Πάρτε τους!»
Από τους 10.000 πολιορκημένους, κατόρθωσαν να βγουν περίπου 1.300. Τουλάχιστον 6.000 γυναικόπαιδα πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα. Το Μεσολόγγι, το «αλωνάκι», όπως το αποκαλεί ο Διονύσιος Σολωμός, έμεινε στην ιστορία ως σύμβολο της ελευθερίας του ελληνικού έθνους:
«Κι απ’ όπου χαράζει έως όπου βυθά, τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι».
Γύρω από τη σημαία ο Μποκόρος έχει γράψει απόσπασμα από την κατάθεση των αγωνιστών Δημητρίου Μπράβου και Κωνσταντίνου Οικονομόπουλου κατά τη δίκη του Θεόδωρου Κολοτρώνη και του Δημητρίου Πλαπούτα (όπως τα διέσωσε ο δικαστής Αναστασίος Πολυζωίδης)
«έξη χιλιάδες Ελλήνων που εξαπλώθηκαν μονομιάς εις μίαν νύκτα απέξω από τα τείχη του Μισολογγίου· ελαφρή βροχή ράντιζε την γην εις το έβγα τους, και πολλοί εφώναξαν μας κλαίει ο Παντοδύναμος απόψε».